Further tags

Κλασική ερώτηση κρίσεως σε ξερόλες και ξερόλισσες, πρήχτες, μπαραμπάγκους που μας τα κάνουνε τσουρέκια, μεσοπαράωρους (μισόχαζους) και εν γένει όλα τα συναφή είδη.

Πού ήσουνα εσύ ρε παιδί μου τόσο καιρό; Αστέρι μου, κρυφό ταλέντο είσαι, πόσα ξέρει ο κώλος σου εσένα! Και δε μου λες; Σ' αφήσανε ή τους έφυγες;

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινώντας από την εμπειρική αλήθεια ότι οι φελλοί και τα σκατά επιπλέουν στο νερό, όπως έχουμε άλλωστε την ευκαιρία να το δούμε συχνά σε ελληνικές θάλασσες με λύματα, η κλασική πλέον αυτή έκφραση περνάει και στην μεταφορική σημασία του φελλού και του σκατιά ανθρώπου, οι οποίοι είναι πάντα στα πράγματα και κατορθώνουν να έχουν επιτυχία.

Ορισμένες από τις χρήσεις της έκφρασης: α) Χαρισματικοί καζαντζίδηδες που έχουν αδικηθεί από την κενωνία και δεν έχει αναγνωριστεί το ταλέντο τους, το λένε με πικρία για ατάλαντους και μέτριους ομοτέχνους/ συναδέλφους που είχαν τα κατάλληλα κονέ και την καπατσοσύνη και το θράσος στην διεκδίκηση της καριέρας τους. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου επικρατεί ο νεποτισμός, οι πελατειακές σχέσεις και η ένοχη αναπαραγωγή της μετριότητας από κλειστές κλίκες. β) Σε περιπτώσεις, όπου δωσίλογοι, ταγματαλήτες, σταγονίδια και λοιπές χουνταλικές δυνάμεις παρέμειναν στην εξουσία και μετά την αλλαγή καθεστώτος προς το δημοκρατικότερο. γ) Στη συνάφεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, συχνά τα λαμόγια επιβιώνουν καλύτερα και βγαίνουν και κερδισμένα, ενώ την πληρώνουν οι ασθενέστεροι (και όσοι από τα λαμόγια ήταν πιο επιδειξιομανείς/ θρασείς/ απερίσκεπτοι/ δεν είχαν τις σωστές άκρες). Η λίστα δεν είναι εξαντλητική, φηλ φρι του αντ.

Για την οπτιμιστική αντίθετη άποψη ότι οι φελλοί μακροπρόθεσμα βυθίζονται, ενώ επιπλέει η τιμιότητα και η ειλικρίνεια, βλ. εδώ.

Πάσα (Δ.Π.): Tsimpatone.

1. Οι φελλοί και τα σκατά πάντα επιπλέουν. Ο στρατηγός Πάγκαλος, ο παππούς του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης GAP , που φυσικά θα είναι και ο κληροδότης ενός μεγάλου τμήματος της σημερινής περιουσίας του αντιπροέδρου, κατά την απελευθέρωση από την Γερμανική κατοχή, συνελήφθη με την κατηγορία του δοσίλογου και «εκρίθη προφυλακιστέος» , όπως αναφέρεται στο άρθρο της εφημερίδας της εποχής.
Μετά από λίγο βέβαια αποφυλακίστηκε με απόφαση του ειδικού δικαστηρίου, λόγω αμφιβολιών.
Η διεύθυνση της «Καθημερινής» ... Δοσίλογοι. Τότε δεν υπήρχε MEGA, ANT1, STAR, ALPHA κλπ.

  1. «Εγώ αυτά τα 3,17 γραμμάρια τα πλήρωσα ακριβά. Έφτασα εντελώς στο πάτο. Αλλά βγήκα καθαρός, ευπρεπής και μάγκας. Κι αν έφτασα εντελώς στον πάτο, να μην ξεχνάτε, πως στο τέλος μονάχα τα σκατά και οι φελλοί επιπλέουν» (Τάδε έφη Ανδρέας Μπάρκουλης).

3. Η κρίση είναι σαν την θάλασσα. Τεράστια, αχανής, σχεδόν χωρίς τέλος. Πότε ξεσπάει με μεγάλα και επικίνδυνα κύματα καταβροχθίζοντας τα ψαροκάικα, πότε δείχνει να ηρεμεί και να γαληνεύει. Όπως και η κρίση. Μόνο που στη θάλασσα και στην κρίση τα σκατά και οι φελλοί επιπλέουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφέρω πλάτη, δηλαδή κάλυψη, υποστήριξη, ή συνενοχή, σημαίνει υποστηρίζω ενεργά μια κοινή προσπάθεια, συνήθως σε δύσκολες περιστάσεις που απαιτούν συνεργασία και θυσίες. Μπορεί να σημαίνει ότι αφήνω με την συνενοχή μου να γίνεται κάτι πίσω από την πλάτη μου, ή ότι προσφέρω την πλάτη μου για να ανέβει κάποιος και να σηκωθεί.

-Θα βάλουμε όλοι πλάτη να σωθεί η επιχείρηση.
-Καταλάβαμε, να δούμε πόσους μήνες θα μας έχει απλήρωτους...

-Λίγο ακόμα θα βάλουμε πλάτη να σωθεί η χώρα.
-Καλύτερα να μεταναστεύσουμε.

-Ότι βάλαμε πλάτη είπαμε, όχι ότι στήσαμε κώλο!

παλιό, αλλά σχετικό (από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απαξίας, μείωσης και υποτίμησης κάποιου ανθρώπου, κατάστασης, πράγματος κλπ.

Παραπλήσιας λειτουργίας εκφράσεις: τελείωνε με ..., γάμησέ μας με ..., μη με ζαλίζεις με ... κ.ά.

Το «τώρα» είναι επιτατικό και μερικές φορές παραλείπεται ή μετατοπίζεται στο τέλος της πρότασης. Ενίοτε προστίθεται, ως επιτατικό, και κάποιο κλητικό επιφώνημα (ρε, μωρέ, βρε).

  1. Από εδώ:

Έλα τώρα με το παραμύθι «ουρές για μια λαγάνα»

  1. Από εδώ:

ΚΑΙ ΠΑΝΕ ΝΑ ΡΙΞΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΕΣ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΣΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ...ΕΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΤΩΡΑ

  1. Από εδώ:

Έλα μωρέ τώρα με τον Βασιλάκη Καΐλα της δημοσιογραφίας θα ασχολούμαστε; Υπερεκτιμημένος και υπερφίαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.

Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.

Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.

Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .

Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.

  1. Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.

  2. - Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
    - Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...

  3. συγκάτοικοι:
    -Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
    -Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.

(από Khan, 30/04/14)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ποδοσφαιρική ιαχή, όπου στα πλαίσια της ευγενούς άμιλλας οι αντίπαλοι φίλαθλοι καλούνται να κάμουν γκέηκα κούνηματα.

Κάπου στα ογδόνταζ το άκουσα για πρώτη φορά σε μη ποδοσφαιρικά πλαίσια από μπαόκι συμφοιτητή («Αθηναίοι θύματα, κάντε μας κουνήματα!»).

Από το φίλαθλο κοινό

1. Χανούμια, του Μελισσανίδη θύματα, κάντε μας κουνήματα

2. Βαζελάκια θύματα κάντε μας κουνήματα!

3. Γουσουφάκια «βλήματα» - κάντε μας... κουνήματα!

Εκτός γηπέδου

4. Πλουτοκράτες θύματα, κάντε μας κουνήματα

5. Όσο κινήματα καθοδηγούνται από επαγγελματίες της υποκίνησης εμείς θα λέμε κάνουμε κινήματα και οι εξουσιαστές θα λένε «κάντε μας κουνήματα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τις προσδοκίες.

Αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που σχεδιάζεις, αυτό που πιστεύεις, αυτό που σου λέω, αυτό που νομίζεις ότι κατάλαβες... δεν είναι αρκετό.
Αύξησε τα όρια, τις επιλογές, τα ενδεχόμενα, για να χωρέσει η αλήθεια στη θεωρία!

Σχετικά με την θρυλούμενη προέλευση της φράσης, παραθέτω το παρακάτω μικρό απόσπασμα από τη Γκέμμα του σπουδαίου δάσκαλου Λιαντίνη...

«...στη γλώσσα του εργαστηρίου και των αποδείξεων, ο καρπός αυτής της εθνικής σχιζοφρένειας είναι ότι στη μονή Δαφνίου, που χτίστηκε στη στάχτη του δαφναίου Απόλλωνα, οι έλληνες χτίσανε σήμερα ένα τρελοκομείο. Όταν, κοντά στους 1890 χρόνους οι μηχανικοί του Δρομοκαΐτη, υλοποιώντας τη διαθήκη του, άρχισαν να μετρούν, για να χαράξουν το τοπογραφικό των κτιρίων, ένας έλληνας ξωμάχος έσπερνε απέναντι με το ζευγάρι του στάρι. Καθώς είδε το νταβαντούρι που γινότανε, έβαλε χωνί τα χέρια του και ρώτησε:
-Πατριώτεες! Τι πολεμάτε εδεπά;
-Μετράμε, κουμπάρε, του απάντησαν. Μετράμε, να χτίσουμε ένα τρελάδικο για τους έλληνες.
-Όι, σύντεκνε. Τότε τράβα κορδέλα! Όλοι μια μέρα εκεί μέσα θα πάμε...»

Τις προάλλες, στον Σκλαβενίτη, χάζευα τα ψάρια στο ψαράδικο... Σολωμός Νορβηγίας, τσιπούρες ιχθυοτροφείου, γαρίδες Σενεγάλης, μπακαλιάρος Ισλανδίας και τράβα κορδέλα... Τι διάολο ρε πούστη, στο Αιγαίο μόνο κουράδες κολυμπάνε;

Σκέφτομαι καμιά φορά πόσα μεταπτυχιακά σχετικά με management, διοίκηση και δεν συμμαζεύεται έχουν κάνει οι Έλληνες... Πόσοι απόφοιτοι από σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων, Marketing, Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων και τράβα κορδέλα... Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί; Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την έννοια του οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία και δηλώνει αίσθηση δυσπιστίας, αμφισβήτησης, αντίρρησης, αντίθεσης ή άρνησης του εκφέροντος σε σχέση με κάποια επιθυμία, άποψη, γνώμη ή ακόμα και ενέργεια άλλου. Μάλιστα, συνήθως είτε ακολουθεί είτε έπεται ανάλυσης της κατάστασης με την οποία διαφωνεί ο ομιλών.

Η χρήση της εν λόγω έκφρασης δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που διαθέτουν ειδική σλανγκική ορολογία (όπως πχ. ναυτικοί, οπαδοί, πληροφορικάριοι, κτλ), αλλά είναι σλανγκικώς καθολική.

Παρατηρήσεις

  • Η πρόσθεση του σώνει στην αρχή αλλάζει εντελώς τη σημασία του και καλά. Άτιμη γλώσσα!
  • Την ίδια έννοια και χρήση έχει επίσης και το ντε και καλά, αν και προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι πως το ντε και καλά χρησιμοποιείται σπανιότερα.

α.
-Όπα της! Τι δουλειά έχεις εσύ και κοιτάς γραβάτες, ρε; Εγώ ξέρω πώς γραβάτες και κοστούμια τα αποφεύγεις, όπως ο διάολας το λιβάνι.
- Δε μας γαμείς κι εσύ, ρε Κούλη; Έχει φαγωθεί η άλλη σώνει και καλά να εμφανιστώ κοστουμαρισμένος και γραβατωμένος στο γάμο της αδερφής της. Και κάθομαι σαν το μαλάκα και χαζεύω το www.thehostonians.gr - Εκείνη η ροζέ είναι ωραία! Θα πηγαίνει και με τις κάλτσες σου...
- Άει ρε...

β.
-Τα έμαθες με τον Νώντα;
- Ναι, φτηνά την γλύτωσε. Πόσο έκατσε στο πεντάστερο, 2 μέρες;
- Κάπου εκεί, τον είχανε συνέχεια με ορούς και εξετάσεις κάθε τρεις και λίγο.
- Αφού ήθελε το μαλακισμένο να αποδείξει σώνει και καλά ότι μπορεί να κατεβάσει 3 μπουκάλια βότκα νηστικός και απλά να κάνει κεφάλι. Ευτυχώς που είχε βαρβάτη ασφάλεια και δεν κατέληξε σε κανένα Τζαννή.
- Εγώ πάλι σκέφτομαι μήπως του άρεσε τελικά το κλύσμα και έχουμε άλλα...

γ.
- Για πες ρε, τι έγινε με το μωρό; Αν και όπως σε κόζαρε τις προάλλες, μάλλον έχεις ήδη γλείψει κοκκαλάκι!
- Πω μαλάκα, άσε με, μη μου το θυμίζεις... Εκεί που είμαστε στα μέλια και στα ωραία μας, πώς γυρνάει η συζήτηση στο θέμα αντρας - γυναίκα. 3 ώρες με είχε και προφέσαρε και μου ζάλιζε τα αρχίδια.
- Δηλαδής;
- Σώνει και καλά να με πείσει ότι είμαστε ίσοι με τις γυναίκες. Άσε τί να σου λέω...
- Και πώς έληξε το θέμα;
- Ε, αφού μου τα 'χε κάνει τσουρέκια, σηκώνομαι και τις λέω: «Εντάξει, κοριτσάκι μου, όπως τα λες είναι. Τώρα, τράβα κατούρα όρθια και τα λέμε εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified