Further tags

Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.

  1. - Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
    - Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!

  2. - Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
    - Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά και σουρεαλισμός. Αναφέρεται στις ιδιοτροπίες του Αιόλου.
Δηλαδή, όταν είμαστε κάπου και έχει αέρα.

Κάθομαι στην ψωλή του ανέμου.

(από Vrastaman, 07/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.

Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.

Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).

Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.

- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.

ΑΡΑΓΜΕΝΑ ΨΩΛΑΡΑΓΜΑΤΑ (από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα σαν προϊόν μιας εκσπερμάτωσης.

Λέγεται συχνότερα στον πληθυντικό απ' ό,τι στον ενικό για να υποδηλώσει τη βαρβατίλα του ανδρός.

Η έκφραση πάρ' τα χύσια μου είναι συνώνυμη του πάρ' τ' αρχίδια μου.

  1. Τι ψωλορουφήχτρα αυτή η Ποπίτσα, ρε μαλάκα!! Κατάπινε τα χύσια λες κι ήταν Κόκα-Κόλα. Μου στράγγιξε τ' αρχίδια, σου λέω!!

  2. - Ρε μαλάκα θα μου ξηγηθείς το κάμπριο μεθαύριο;
    - Πότε, ρε μαλάκα; Σου το βράδυ; Ρε, παρ' τα χύσια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.

Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.

  1. Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
    Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
    Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
    Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
    Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
    Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D

  2. Με λένε Κώστα.
    Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).

(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκάστοτε «Μήτσος» δε φαίνεται να σταματάει τις μαλακίες, συνήθως σε indoors περιβάλλον όπου παίζει χαρτί, τάβλι ή άλλη δραστηριότητα τέτοιου τύπου και που ο «Μήτσος» αδυνατεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του παίγνιου/δραστηριότητας για τον χρήστη της ατάκας. Εν είδει συνθήματος, με ρυθμό και σαφώς έμμετρο και ομοιοκατάληκτο επιτείνει την αγανάκτηση του χρήστη του.

Αν ο χρήστης υψώσει και την ένταση της φωνής, προφανής σκοπός του είναι να δημιουργήσει εικόνα ανάλογη με αυτή που έχει ήδη ο «Μήτσος» προκειμένου ο «Μήτσος» να καταλάβει ότι το παραγάμησε και να επιστρέψει στο παιχνίδι/δραστηριότητα με σοβαρότητα πλέον.

Ενδεχόμενη εναλλακτική χρήση σε συνθήκες μπουρδελοκαταστάσεων ελέγχεται.

- Παίξε ρε!
- Κάτσε ρε Γιάννη, έχω μαζέψει τη μισή τράπουλα..Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης (σ.σ. ο τζόκερ...)
- Παίζε που σου λένε!
- 'Ωπα, τηλέφωνο, Γιάννη. Τώρα θα περιμένεις...
- Πω ρε πούστη, μας γάμησες, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η παρτίδα
-«'Ελα Αλέκα, ναι, σε πήρα λίγο πριν..»

(όλοι μαζί ρυθμικά) ΧΥΣΕ ΜΗΤΣΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΤΙΤΣΟ

besamel micho... (από HODJAS, 01/02/10)(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified