Ερώτηση που γίνεται συνέχεια σε αντροπαρέες με παρατεταμένη αγαμία. Όσο πιο πολύς είναι ο καιρός που έχει κάποιος να συνευρεθεί με γυναίκα, τόσο πιο συχνή είναι και η ερώτηση. Αυτό συμβαίνει νομοτελειακά, αφού συνέχεια ρίχνει τα στάνταρ του που τείνουν να φτάσουν στον πάτο. Όσο αυξάνεται η περίοδος της αγαμίας, διαπιστώνει κανείς ότι η ερώτηση μπορεί να αφορά γυναίκες αρκετά μεγάλης ηλικίας.

Από την άλλη, η ερώτηση μπορεί πολύ εύκολα να γίνει και για μία αρκετά γαμήσιμη γυναίκα από κάποιον τέως «άγαμο», που μόλις έσπασε πανηγυρικά τα δεσμά της αγαμίας του. Στην περίπτωση αυτή, η ερώτηση γίνεται για να προκαλέσει την έκπληξη του συνομιλητή του (που μέχρι πρότινος είχε συνηθίσει την ερώτηση για αρκετά ασχημότερες γυναίκες), αλλά και για να υποδηλώσει ταυτόχρονα ότι έγινε απότομο limit-up στα standards του.

Στην πρώτη περίπτωση η ερώτηση μπορεί να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε μέρος, όμως εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα σε παρακμιακά καφενεία, μπιλιαρδάδικα και γενικά σε μέρη που συγκεντρώνονται κυρίως άνδρες και στο περιβάλλον υπάρχουν λίγες (ή και μόνο μία καμιά φορά) γυναίκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση η ερώτηση γίνεται κατά κύριο λόγο σε πολυσύχναστα μέρη που υπάρχουν πολλές γυναίκες.

  1. Πενηντάρα χαμηλοκώλα σε προκλημακτηριακή περίοδο φέρνει τον καφέ σε παρακμιακό καφενείο που δείχνει Α Εθνική. Αφού τον αφήνει και φεύγει ακολουθεί ο εξής διάλογος:
    - Ρε συ, την πήδαγες αυτή;
    - Όχι, αλλά σε κάνα δίμηνο θα αρχίσω να το σκέφτομαι...

  2. Το ίδιο δίδυμο με το προηγούμενο παράδειγμα περιμένει το μετρό, όταν εμφανίζεται δίπλα τους μια δροσερή πιτσιρίκα. Τότε ο ένας εκ των δύο λέει:
    - Την πήδαγες αυτή;
    Με τον άλλον να απαντάει:
    - Γιατί εσύ δεν την πήδαγες; Άσε τώρα τα πούστικα σε μένα. Γάμησες, έτσι δεν είναι;

Δες και πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ανέλπιστο και ευπρόσδεκτο προκύπτει λόγω συμμετοχής σε συγκεκριμένη αδιάφορη ή και δυσάρεστη διαδικασία / κατάσταση. Μια κουραστική δουλειά, μια βαρετή αγγαρεία ή μια απεχθής συγκυρία, μπορεί να έχει παράπλευρο όφελος (οικονομικό, σεξουαλικό και ταλιμπάν), τα τυχερά της.

Ο παπάς, που αναγκάζεται να ξεποδαριάζεται από σπίτι σε σπίτι για να διώχνει τα κατσιμπουχέρια, έχει τα τυχερά του: παίρνει μισθουλάκο τσεπώνει και τα χαρτζιλίκια - που ενίοτε απαιτεί, άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει. Σε αυτή την περίπτωση το όφελος είναι μονομερές, ο παπάς γελάει και ο άντρας της θειας που κάνει το ευχέλαιο κλαίει.

Ο υδραυλικός που τον καλούν απρόοπτα και του χαλούν τα ούζα στο καφενείο, έχει τα τυχερά του: πα να φτιάξει το σωλήνα, ρίχνει και κανα πουτσαρίκο στην κυρία του σπιτιού που, τι να κάνει κι αυτή, βαρέθηκε να βλέπει μενεγάκη. Σε αυτή την περίπτωση η βλάβη της υδροδότησης έχει τα τυχερά της και για την κυρία, σο κοινό το όφελος.

Ο σωματοφύλακας, με το επικίνδυνο έργο του, έχει τα τυχερά του (βλ. μήδι)

Η γιαγιά Αντιγόνη - άσχημο πράμα τα γηρατειά: Εχει και η τρίτη ηλικία τα τυχερά της! Πριν κάμποσους μήνες είχα μια κατάκτηση! Μη γελάτε σκασμένα, νομίζεται ότι είναι προνόμιο των νιάτων;

Ο φαντάρος - άσχημο πράμα η θητεία : ...και ολη μου η θητεια ηταν σε ενα γραφειο εφοαδιασμου οταν ημουν στον εβρο και εβγαινα για ψωνια 2 φορες την εβδομαδα και ειχα και τα «τυχερα» μου. (σ.ς. γαμούσε ο φαντάρος)

Κρίση - άσχημο πράμα η κρίση: Έχει και η κρίση τα τυχερά της…. [...]Έχουν την εντύπωση ότι ήμαστε κορόιδα. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καλά, αλλά και αυτοί τα κάνουν χειροτέρα. Πάντως, εγώ την ευκαιρία μου τη βρήκα και την τσίμπησα και άσε τη κρίση να λέει τα δικά της!

Το βυζί της Ριχάνας (sic). (από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε για δύο άτομα ότι «κάνουν σαν τους δυο γέρους στο μάπετ σόου», παρομοιάζοντάς τους δηλαδή με τους δύο γνωστούς παππούδες του γνωστού σόου, σε μία ή και τις δύο από τις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. Τα έχουν βρει τέλεια μεταξύ τους, θαυμάζουν ο ένας τον άλλο, κάνουν τέλεια παρέα μεταξύ τους, αλλά ΜΟΝΟ μεταξύ τους, είναι δηλαδή περιθωριακοί. Λένε φοβερά αστεία, αλλά που τα καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι, δηλαδή inside jokes.

  2. Θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα ή μάλλον την υποχρέωση να κρίνουν τους πάντες και τα πάντα. Λειτουργούν ως αυτόκλητη κριτική επιτροπή. Επειδή είναι επαΐοντες επί παντός επιστητού.

Να μην συγχέεται με το μάπετ σόου.

Από τα σχόλια στο λήμμα: πρέκια (Μιλάμε για 2η έννοια εδώ).

Mes: Κάτι δεν πάει καλά. «Θα σου γαμήσω τα πρέκια» θα πει «θα σου γαμήσω τους όρχεις»;

GATZMAN: Ναι mes. Καλά το παρατήρησες.Τι παίζει άραγε;

Ironick: φοβερό! όλα τα λεφτά! καλά και σεις οι δύο πια... σαν τους παππούδες του μάπετ σόου... δεν παίζεστε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σουβλάκια των καταστημάτων «πίτα του παππού» ξεχωρίζουν για το μεγάλο μήκος και για το γενικότερα μεγάλο μέγεθος τους και λειτουργούν ως προσομοιωτές μεγάλου πέους.

Η σημασία της πίτας του παππού που δίνεται εδώ, αφορά τη θεώρηση και την αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου λεβεντόγερου, ενός λεβεντομαλάκα μεσήλικα, ενός πουρεϊτζερ που βρίσκεται στην αρχή του τέλους της σεξουαλικής άνθησης του για το εργαλείο του.

Επειδή τον τρώνε οι ανασφάλειες, ψάχνει ολοένα για επιβεβαίωση της πίτας του. Ακούει κάποιους να του λένε «άσπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στην ψωλή». Τους απαντά: «μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι»… Ωστόσο δεν ησυχάζει. Παρόλο που έχει καβατζάρει εδώ και χρόνια τα πενήντα, όταν ακούει το τραγούδι του Ζαμπέτα, ο «πενηντάρης» φτιάχνεται. Σκέφτεται, πως ο πενηντάρης στην εποχή του Ζαμπέτα, αντιστοιχεί σε έναν εξηνταπεντάρη ++ της σημερινής εποχής. Θέμα χουπουα βλέπεις. Ακούει το τραγούδι του Μπουγά, «Έλα στον παππού» και λέει μέσα του: «Περνάει ακόμα η μπογιά μου. Δεν ξόφλησα.».

Πάει καμιά μπαρότσαρκα για να μπανίσει κανα κόμματο και να προσφέρει την πίτα του σερβιρισμένη με παππουτσοθήκη βεβαίως βεβαίως. Πίτα που κάποτε ήταν ανάρπαστη αλλά… γήρας ουκ έρχεται... μόνον κι ο ανταγωνισμός από νέους και ωραίους στους πουτσομεζέδες καλά κρατεί. Όπου δει λοιπόν πιπίνι, φτιάχνεται. Πετάει «ωχ τα πόδια…», ωστόσο πολλές φορές το καμάκι του, αντί να πιάσει το πιπίνι, πιάνει μια κρύα χυλόπιτα, όταν η τύπισσα, αφού τον σκανάρει, τον αποκαλέσει απαξιωτικά γερομπισμπίκη και ραμολί. Τότε αυτός μένει με τα παντελονόψαρα και την πίτα του παππού ανα χείρας.

Ντάλα μεσημέρι, μεσήλικας βρίσκεται έξω από ένα κατάστημα «πίτα του παππού» και μπανίζει τους κόμματους που διέρχονται από τον πολυσύχναστο δρόμο
-Ε δεσποινίς πεινάτε; Να κεράσει ο παππούς… λαχταριστή ζεστή ζεστή πίτα του παππού; (Υπονοώντας το εργαλείο του, έχοντας όμως ως δικλείδα ασφαλείας το σουβλάκι. Ξεχνά όμως μια λεπτομέρεια.).
-Α ρε φίλε… κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια… και σε μένα και σε άλλες. Γερνάμε και ξεχνάμε, ε;

Ακολουθούν τα δύο τραγούδια, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω:

Έλα στον παππού

Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Έλα στον παππού, μωρό μου
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Για να περάσω όμορφα
στα χρόνια τα επόμενα
για χάρη σου, μπεμπέκα μου
αφήνω τη γυναίκα μου Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού... Μαζί μου θα περνάς καλά
δε θα σου λείπει τίποτα
θα 'χεις λεφτά κι άλλα πολλά
φτάνει να σ' έχω αγκαλιά Έλα στον παππού... Εκτέλεση: Τάσος Μπουγάς

Ο πενηντάρης

Όταν έφτανες πενήντα
την παλιά την εποχή
Σου φώναζαν όλοι γέρο άντε και καλή ψυχή
Τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί
Έχεις πείρα στην αγάπη έχεις τέχνη στο φιλί

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής

Όταν έπιανες τα πενήντα μια φορά κι ένα καιρό
Ήθελες δυο νοσοκόμες κι ένα μόνιμο γιατρό
Τώρα όμως στα πενήντα καλοστέκεις μια χαρά
Και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην ουρά

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πρόσωπα, κυρίως γυναίκες, που δεν είναι πια επιθυμητά στον ερωτικό τομέα όπως παλιά, κυρίως λόγω ηλικίας, λέμε ότι δεν περνάει πια η μπογιά τους (1ο παράδειγμα). Αλλά λόγω συμφυρμού με τον προηγούμενο ορισμό μπορεί να το συναντήσουμε και ως κατάφαση (2ο παράδειγμα).

  1. Και τι θα κάνεις όταν σαρανταρίσεις, που δεν θα περνάει πια η μπογιά σου;

  2. Πάρτο απόφαση, σαραντάρισες, πέρασε η μπογιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία μνημειώδης φράση που αποδίδεται στον Θεό της αθλητικής δημοσιογραφίας, Γιώργο Γεωργίου.

Γεωργίου: - Πόσων ετών είσαι φίλε;
Τηλεθεατής: - 60.
Γεωργίου: - 60;
Τηλεθεατής: - Ναι.
Γεωργίου: - Φίλε, θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς.
Τηλεθεατής: - Εντάξει.
Γεωργίου: - Παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;
Τηλεθεατής: - Ε, sometimes.
(Χαμός στο στούντιο)

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερήλικες κοκέτηδες συνηθίζουν να φορούν το παντελόνι εξαιρετικά ψηλά. Έτσι εμφανίζεται συχνά παππούς να το δένει στο ύψος της μασχάλης.

Το υφασμάτινο αυτό παντελόνι, συνήθως γκρι-ποντικί χρώματος με ρεβέρ στο μπατζάκι που δένει με στενή ζώνη πολύ ψηλά, καταλήγει να γίνεται γιακάς σχεδόν στο μπεζοζαχαρί κοντομάνικο πουκάμισο του γεράκου, γιαυτό και ονομάζεται παντελόνι ζιβάγκο.

Τελευταία παρατηρείται η χρήση του και από νεανίες μαλακίδες (κατά το παλλακίδα), οι οποίοι το συνδυάζουν με κινέζικο σκαρπίνι 3 νούμερα μεγαλύτερο από το πόδι τους.

Δεν μπορώ να το περιγράψω. Σκεφτείτε την εικόνα ενός μπαμπόγερου να πηγαίνει στο ΚΑΠΗ και είμαι σίγουρος πως έχετε πέσει μέσα.

Χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του παντελονιού-ζιβάγκο (από lxar, 18/06/09)(από Vrastaman, 28/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος άλλος, ο Ρεχάγκελ...

Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγεί στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

από το troktiko.blogspot.com

(από Cunning Linguist, 26/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμπιντιάρικο κοκομπλόκο μετά καρδιακού μιλφ σέηκ που κυριεύει τον μιλφάκια στην θέα μιας υπερτουμπανιαίας "μιλφομάνας αναφοράς".

Εκ των μιλφ και μουνόπλακα.

- Ειδα και το μιλφ και επαθα μιλφοπλακα! Απιθανο μιλφακι!(εδώ)

- Πω πω μιλφόπλακα έπαθα!!! (εκεί)

Πίνουμε νεράκι στην υγειά τση κας Ρόμπινσον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που, αν και θεωρείται άμεσα υποψήφιος για να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο (βλ. λ. απογείωση) λόγω ιδιαίτερα προχωρημένης ηλικίας ή εύθραυστης υγείας, εντούτοις, εκείνος αρνείται να παραδώσει πινακίδες και ζει περισσότερο (outlives) έναντι άλλων ατόμων με φαινομενικά περισσότερα ψωμιά.

Παράδειγμα πολιτικού ανδρός που έχει φάει το στάρι πολλών νεότερων συναδέλφων του, είναι ο Μητσοτάκουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified