Γέρνω υπερβολικά με τη μηχανή (με αποτέλεσμα να ξύνονται τα αυτιά μου στην άσφαλτο).
Παλιά μηχανόβια έκφραση που ήθελε να δείξει την ικανότητα του οδηγού στις στροφές.

- Βάλε ρε την ταυτότητα στο στόμα να πάμε να ξύσουμε κάνα αυτί στα λιμανάκια.
- Δε με παίρνει ρε γιατί έχω τα μαμίσια λάστιχα. Όταν πάρω τα Metzeler θα πάμε.

Δες και ξύνω γόνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eγώ σου μιλάω αργά και ήρεμα και συ βιάζεσαι και φουντώνεις:

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω γρήγορα σε στροφές. Η συνηθισμένη κατάληξη είναι να βγαίνω με τις ζάντες.

Ναι είναι τρελός οδηγός, μπαίνει με τις μπάντες και βγαίνει με τις ζάντες, λολ.

(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρέμουλο του τιμονιού αυτοκινήτου ή μηχανής που παρατηρείται σε ταχύτητες περίπου 100 χ.α.ω. και που οφείλεται συνήθως σε πλημμελή ευθυγράμμιση ή ζυγοστάθμιση των τροχών του οχημάτου.

Μην περιμένετε χαριτωμενιές και μαλακιούλες, ως άσχετος με το θέμα αγγαρεία κάνω, ποινήν εκτίω. Και καταγγέλω από αυτό εδώ το βήμα τους σύσσλανγκους που, ενώ το έχουνε με την αυτοκίνηση, κάνουνε την κορόιδα και αφήνουνε τον παππούλη να βγάλει το μπουλόνι από την μπουλονότρυπα. Αίσχος!!!

  1. Από τότε που έβαλα τα καινούργια λάστιχα όταν φρενάρω το τιμόνι τρέμει αρκετά. Ειδικά σε ταχύτητες 90 και άνω τότε σου προκαλεί ανησυχία. Σε μιά βόλτα στον λαστιχά μου, μου είπε ότι από τη στιγμή που τρέμει μόνο στο φρενάρισμα δεν φταίνε τα λάστιχα αλλά κάτι άλλο. Μπορεί και οι δισκόπλακες να έχουν στραβώσει μου είπαν [...]

Δες αρχικά αν τα λάστιχά σου έχουν φαγωθεί ποιό πολύ από τη μέσα πλευρά η από την έξω πράγμα που σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ευθυγράμμιση ή όταν έχεις σταθερή ταχύτητα χωρίς να φρενάρεις σου «κοσκινίζει» το τιμόνι όταν το κρατάς πολύ ελαφρά (με το ένα δάκτυλο) αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ζυγοστάθμιση. Αν όλα αυτά που είπα είναι εντάξει τότε πήγαινε ποιό πέρα δηλαδή για δισκόπλακες Στον ξάδερφό μου

  1. Είναι καθαρά θέμα ελαστικού ή ζυγοστάθμισης. Και στο δικό μου όταν άλλαξα λάστιχα και το πήγα για δοκιμή είχε κοσκίνισμα στο τιμόνι. Το πήγα πίσω και ήταν στραβό το λάστιχο [...] τον μάστορα

  2. Οταν φτιαχτηκαν τα ρουλεμαν του τιμονιου, και μετα απο δοκιμες του μπροστινου, παρατηρησα οτι αφηνοντας τα χερια απο τα 100 και κατω φτανοντας στα 20-15 αρχιζει να κοσκινιζει το τιμονι, και ακουμπωντας το ενα χερι αμεσως διορθωνει. Με τα δυο χερια δεν το καταλαβαινεις καθολου. Θελω μαλλον ακτινολογηση; επειγόντως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ορολογία των μαστόρων αυτοκινήτων (συνεργειατζήδων).

Προέρχεται από αστοχία στη ρύθμιση του οδοντωτού ιμάντα χρονισμού του κινητήρα, σε σχέση με τα οδοντωτά γρανάζια εκκεντροφόρων και στροφάλου. Ο ιμάντας αυτός έχει μόνο μια σωστή θέση όπου πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να λειτουργήσει ο κινητήρας σωστά, αλλιώς σημειώνεται αρρυθμία και δουλεύει λάθος, κοινώς ρετάρει.

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος δεν πάει καλά, το έχει χαμένο.

  1. - Ρε τι έγινε με τον άλλον σήμερα, πήγε να με αρπάξει στα καλά καθούμενα. - Α, καλά άστο, μην ασχολείσαι με αυτόν, πηδάει δόντι.

  2. Πήδηξες δόντι ρε παπάρα;Τι σαματάς είναι αυτός μέρα μεσημέρι;

(από Παπαντώνης, 27/09/11)

Σχετικό: ρετάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών, η βεβιασμένη και ενίοτε επικίνδυνη έξοδος από το δρόμο σε ανοιχτές στροφές. Υπονοεί ότι το θύμα της περίστασης έχει σταματήσει στο χωράφι έξω από το δρόμο, το οποίο θέλει να αγοράσει ή έχει αγοράσει ήδη.

Παίρνω φέτα στροφή, μου πετάγεται ένα τρακτέρ μπροστά και αγοράζω ένα χωράφι άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.

  1. από εδώ
    Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.

  2. Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκινητιστική αργκό, δηλώνει επίμονα γρήγορη και νευρική οδήγηση. Είναι ως φράση ισχυρότερη των πηγαίνω μαλλιά, μαλλιοκούβαρα κλπ, γιατί υποδηλώνει διάρκεια, επιμονή και προσήλωση, ενώ υπεισέρχεται σε κάποιο σημείο και ο παράγοντας χρόνος (ίσως και με τη μορφή βιασύνης) και λιγότερο ο παράγοντας ευχαρίστηση.

Τα στοιχεία αυτά καταμαρτυρούν και τις αγωνιάρικες καταβολές του λήμματος, από τα ράλλυ. Πιο συγκεκριμένα, τα check point στα τέλη κάθε ειδικής, αλλά και γενικότερα τα σημεία χρονομέτρησης σε άλλα είδη (rallye raid, rally sprint κλπ), ονομάζονται στην ιταλική tappa (πληθ. tappe), αντίστοιχο του γαλλικού όρου ετάπ (étapes), γνωστό από τους ποδηλατικούς αγώνες.

Όρος ήρθε και παραφράστηκε έως ότου σκλανγκοποιηθεί πλήρως, μέσα από τα πρωτοπαλλήκαρα των ελληνικών αγώνων αυτοκινήτου (Τζώνυ Πεσματζόγλου, Μοσχούς Sr., Stratissino κ.α.) που είχαν μια σαφή επαφή με την αγωνιστική παιδεία της γείτονος χώρας.

- Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

Βλ. και τάπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραστική ρίμα για νεαρούς κάγκουρες που φλερτάρουν πεζές εποχούμενοι σε παπάκι. Η έκφραση περιγράφει παντός είδους μικροεπαρχιωτικές καταστάσεις (των Αθηνέζων συμπεριλαμβανομένων) και βγάζει μια ασύστολη εϊτίλα, όταν ο Ψάλτης ήταν τσαντάκιας κι ο Γαρδέλης έκανε ρόδα, τσάντα και κοπάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και θετικά γα τον άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω παρά την ευτέλεια των μέσων του.

Ώπα, καμάκι με παπάκι ο καγκουρογαμόσαυρος!

(από Khan, 10/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified