Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.

- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«....είναι για ταινιάκι», παναπεί, αξίζει να γίνει ταινία μικρού μήκους.

Συνήθως πρόκειται:

  • για κάποια εμπειρία ή κάποια κατάσταση που έχει το στοιχείο της πλοκής, περιλαμβάνει, δηλαδή, «συμπυκνωμένη» κάποια ενδιαφέρουσα αλληλεξάρτηση συμβάντων και προσώπων, κάποιο ελεγχόμενο και ευσύνοπτο (για να χωράει στο μικρό μήκος) διαπροσωπικό ή κοινωνικό τουρλουμπούκι.
  • πολύ συχνά για αυτό που λέμε καλτ σκηνικό, αν πρόκειται για φαιδρότητες, και γενικότερα τη συνάντηση μιας ραπτομηχανής με μία ομπρέλα σε ένα πάγκο εργαστηρίου παρασκευής τιραμισού.
  • ή και (μάλλον συνηθέστερα) για κάποια συνηθισμένη εμπειρία ή κατάσταση που παίρνει ασυνήθιστη τροπή, κάποια κουφή ροή γεγονότων ή κατάσταση στην οποία οι ήρωες ξεπερνούν το μέτρο.
  • ή μπορεί (μάλλον ακόμα πιο συνηθέστερα) για κάποια ιδιαίτερη ανθρώπινη φιγούρα, η ιστορία της οποίας ή η στάση και η ματιά της οποίας στα πράγματα αξίζει για το χρήστη της φράσης να αναπαρασταθεί καλλιτεχνικά (το ταινιάκι ως βιογραφικό στιγμιότυπο μιας κοσμοθεωρίας). Τι είδους ανθρώπινη φιγούρα; Δε θα θέλαμε να αδικήσουμε κάποιον, δείτε την κατηγορία χαρακτηρισμοί προσώπων.
  • ή (σπανιότερα), πιο αφαιρετικά και προς το βίδεο αρτ, για κάποιο αισθητηριακό gestalt ή βίωμα που κάνει το χρήστη να σκαλώσει.
  • και, ολίγον άσχετο, για κάποιο αμαρτωλό πλάσμα που ξυπνά μέσα του, του χρήστη της φράσης, τον τσοντοσκηνοθέτη.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ στις φοιτητο-ηλικίες 16-24, αν και από λατερνατιβική άποψη είναι ολίγον πασέ ή και μπασκλάς καθώς παραείναι εμποτισμένη από ένα πνεύμα λαϊκής χρήσης και αποδόμησης της τέχνης (παραγνωριστήκαμε....). Έχει σαφώς να κάνει με τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης σε τεχνολογίες λήψης και επεξεργασίας εικόνας και ήχου, και βέβαια με το συσιφόνι. Έχει να κάνει και με την υπερκουλτουρίαση της ελληνικής κοινωνίας και τη σινεάνθηση (βλ. αύξηση επισκεπτών στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, την επιτυχία του φεστιβάλ Δράμας κλπ). Έχει να κάνει ίσως και με την κλισαρισμένη αλλά μάλλον ακριβή εκτίμηση ότι ο ελληνικός κινηματόγραφος «πάσχει στο σενάριο», οπότε ο χρήστης της φράσης κάνει λίγο το κομμάτι του ότι «ιδέες υπάρχουν». Έχει να κάνει και με τον βερμπαλισμό του Έλληνος ο οποίος στάνταρ «προτιμά τις ηδονές της συλλήψεως από τις ωδίνες του τοκετού» (φράση του Κρίρκρεργκωρφ για τον εαυτό του)... μπα, ούτε καν. Έχει να κάνει και με την προχειρότητα που έχει στο DNA της η φυλή μας και που την κάνει να φαντάζεται ότι το μικρό μήκους ταινιάκι είναι έλα μωρέ τώρα. Και φυσικά έχει να κάνει με την αισθητικοποίηση της ζωής σε ένα ποστμόδερν κόσμο.

ψαχνω μια ιδεα για ενα ταινιακι μικρο.εχω στοιχεια μια ταβερνα στην παραλια,5 ατομα και ενα σκυλο.Πειτε καμια ιδεα.Εστω και βλακια....

από δω

ή για ταινιάκι ή για κράξιμο: καλοκαιράκι έχει εκεί έξω.Βραδάκι.Στην έρημη ρομαντική παραλία δύο ζευγαράκια μασουλάνε βουλιμικά κάτι σουβλάκια.Παίζει Μπιθηκώτση το τρανζήστορ από το καμπριολέ.Ένα αλητάκι με τη παρέα του πάνω απ'το ποδηλατάκι του πετάει ένα μισογεμάτο μπουκαλάκι fanta και ΔΙΑΟΛΕ!!!Το μπουκαλάκι πέφτει πάνω στη τελευταία μπουκιά σουβλάκι του άντρα με τη μπυροκοιλιά!Ξέρεις,αυτή τη μπουκιά που είχε κρατήσει για το τέλος,με το πολύ τζατζίκι με μπόλικο κρεμμυδάκι και ένα λαχταριστό κομμάτι γύρο χοιρινό!! Η παρέα σαστίζει προς στιγμίν! Ο άντρας γυρνάει το κεφάλι του για να προλάβει να δει το κωλόπαιδο μα αυτό έχει γίνει καπνός για πλάκα!Τότε γυρνάει το κεφάλι στον ουρανό γονατίζει με τα γόνατα βαθιά χωμένα στην άμμο και κρατώντας τη κοιλιά του Βγάζει μια κραυγή''ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΧΧΧΧΧΙΙΙΙΙ!!!!!!!'' Ο φίλος του τον κοιτάει με βλέμμα συμπαράστασης και ταυτόχρονης οργής! Οι γυναίκες της παρέας τρομαγμένες μπουκώνουν το υπολοιπο σουβλάκι που τους έμενε και πιάνονται χέρι χέρι! Τότε ο άντρας ο χτυπημένος από τη μοίρα τους κοιτάζει με ένα υφος τρέλας!Βγάζει απ'τη τσέπη του το πιστόλι ρίχνει δυο στις γυναίκες και μετά ρίχνει και μια στο κεφάλι του και πέφτει τέζα!Ο φίλος του μένει μαλάκας για ένα δευτερόλεπτο,μετά αρπάζει τα κοσμήματα από τις γυναίκες παίρνει και το ρολόι και τοπορτοφόλι του φίλου του,πηδ$%#$%#$ει μια στα γρήγορα τη γκόμενα του φίλου του και με ένα χαμογελο χαράς τρέχει μέσα στο σκοτεινό δρομάκι...!!!

από δω. Χαρακτηριστικά υπερτεράστια μαλακία, για το λόγο αυτό ακριβώς το παραθέτω αν και κουραστικότατο (ενδιαφέρον πάντως ότι η ταβέρνα και το σουβλατζίδικο παίζουν πολύ ως τόποι που εμπνέουν ταινιάκια).

δε ξερω τι λετε εσεις αλλα εγω τετοιο σουρεαλ σκηνικο στο ηρακλειο δεν εχω ξαναζησει τοσα χρονια που ζω εδω...απο τη μια οι αγανακτησμενοι να προσπαθουν να κανουν συνελευση και ταυτοχρονα να φωναζουν ψυχραιμια ...απο την αλλη οι οφητζηδες να τις παιζουν με τους μπατσους...ασφυξιογονα να σκανε μεσα στη πλατεια και να τα κλωτσαει κοσμος μη σκασουν στα μπαρμπακια και στις γριες...αλλοι να φυλανε τις κασες με τις μπυρες για να μη τις παρουν οι οφητζηδες..και αφου γαμηθηκε η συνελευση να παιζει το τιγρη.. αλλοι να χορευουν και αλλοι να ριχνουν μπουκαλια...οτι πρεπει για ταινιακι ηταν...

από δω

Το μωρο ειναι για πολυ πονο.....για ταινιακι με πανω απο δυο ατομα θα λεγα.

από δω

(και μερικά παραδείγματα από δικού μου)

- Άραζε που λες το ανακριτικό τροχαίας κάθε βράδυ ακριβώς κάτω από το σπίτι μου, κάθε πρωί εν τω μεταξύ 5 η ώρα να κατεβαίνει κάποιος να πηγαίνει φούρνο για γλυκά... Και ένα πρωί με σταματάνε οι μπάτσοι και μου λένε, ρε παλικάρι, για γλυκά δεν πας; Πάρε μας κι εμάς κάτι μπουγάτσες μην τραβιόμαστε....
- Όχι ρε φίλε!
- Ναι ρε φίλε!
- Πω ρε φίλε, για ταινιάκι...

- Είδες τον καφετζή; Τι άτομο ρε συ... δεν έχει πει κουβέντα σε κανέναν ρε φίλε... - Είναι μουγκός...
- Για ταινιάκι ρε φίλε....

- Είχα πάει ρε μαν εκκλησία με τους δικούς μου και χάζευα πώς τα κεριά λιώνουν, και πέφτουν στην άμμο, και γινόταν ένα πράγμα πολύ σκαλωματικό... για ταινιάκι....

- Ρε μαλάκα, όταν τη χώρισε, αυτή πήγε και έβαλε τρία κιλά μπακαλιάρους πίσω από τη ντουλάπα του....
- Όχι ρε φίλος, για ταινιάκι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση δανεισμένη από το Ευαγγέλιο.

Η έκφραση κυριολεκτικά αναφέρεται εις τη αρμονία που επικρατεί στο σύμπαν. Η σλανγκ μετατροπή της, αφορά συνήθως σε αιθέριες υπάρξεις (ελαφρά ενδεδυμένες), που ομορφαίνουν το ανθρώπινο και ειδικότερα το αρσενικό σύμπαν. Για παράδειγμα η παραλία του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Ο θρησκόληπτος φυσιοδίφης θα παρατηρήσει μια πολύ ωραία ακτογραμμή. Ο κοινός θνητός θα παρατηρήσει την απουσία γραμμών εις τα σώματα των γύρω ενδημούντων θηλυκών. Και οι δύο θα αναφωνήσουν: Όλα εν σοφία εποίησε!

-Τι ήταν αυτό που πέρασε ρε Φάνη;
-Καινούρια μεταγραφή στη γειτονιά. Μένει απέναντι στον τρίτο. Χωρισμένη, έχει και ένα κοριτσάκι μικρό.
-Και κωλαράκι τούρλα, και βυζά τροφαντά, και προσωπάκι γλυκό, και περπάτημα λυγερό, και ψηλό κομμάτι.
-Ακριβώς, όλα εν σοφία εποίησε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε σε εκφράσεις υπερβολής, όπως επίσης και σε σχόλια που θέλουμε να υπερτονίσουμε την «ανυπαρξία» και την τραγικότητα ενός άνθρωπου από άποψη ένδυσης, εξωτερικής εμφάνισης, αλλά και αντίδρασης σε κάποια κατάσταση!

  1. Ρε μλκ, τον είδες αυτόν με τη ροζ παντόφλα, δεν υπάρχει ούτε στο google το παλικάρι!

  2. Είδες την γκόμενα που πέρασε τί βυζάρες είχε; Δεν υπάρχουν ούτε στο google!!!!

Δεν γουγλίζομαι άρα είμαι ανύπαρκτος (με την καλή έννοια) (από Khan, 18/12/12)Κάποια βυζιά, ωστόσο, υπάρχουν στο Google, βλ. παράδ. 2. (από Khan, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified