Greek kamakiσε τουρίστριες που δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε και ρωτάνε «what;»

βλ βιντεο

(από λεξικλάστης, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο αξίωμα της νύχτας παρά σλάνγκικη έκφραση (όχι ότι δεν λέγεται).

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το αξίωμα, οι πιθανότητες να γίνουν τρία καρφιά σε έξοδο είναι μηδαμινές καθ' ότι η σύνθεση και μόνο της ομάδας είναι απωθητική.

Εννοείται ότι από τρία μπακούρια και πάνω γίνεται ακόμα χειρότερη η κατάσταση και παραπέμπει στο λήμμα για μπάσκετ θα πάτε; (ή και για ποδόσφαιρο σε προχωρημένες καταστάσεις)

- ΠΣΚ θα πάμε Μύκονο με τα παιδιά.
- Ποιοι θα είστε;
- Εγώ, ο Σάκης και ο Τάκης.
- Καλά τρεις θα πάτε; Τρεις δεν έγιναν ποτέ ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.

  2. Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.

  3. Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.

  4. Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».

- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!

- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που άκουσα από στρατιώτη οδηγό Καναδέζας, όταν αντίκρυσε πανέμορφη νεαρά κορασίδα, να περπατά στο δρόμο με μίνι. Ως γνωστόν, όταν μεταλαμβάνουμε πίνουμε το αίμα του Κυρίου (κρασί) και τρώμε το σώμα του (ψωμί-μεταλαβιά). Η βέβηλη αυτή φράση αναφέρεται στην γυναικεία περίοδο, η οποία αν προέρχεται από πανέμορφη γυναίκα, φαντάζει ωσάν το κρασί της μετάληψης.

Πω πω κωλόψαρα, τι μουνί είναι αυτό που έρχεται... Αγάπη μου, πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθάνατη ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από την εποχή των 80ς και του σιδηρού παραπετάσματος. Την έλεγε Νεοέλληνας που είχε μόλις γυρίσει από την Σοβιετική Ένωση. Εννοούσε ότι η ανέχεια ήταν τόσο μεγάλη απ' την άλλη μεριά του σιδηρού παραπετάσματος, που είχανε ξεφύγει από τη νομισματική οικονομία και είχαν περάσει σε οικονομία ανταλλακτική ειδών, και μάλιστα πρωτευόντων ειδών, όπως η οδοντόκρεμα Κολινός, γνωστή παρακμιακή οδοντόκρεμα, που άκμασε στα 80ς. Τώρα ο Πούτιν προσπαθεί να βγάλει την Ρωσία από την εποχή Γιέλτσιν, αλλά η χαρρυκλυννική ατάκα χρησιμοποιείται ακόμη για χώρες-παραδείσους του σεξοτουρισμού.

Από φόρουμ:

Η αλήθεια είναι πως η φράση «κλέβω εκκλησία» που έχει τυποποιηθεί δεν είναι καθόλου τυχαία. Όσο ξεφτιλισμένος και να ήταν ένας Έλληνας κακοποιός, εκκλησία δεν έκλεβε.
Τώρα τα ... (σ.ς.: Αναφέρεται σε κατοίκους συμπαθους χώρας που δεν φταίει σε τίποτα) κλέβουν και ρόδα, και γριά παράλυτη, και πιτσιρίκι, και παστέλι άμα λάχει. Με κολινός βγάζεις γκόμενα. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο και κατηγορεί τους άλλους για ρατσισμό απλώς γίνεται ο ίδιος γελοίος. Αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως μέχρι την ώρα που θα τον κλέψουνε. Μετά αλλάζει φιλοσοφία.

Η Κολινός κι η γκόμενα. (από Dirty Talking, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκστομίζεται κυρίως από άντρες για να δηλώσουν ότι, ασχολούνται μεν με το ευγενές άθλημα του καμακίου, όχι όμως ιδιαίτερα σοβαρά αλλά περισσότερο για το παιχνίδι και τον τζέρτζελο της φάσης.

Τώρα υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων που έχουν λόγο να το κάνουν αυτό: είτε οι γλυκοτσούτσουνοι που έχουν κορεστεί και θέλουν να κάνουν ένα διαλειμματάκι, είτε (πειστικότερο) όσοι έχουν το φόβο της παντόφλας και δεν τους παίρνει το βίβερε περικολοζαμέντε.

- Μας έφεξε κολλητέ! Αυτή η μικρή μουνοθύελλα που μπούκαρε είναι η παρέα της αδερφής μου! Ζήτω το ξανθόν γένος! Πάω να τις φέρω κατά δω, να φάμε τίποτα.
- Φέρ' τες αλλά σού 'χω πει. Είμαι ακόμα στα μέλια με την δικιά μου και γουστάρω, θα κάνω μόνο παιχνίδι για χαβαλέ. Αυτήν την περίοδο κυνήγι δεν πάω, ψαροτούφεκο πάω. Άμα λάχει κρατάω και το φανάρι, δεν τρέχει μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified