Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.
Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.
- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!
Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.
Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.
- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!
Got a better definition? Add it!
Άλλη σχετική σχολή με τη ζαμπονοκοπτική!
--
Σλανγκεπιλογές σπουδών: Βοϊδοσχολή, Ι.Ε.Κ. Παραχαρακτικής, IEK Τάπερμαν, Πιπάντειος, Ρεμαλισμός, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, TΕΙ Κωλοπετεινίτσας, ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών, ΤΕΙ Φιλοσοφικής, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.
Got a better definition? Add it!
*=star
x=χι
/=διά
m=μου
Άρα σταρ-χί-δια-μου=
Στ' αρχίδια μου!
- Πόσο λες να βγάλεις;
- *x/m! Να περάσω μου φτάνει!
βλ. και *X/ΜΟΥ, στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς, στ' αρχίδια μου
Got a better definition? Add it!
Χρσιμοποιείται και ως αντιδιαστολή με το αξιολάτρευτη ή αξιαγάπητη. Αν η γυναίκα κριθεί ως αξιολάτρευτη αλλά όχι αξιαγάμητη, σημαίνει ότι είναι εντελώς απορριπτέα.
- Γνώρισα τη Χ, πολύ καλή κοπέλα!
- Αξιολάτρευτη ή αξιαγάμητη;
- Δυστυχώς απλά αξιολάτρευτη!
Got a better definition? Add it!
Mια αρχή που θεωρείται σπουδαία και εντυπωσιακή.
Πρώτο μοίρασμα και απευθείας φλος ρουαγιάλ; Φίλε έκανες αρχή μ' αρχίδια!
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.
-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.
Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.
Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.
(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)
Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.
Got a better definition? Add it!
Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.
Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.
(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol
Got a better definition? Add it!
Είναι ομοφυλόφιλος.
Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.
Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!
Got a better definition? Add it!