Selected tags

Further tags

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση βγαλμένη από σελίδα φβ.

Η απαξίωση μιας γκόμενας (συνήθως ψωνάρας) η οποία έχει τουπέ ή το παίζει ιστορία. Συνήθως το λέμε σε όσους/όσες είναι swag και είτε προσπαθούν να μας την πούνε, είτε τραβάνε ποζερίστηκες photos στο Φουμπού.

- Δεν ξέρεις με ποια μιλάς. Με μένα δεν παίζουνε αγοράκι μου. Έχω όποιον άντρα θέλω, όποτε θέλω.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Το ξέρεις ότι με θέλουνε πολλοί και με παρακαλάνε στο FB; Εγώ περιμένω τον άντρα gentleman, να έρχεται να με παίρνει απ' το σπίτι και να με κερνάει.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές, όταν στην συζήτηση αναφέρεται κάποιος κοινός γνωστός που όμως δεν ξέρουμε το επίθετό του και έχει συνηθισμένο όνομα (Μαρία, Γιώργος, Γιάννης), συνηθίζουμε να εστιάζουμε σε σωματικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος, το χρώμα μαλλιών ή ματιών κλπ για να τον / την περιγράψουμε.

Ενδιαφέρον είναι ότι παράλληλα με την περιγραφή κάνουμε και τις αντίστοιχες κινήσεις. Έτσι, όταν μιλάμε για κάποιον με χαρακτηριστικό ύψος, φέρνουμε το χέρι σε ένα ύψος και το κουνάμε προς τα πάνω / κάτω καθώς προφέρουμε τις λέξεις ψηλός / κοντός, αν έχει μούσι κάνουμε μία κίνηση σαν να χαϊδεύουμε την αόρατη γενειάδα μας, φέρνουμε το χέρι στο ύψος του λαιμού ή των ώμων για να δείξουμε το μήκος των μαλλιών.

Το πάχος, αν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του περί ου ο λόγος ατόμου, αποφεύγουμε να το αναφέρουμε και όταν το κάνουμε χρησιμοποιούμε ευπρεπείς εκφράσεις, όπως «εύσωμος» και «γεματούλης», ανοίγοντας τα χέρια ανάλογα με τον όγκο που θα έπιανε αν καθόταν στην θέση μας.

Όταν επιστρατεύουμε την αστειατορική μας διάθεση, αντί να πούμε τις παραπάνω ευφημιστικές εκφράσεις, ξεκινάμε αναφερόμενοι στο ύψος, κάνοντας την αντίστοιχη χειρονομία που όμως δεν σταματά και εξελίσσεται με χορογραφική χάρη στην χειρονομία που δηλώνει πάχος ενώ ταυτόχρονα λέμε το χρώμα μαλλιών.

Το κοντή ξανθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως δηλωτικό γκόμενας τόταλλυ ανφακάμπλ: αμ κοντή, αμ χοντρή αμ και ηλίθια.

  1. - Την ξέρω εγώ αυτήν την Αναστασία;
    - Την γνώρισες πέρσι... στο πάρτι του Γιώργου...
    - Α, καλά! Πού να θυμάμαι, 800 άτομα γνώρισα εκείνο το βράδυ!
    - Έλα ρε, είχατε πιάσει κουβεντούλα στην κουζίνα...
    - ...μμμ...
    - ...που δουλεύει με τον αδελφό του Κώστα...
    - ΑΑΑ! μία κοντή (χειρονομία) μελαχρινή; (χειρονομία)
    - Έλα ρε! Σταμάτα! Είναι πολύ καλό παιδί!
    - Είπα εγώ ότι δεν είναι;

  2. - Θα έρθεις το βράδυ απ' το σπίτι για φαγητό; Θα είναι και μία φίλη της Μαρίας.
    - Μπα, δεν έρχομαι, καμία κοντή ξανθιά θα είναι όπως την άλλη φορά.
    - Ε όχι και χοντρή η Ελένη! Ρε τι 'σαι συ ρε!

στο 0:25:45 «ένας ψηλός-μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ-προς το αδύνατο, με μία μουστάκα-ένα μουστακάκι» (από salina, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματική έκφραση, στο τελείωμα μιας πρότασης, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος:

  1. Δεν παίρνει στα σοβαρά, είναι χαλαρός με μια κατάσταση ή αδιαφορεί για ένα αντικείμενο.

  2. Αντιμετωπίζει με περίσσια ευκολία μια κατάσταση.

1α. - Παίζω πολλά χρόνια μπάσκετ... - Πας για πρωταθλητισμό ή παίζεις για τ' αρχίδια σου;

1β. - Καλά, ο μαλάκας ο Πέτρος το 'χει ρημάξει το αμάξι! - Αυτό είναι το παλιό ρε...το χει για τ' αρχίδια του...

  1. - Στον τελικό θα κερδίσεις όμως; - Ποιόν; Τον Σάκη; Αυτόν ρε τον έχω για τ' αρχίδια μου..!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που έχει κοιλιακούς τύπου εξαπάκετο, οπότε και καλούα είναι τόσο φέτες, ώστε μπορεί κανείς να παίξει τρίλιζα πάνω στην κοιλιά του. Κυριολεκτικά, βέβαια, θα χρειαζόταν εννιαπάκετο για να παίξει κανείς τρίλιζα, αλλά λέμε τώρα.

  1. Νομιζουν οτι ξερουν κ καθονται κ λιωνουν κ κανουν 4000 σετ κοιλιακους απο 400 κοιλιακους το καθε σετ τη μερα
    Κ μετα παν κ χτυπαν 2 γυρους... κ περιμενουν να φανουν οι κοιλιακοι
    Κ ο αλλος κανει 20 κοιλιακους τη μερα κ διατροφη κ παιζεις τριλιζα στην κοιλια του. (Εδώ).

  2. Εγώ τους λέω «κοιλιακούς-τρίλιζα», με τη λογική ότι είναι τόσο γραμμωμένοι που μπορείς να παίξεις τρίλιζα πάνω τους (Εδώ).

  3. Κλασσικο τουμπανο-τεζας ο οποιος δεν χανει ευκαιρια να δειξει οτι .. ναι κυριες μου .. παιζω τριλιζα στην κοιλια μου και εχω 15 τατουαζ ! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμαωδέρνουλας (όχι εγώ, η έκφραση το λέει), ο γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. Αλλά κυρίως χρησιμοποιείται με ευρύτατη έννοια για κάποιον ή κάτι που είναι πάρα πάρα πολύ καλός σε κάτι, σε ό,τι. Συνήθως λέγεται για αθλητικές ομάδες ή παίκτες, μουσικά συγκροτήματα- άλμπουμ ή τραγούδια, ταινίες, τέτοια πράματα.

  1. Ολο το album γαμάει. Το Dark City γαμάει μανούλες. Αυτή η μελωδία στο 4:40 ΠΟΣΟ ΓΑΜΑΕΙ ΠΙΑ!! Θα την τραγουδάω για πάντα. (Εδώ).

  2. ΤΑ ΚΑWASAKIA ΓΑΜΑΝΕ ΜΑΝΟΥΛΕΣ.... ΕΓΩ ΑΥΤΟ ΞΕΡΩ..... ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ....ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ... (Εδώ).

  3. ΤΟ ΜΠΑΤΜΑΝ ΡΗΤΕΡΝ ΟΒ ΔΕ ΝΤΑΡΚ ΝΑΗΤ ΓΑΜΑΕΙ ΜΑΝΕΣ
    ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΔΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. (Εδώ).

(από joe909, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ακραία απαξίωση και περιφρόνηση. Μάλιστα, το μέγεθος της δυσαρέσκειας που προκαλείται απο το υποκείμενο, το καθιστά άξιο θανάτου.

- Πω ρε μαλάκα... Κοίτα εκεί μια φτερού. Μεγάλη πούστρα!!
- Ναι ρε φίλε, γάμησέ τα... Για κούτα είναι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς έχ' γαβριάξ'.

Η απέλπιδα προσπάθεια κοπέλας ή ώριμης γυναίκας, να έρθει σε σεξουαλική επαφή, διότι έχει πάρα πολύ καιρό να συνουσιασθεί.

- Καλά ε! Η Σταυρούλα από τότε που την έστειλε ο Βαγγέλης, έχει τρελαθεί! Ψάχνεται απελπισμένα! - Άσε μαλάκα... Έχει γαβριάξ' για πούτσο η γκόμενα!

Δες και γαυρίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σου δοθεί χωρίς αντίτιμο, κοινώς το τζαμπέισον.

Χρησιμοποιείται και όταν κάποιος αποφεύγει να δώσει το αντίτιμο που του αναλογεί. Το άτομο αυτό λέγεται λαπατζής ή λαπαδόρος.

  1. - Άσε χτες πήγαμε στο μπαράκι δίπλα και δούλευε ο Νίκος. Ήπιαμε το σβέρκο μας και δε μας πήρε ούτε Ευρώ!
    - Πάλι λάπα τη βγάλατε δηλαδή; Κουφάλες!

  2. - Το βράδυ εννοείται πως θα πάμε στου Γιάννη για ταινία ε;
    - Όχι ρε φίλε δε το μπορώ το τύπο είναι πρηξαρχίδας
    - Πάς καλά ρε έχει λάπα φαΐ και μπύρες
    - Ε άμα είναι έτσι πάμε.

  3. - Που ρε φίλε θα πιούμε καφέ λάπα; Δεν έχω μία.
    - Πάμε στο Μπουρλότο Καφέ θα δουλεύει ο Σάκης τέτοια ώρα θα του πούμε να μας ξηγηθεί λάπα καφεδάκι.

  4. - Χτες πάλι γίναμε ηφαίστεια έτσι;
    - Άστα να πάνε ήταν πολλές οι βόντκες
    - Πλήρωσες πολλά;
    - Μπα ούτε ευρό, δεν ένιωθα και έφυγα λάπα.

  5. - Έλα ήρθαν τα σουβλάκια τεσσεράμισι ευρό έκαστος είναι
    - Πλήρωσε εσύ ρε τα δικά μου για να μη χαλάσω πεντάευρο
    - Τι να μη χαλάσεις πεντάευρο ρε καρναβάλι τεσσεράμισι ευρώ είναι; Πάλι λάπα θες να φας;

  6. - Θα τα πληρώσετε όλα μαζί η ο καθένας χωριστά;
    - Έλα μωρέ κράτα τα όλα από δω και θα τα βρούμε εμείς μεταξύ μας.
    - Άντε παιδιά εγώ τι κάνω τα λέμε αύριο για καφεδάκι πλατεία
    - Που πας ρε λαπαδόρε. Πλήρωσες το μερίδιο σου;
    - Α ναι ρε το ξέχασα.
    - Τι ξέχασες ρε νούμερο πριν εικοσιδύο δευτερόλεπτα πληρώσαμε. Κόψε τη λάπα με μας γιατί θα φας σφαλιάρες καμιά μέρα.

  7. - Καλά που ήσουν προχτές ρε που σε πήρα τηλέφωνο και είχε τόση φασαρία;
    - Είχα πάει στους Red Hot Chilly Peppers ρε!
    - Άντε ρε βρήκες εισιτήριο;
    - Ούτε καν ρε λάπα μπήκα μέσα.

  8. - Θα πάμε θάλασσα τη Κυριακή;
    - Ναι ρε εννοείτε!!!
    - Να πω και στο Μπάμπη;
    - Προφανώς και όχι ο τύπος είναι μεγάλος λαπατζής τρεις φορές το πήρα και δε κόλλησε ούτε ένα ευρό για βενζίνες. Για λάπα είναι πρώτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified