Selected tags

Further tags

Το λέμε για διπρόσωπο άνθρωπο που προσπαθεί να το παίξει κάπως, αλλά έχουμε μάθει πολύ καλά περί τίνος πρόκειται, και πόσο είναι πονηρός και ύπουλος. Έγινε και τραγούδι του Παντελή Παντελίδη.

Όσο δέρμα κι αν πετάξεις, χρυσαυγίτη δε θα αλλάξεις!

Παντελής διπροσωπία! (από Khan, 14/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική ατάκα από τα πρεζάκια που γυρεύουν χρήματα για τη δόση τους. Από το 2000 ανέβηκε προς τα πάνω σε ένα Ευρώ, αλλά το κατοστάρικο έχει μείνει στο μυαλό μας.

- Φίλε έχεις μήπως ένα κατοστάρικο για τη δόση μου;
- Και πού ξέρω εγώ ότι δεν θα πάρεις τυρόπιτα;

(από Khan, 14/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχικά και σωματικά εξασθενημένος συνήθως λέει βαράω φρίκες, ενέσεις, διάλυση κ.ά. Με λίγα λόγια βαριέται και μαλακίζεται ενοχλώντας όσους είναι γύρω του.

  2. Ενώ σε άλλες εκφράσεις μπορεί να εννοεί την μεγάλη ηλιθιότητα που διακατέχει ένα άτομο σε κάποια χρονική στιγμή.

  1. Σε πανεπιστήμια:
    - Επόμενη ώρα τι έχουμε ρε συ;
    - Ανθρωπολογία ρε τρελέ.
    - Πο γαμώ το κέρατο, δεν αντέχω ρε, βαράω φρίκες.

  2. Σε έναν δημόσιο χώρο το άτομο Β πετάει εν αγνοία του το φραπέ που είχε αφήσει το άτομο Α λίγο πιο πέρα απ το τραπέζι του με σκοπό να το πιει αργότερα.
    Α: Όπα ρε μεγάλε, τον καφέ γιατι τον πέταξες;
    Β: Δικός σου ήταν ρε ψηλέ;!
    Α: Καλά δικέ μου, βαράς φρίκες σήμερα, άσ' το.

Σύγκρινε: φρικάρω, τρώω φρίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για καθαρό φιάσκο.

Δεν είναι απλό να εξηγήσει κανείς σε ποιες περιστάσεις αρμόζει αυτή η έκφραση μιας και καλύπτει ένα εύρος από την απογοήτευση ενός αποτυχημένου «blind date» έως και το φτιάξιμο της Ομόνοιας. Χωρίς πολλά-πολλά είναι η κατάσταση που σου βγήκε σκάρτη.

  1. Πωπω δικέ μου εχθές βγήκα με την τύπισα που σου έλεγα από το ίντερνετ και δε μπορείς να φανταστείς για τί μπάζο μιλάμε, άσε άσε φόλα η δουλειά σου λέω.

2) Ρε ψηλέ πήγες και φτιάχτηκες απ' την Ομόνοια να πούμε;! Αφού ξέρεις ότι είναι φόλα η δουλειά εκεί να πούμε, σ' τα 'χω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των χαρτόμουτρων της δηλωτής. Είναι λίγο δύσκολη η περιγραφή. Χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν 3 φύλλα κάτω και ο πρώτος μαζεύει ένα, ο δεύτερος ρίχνει, ο πρώτος ξαναμαζεύει, και συνεχίζεται έτσι, οπότε αυτός που συνέχεια ρίχνει και δεν μαζεύει δεν μπορεί να στεριώσει μπάζα.

Χρησιμοποιείται και εκτός παιχνιδιού φυσικά. Όποτε κάποιος τον παίρνει συνεχώς, όποτε οι ατυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, η φράση «πίπα κώλο εμπλοκή» θα είναι εκεί για να ονομάσει ποιητικά την κατάσταση.

- Πάλι έχασες ρε;
- Άσε μας μωρέ με την κωλόμπα, 4 πόντους είχα στο χέρι και με πήγε πίπα κώλο εμπλοκή όλο το παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει αγριέψει πολύ λέμε «αυτός έχει κόψει καπίστρι».

Καπίστρια είναι τα λουριά που κρατούν το σαμάρι στο σώμα του γαϊδάρου.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς το παρεμπιπτόντως είναι πολύ πομπώδες και κάπως καθαρευουσιάνικο για να το πει ή να το γράψει κανείς σε ένα ανεπίσημο, χαλαρό, μαγκίτικο πλαίσιο, αν δεν ακολουθήσει κανείς την συνήθεια που ακολουθείται στο σλανγκρ να το λέμε παρεμπίπταμπλυ, τότε θα κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι και θα το πει παρεμπιφτού. Αλλιώς θα γράψει απλά btw ή βτς.

1. Παρεμπιφτού, είχε καταδικαστεί και για πλαστογραφία.

2. Παρεμπιφτού, οι μεγάλοι τόμοι έχουν και το εξής έτερο μειονέκτημα: πας να τους διαβάσεις στο τραπέζι του καφέ, και δεν στέκονται ανοιγμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτερεύον φορτίο (μικρό), συνήθως φαγητό, μικροπράγματα κ.λ.π., που μετέφεραν οι αγρότες με τα υποζύγια (γομάρια) μαζί με το κυρίως φορτίο, που ήταν φορτωμένο στις δύο πλευρές του ζώου. Το μισογόμι ήταν στον χώρο του σαμαριού ανάμεσα στο κύριο φορτίο στην πλάτη του ζώου. Μισογόμι ταξίδευαν και τα νήπια όταν δεν είχαν άνθρωπο να τα αφήσουν και τα έπαιρναν οι γονείς τους στα χωράφια όλη την ημέρα, σαν ολοήμερο νηπιαγωγείο ας πούμε.

Μεταφορικά λέγεται για κάποιον που βολεύεται και την βγάζει εκμεταλλευόμενος την προσπάθεια και φροντίδα άλλων, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια ή φροντίδα ο ίδιος, κατ' αναλογία των μικροφορτίων που μεταφέρονται με το κυρίως φορτίο, αφού ούτως ή άλλως το δρομολόγιο εκτελείται.

- Ρε φίλε, αυτός ο γείτονας όλη την ημέρα τεμπελιάζει, πώς ζεί;
- Την βγάζει μισογόμι στο σπίτι του αδελφού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified