Selected tags

Further tags

Τον κάνω κομματάκια, βλ. και λιάδα.

Θα σε κάνω κιμά... Τον έκανε κιμά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναζιάρα.

συνων. καθαρευουσιάνικο (νεολογισμός) ακίζομαι < ακίς = μύτη βελόνας. Κάποια που κάνει σαν να την τσιμπάνε συνέχεια βελόνες.

Από το αγγίζω.

Όλο κόλπα και κουνήματα είναι... πολύ γκιάξε με Γιάννη, γκιάξε με...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.

Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.

Συνων. αλοιφή.

Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει την ανεπηρέαστη κατεύθυνση ατόμου προς έναν προορισμό.

Τον προορισμό αυτόν του ατόμου μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως απτό (π.χ. η κουζίνα, η Καλαμάτα, το παραθυρόφυλλο κ.α., παρ. 1.) ή νοητό (π.χ. μια ιδεολογία, μια κατάσταση κ.α., παρ. 2.), αλλά σε κάθε περίπτωση θα τον διανύσει με απόλυτη βεβαιότητα, ανεξάρτητα αν είναι σωστός.

Χαρακτηριστική είναι η εικόνα συνοφρυωμένου ατόμου, που εμπίπτει στον ορισμό, να έχει χαράξει πορεία με μεγάλα και βιαστικά βήματα, βυθισμένο στις σκέψεις του και βλέμμα στραμμένο στο έδαφος (πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να τουμπίσει σε καμιά κολόνα).

Απ' την άλλη, χωρίς να παίρνω και όρκο, ενδέχεται να έχει και την έννοια του κόβω καπίστρι ή του έκοψε την άλυσο.

*Το αζιμούθιοεδώ) είναι κάποιος ναυτικός όρος που βοηθάει στον καθορισμό ή και την εύρεση μιας θέσης πάνω στο σφαιρικό στερέωμα της γης με βάση τον ουρανό (απ' ό,τι κατάλαβα).

  1. - Ρε 'συ! που πάει αυτός από 'κεί;
    - Μανώωωωλ'! πού πα ρεεε; από 'κεί είν' η έξοδος!
    - Καλά! πάει αυτός, έχει κόψει αζιμούθιο!

  2. - Τι εννοείς δεν παίρνει από λόγια; δεν σου 'πα να του πεις ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πλάκα;
    - Λες να μη του το 'πα ρε μαλάκα; έχει κόψει αζιμούθιο όμως και δε καταλαβαίνει τίποτα! λες και δεν τον ξέρεις τώρα κι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε για να επιστήσουμε την προσοχή και να προκαλέσουμε εγρήγορση σε κάποιον που δείχνει μακάρια αδιαφορία για θέματα που θα έπρεπε να τον ενδιαφέρουν.
Όποιος δηλαδή σφυρίζει αμέριμνα, αγοράζει αγρόν ή το παίζει τρελίτσα αντί να αγωνίζεται, θα το βρει μπροστά του και θα πληρώσει βαρύ τίμημα (που συμβολίζεται με τον γυμνό, απροστάτευτο κώλο).

Συνώνυμο (περίπου): Των οικιών ημών εμπιπραμένων, υμείς άδετε.

- Τώρα είναι η ώρα για συνδικαλιστικούς αγώνες και συλλογική δράση. Καλός ο καναπές και το λαπ-τοπ, αλλά ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο το «καλό παρεάκι» μαζεμένο... Η φράση χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κακόφημου μέρους συνάθροισης λόγω του «αμφιβόλου ποιόντος» των συνδαιτυμόνων που το παρευρίσκονται. Χρησιμοποιείται ομοίως με το Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα.

Σιγά μην πάμε στο «PLAY» ρε για μπιλιάρδο. Εκεί μαζεύεται ο κλέφτης, ο φονιάς και ο γιος του σκοτωμένου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πονηρή αυτή παρομοίωση χρησιμοποιείται για γυναίκες που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και υποδηλώνει τη συχνή πράξη στοματικού έρωτα. Με τον όρο «σπαθί» τονίζεται η μεγάλη διεισδυτικότητα του ανδρικού φαλλού στον στοματικό φάρυγγα.

Αυτή η Πόπη τόσα χρόνια από δω κι από κει πάει. Έχει καταπιεί κάτι σπαθιά...

παλαιοπόρνη! (από MXΣ, 23/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή θυμοσοφία που ταιριάζει σε περιπτώσεις όπου κάποιος άνδρας οδηγείται στην καταστροφή λόγω των σεξουαλικών παθών του, είτε αυτά είναι στρέιτ (μουνολιγούρα), είτε γκέι (αδελφάτο).

Το κάτω κεφάλι ή βάλανος του πέους, δηλαδή, ως συνώνυμο της σεξουαλικής ηδονής, παίρνει στο λαιμό του (ή στην αύλακά του) και παρασύρει στην καταστροφή ολόκληρο το άτομο όταν οδηγεί σε:

  • παρέκκλιση από τις αποδεκτές από την κοινωνία νόρμες τρόπου ζωής, που δεν συμβαδίζουν με ορισμένες θέσεις ή αξιώματα, π.χ. η περίπτωση ιερωμένων, πολιτικών (π.χ. ο τ. πρωθυπουργός του Ισραήλ Μοσέ Κατσάβ, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Αρν. Σβαρτσενέγκερ κ.λπ.) ή πρόσφατα μεγαλοτραπεζίτη (Sodominique Strauss Khan),
  • μεγάλη οικονομική αφαίμαξη, που συναντούμε ειδικά σε περιπτώσεις μουνοδουλίασης, π.χ. ακριβά δώρα, ταξίδια ή άλλα γούστα,
  • υπερβολική απομύζηση των φυσικών δυνάμεων του ατόμου, όπως συνέβη με αθλητές π.χ. οι ποδοσφαιριστές Κριστιάν Βιέρι και ο δικός μας Χρ. Κωστής,
  • μετάδοση σεξουαλικών νοσημάτων, π.χ. (παλαιότερα) η σύφιλη (τρεπόνημα το ωχρό), με γνωστότερα θύματά τους Βλ. Λένιν, Μουσταφά Κεμάλ, Μάο Τσε Τουνγκ κ.ά.

— Καλά, δεν τού 'πε κανείς να προσέχει πού βάζει την υπογραφή του και το πουλί του; Καλά ξεμπερδέματα τώρα που τον μπουζουριάσανε! — Εμ, νά 'τανε κι ο πρώτος; Το κάτω κεφάλι τρώει τ' απάνω, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός - υπεκφυγή, τον οποίον χρησιμοποιούμε για κάποιον όταν μας ρωτάνε τι λέει σαν εμφάνιση και δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν βλέπεται, επειδή είναι αξιόλογος άνθρωπος ή επειδή είναι φίλος / -η. Βλ. και συμπαθητικός.

Έχει τύπο = έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα που σε κάνει να παραγνωρίζεις την ασχήμια του/της.

Σεβεντίλα προς εϊτίλα κι αυτό.

- Καλή η φίλη σου;
- Εμμμ, ...
- Άσε, κατάλαβα. Έχει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified