Selected tags

Further tags

Κλασική, ελαφρώς τιραμισουρεαλιστική έκφραση, όπου το Υ μπορεί να είναι οτιδήποτε, όπως τσίχλες, τσιγάρα, εφημερίδα, σουβλάκια, γκαζόζες, πατάκια, νερό, προς νερού και δεν συμμαζεύεται.

Το λέμε σε περιπτώσεις όπου κάποιος -ο Χ στην προκειμένη- πετάχτηκε κάπου μισό (και καλά), συνήθως για να αγοράσει κάτι και έχει αργήσει πολύ να επιστρέψει. Υποθέτουμε έτσι, ότι κάτι ανεξήγητο του συνέβη για να καθηστερήσει τόσο, όπως αυτή καθεαυτή η μεταμόρφωση του ιδίου στο αντικείμενο για το οποίο κίνησε εξ αρχής.

- Που χάθηκε ρε συ ο Τάκης;
- Έλα μου ντε! Για τσιγάρα πήγε και τσιγάρα έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτικά (Παρ.1). Ως αυτούσια φράση χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος χάσκει ή απλώς κοιτά επιμόνως κάτι ή κάποιον, για να του υπενθυμιστεί πως είναι αγενές ή πως μπορεί να τραβήξει την προσοχή επάνω του (Παρ.2).

Έχει επίσης και την παρεμφερή σημασία «μη βεβιασμένα» ή και «φυσικά». Με αυτήν την έννοια περιγράφει πολύ συχνά σινιάλα τα οποία είναι σημαντικό να μη γίνουν πολύ εμφανή λόγω υπερβάλλοντος ζήλου (Παρ.3). Τέλος, μπορεί να σημαίνει απλώς «προσεκτικά» (Παρ.4).

  1. Και που λες, πλησιάζω με τρόπο, να ακούσω τι λένε...

  2. - Ρε συ, για κοίτα τον αυτόν εκεί. Πόσο τόφαλος μπορεί να είναι; (απότομο γύρισμα του κεφαλιού, άνοιγμα στόματος, βλέμμα της αγελάδας που βλέπει τα τρένα να περνούν στραμμένο προς τον περί ου ο λόγος παχύσαρκο):
    - Με τρόπο, ρε, μη γίνουμε ρεζίλι...

  3. Λοιπόν, όπως είπαμε, μόλις τον δεις να έρχεται, βήξε, αλλά με τρόπο, ε; Όχι σαν φυματικός...

  4. Για άνοιξε την πόρτα με τρόπο, να δούμε, έφυγε το κοπρόσκυλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγαπόντης, μικροαπατεώνας, ασταθής, άτομο στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη

Αρχικά ήταν ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι μάζευαν προσφορές. Η αρνητική σημασία δόθηκε στη λέξη διότι τελικώς κατάντησαν απατεώνες και καταχραστές των προσφορών.

Βλέπε κουρμπέτι, μπαταξής.

Είναι αγύρτης. Μην τον εμπιστεύεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άσχετος, δεν ξέρω τι κάνετε εσείς εδώ στην πόλη, ούτε και να με ρωτήσετε, εγώ δεν ξέρω απ' αυτά, και δεν θέλω να ξέρω, γιατί στο χωριό μου δεν τα έχουμε / δεν τα κάνουμε, δεν είμαστε διεφθαρμένοι.

Έκφραση που βαστά από την εποχή που η ελληνική πόλη το έπαιζε αριστοκρατία απέναντι στην επαρχία, και ο μη αστός, ο χωριάτης κυρίως, αφενός κομπλεξαριζόταν, αφετέρου όμως διέκρινε κάποιες αξίες του που δεν τις έβλεπε να διατηρούνται στην πόλη, και ως εκ τούτου αμυνόταν προτάσσοντάς τες.

Τώρα πια το λέμε για να κάνουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα και να τραβήξουμε την ουρά μας απ' έξω.

  1. Είμαι ασυμβίβαστος, ελεύθερος κι αλάνης,
    το νοικοκυριό μου, κεραμιδαρειό,
    τα μπερδεματάκια και τις πλάκες που μου κάνεις,
    τζάμπα μου τα κάνεις, είμαι από χωριό.

«Είμαι από χωριό»
Στίχοι: Άκης Πάνου
Μουσική: Άκης Πάνου
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Μενιδιάτης

  1. Εγώ είμαι από χωριό! Δεν είδα, δεν ξέρω! Σύ είπας! (από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον ο οποίος σκάει αναπάντεχα νωρίς το πρωί, ή τεσπα σε ώρα κατά την οποία ξέρουμε ότι συνήθως κοιμάται. Άρα το μόνο που μπορεί να τον ξύπνησε είναι το να έχει πέσει από το στρώμα.

Παλιό, παμπάλαιο, τ. μπήκε στο πλύσιμο ή με το αριστερό σηκώθηκες; κλπ.

7:00 πμ, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Τάκης που συνήθως ξυπνάει μετά τις 12. - Έλα, ο Τάκης είμαι...
- Ωπ, τι έγινε ρε ψηλέ, έπεσες από το στρώμα;
- Όχι, πρέπει να πάω εφορία, έρχεσαι για παρέα;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί σου που δεν σε νοιάζεται ή που θέλει να σε ξεφορτωθεί, όταν γεράσεις, αντί να σε φροντίζει και να σε προστατεύει, θα κάνει τα πάντα για να σε ξεκάνει καταλάθος ή ξεπίτηδες. Αντί να σε καθίζει στη σκιά να δροσίζεσαι, θα σε παρατά στον ήλιο να τα τινάξεις μια ώρα αρχύτερα. Και άλλα παρόμοια.

Το άκουσα από Καλάβρυτα μεριά και υποτίθεται ότι το λένε κι άλλοι κειδαπανά.

- Ε, εσύ τουλάχιστον έχεις μια κόρη να σε γηροκομήσει.
- Ποια, η Κατερίνα; Καλέ αυτή θα με παίρνει από τη σκιά και θα μ' αφήνει στον ήλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι.

Σε εκφράσεις όπως: τρέχω και καμώνομαι, παλεύω και καμώνομαι, Τί να κάνω; Καμώνομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified