Selected tags

Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.

  1. - Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
    - Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
    - Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.

  2. - Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
    - Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.

(από HardcoreGR, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάση όπου κάποιος «δεν νιώθει», δηλαδή δεν παίρνει από λόγια ή κάνει / λέει μαλακίες.

- Ρε τι είναι αυτό που κρέμεται απ΄το αμάξι της γκόμενας;
- Ωχ! Ρε το ζώον έφυγε και ξήλωσε μαζί της την μάνικα απ' το βενζινάδικο!
- Ανιωθίλα τελείως!

(από HardcoreGR, 16/05/11)(από patsis, 18/03/12)

Βλ. και άνοιωστος, άνιωθος, νιώθω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια μπάνιο αποτελεί άλλο version της έκφραση τον ήπια και χρησιμοποιείται κυρίως από τους κατοίκους της περιοχής του Πικερμίου. Φημολογείται ότι ξεκίνησε τη δεκαετία του 70, όταν και στο Πικέρμι δεν υπήρχε ζεστό νερό και θερμοσίφωνες.

Πλέον έχει διττή σημασία, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακριβώς όπως την έκφραση «τον ήπια», αλλά και όταν «τον πίνεις» λόγω κρύου.

  1. Άσε, στη δουλειά σήμερα τον πίνω μπάνιο...

  2. Πω Πω... φίλε πήγα για surf και από το κρύο τον ήπια μπάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.

Συνώνυμα: Λόγια βαριά.

  1. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μεταξύ τους και στη συνέχεια έγιναν μαλλιά κουβάρια.
  2. Στέλιος: ...κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά ρίχτα όπως κι εγώ στη φωτιά...
  3. Τον στόλισε με βαριές κουβέντες

(από Khan, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», αλλά στο πιο νησιώτικό του... Τα στοιχήματα και τα παχιά λόγια σε σχέση με την κολύμβηση, τις αποστάσεις και τις αντοχές ήταν και είναι πολύ κοινά στα νησιά.

Ο χρήστης αρνείται να πειστεί στα λόγια κάποιου που υπόσχεται πάρα πολλά, αλλά ακόμα δεν έχει δείξει τίποτα.

«Για’δε» = Για δες, άκου, πρόσεξέ με.

Ο «κολυμπητής» εν προκειμένω δεν είναι απλά κάποιος που κολυμπάει, αλλά τίτλος τιμής που απονέμεται σε αυτόν που έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πράξη, άρα εννοεί αυτά που υπόσχεται περί κολυμβητικών επιδόσεων. Δεν είναι «λογάς», δεν «παίζει» και γι’ αυτό διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους που λένε ότι είναι κολυμβητές, αλλά στην ουσία παίζουν.

Αντίστοιχα, ο «ψαράς» στα νησιά δεν είναι απλά κάποιος που αγόρασε ένα καλάμι, αλλά αυτός που έχει επενδύσει χρόνο και χρήμα στο χόμπι του, το έχει πάρει σοβαρά και θα μπορούσε να ζει απ’ αυτό. Κοινώς έχει πιάσει το νόημα.

«Άμαν έβγει απέ τη θάλασσα» = αφού ολοκληρώσει το task κι εξακολουθεί να είναι σε καλή κατάσταση. Το άμαν είναι επίσης ενδιαφέρον. Κατά παρέκκλιση του κανόνα για τη χρήση του τελικού «νι» που αφορά σε άρθρα κτλ εδώ εφαρμόζεται σε σύνδεσμο. Πολύ κοινό στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

«Τον εβλέπεις» = τον παραδέχεσαι, του αναγνωρίζεις την αξία που ισχυρίστηκε ο ίδιος ή άλλοι ότι έχει.

Γερόντια σε καφετέρια:

Γεράσιμος: -Έναν σκέτο ελληνικό... Θέλω γλυκό, αλλά θα μ’ ανέβει το ζάχαρο στα ύψη... :( Πολυξένη: - Να σου λείπουν τα γλυκά Γεράσιμε. Για μένα ένα υποβρύχιο, μια ψυχή που ’ναι να βγει...
Περίανδρος: -Εγώ θα πάρω το μπανάνα σπιλτ με τρεις μπάλες παγωτό, σαντιγές και τα ρέστα!
Πολυξένη: - Μπράβο κουράγια Περίανδρε! ’α το κατηφέρεις;
Περίανδρος: -Θα του γαμήσω τη μάνα!
Γεράσιμος: -Για΄δε και τον κολυμπητή, άμαν έβγει απέ τη θάλασσα τον εβλέπεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδεται σε άτομα που δώσανε ό,τι είχανε και είναι πλέον άχρηστοι. Τα άτομα αυτά θέλουν αντικατάσταση, όπως ακριβώς τα χρησιμοποιημένα λάστιχα ενός αυτοκινήτου. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε γυναίκες, ποδοσφαιριστές, κτλ.

  1. Άσε την Πόπη και βρες καμία πιτσιρίκα. Αυτή είναι καμένο λάστιχο.

  2. Στο μαγαζί σου να προσλάβεις πωλήτριες με προσόντα και προπάντων να είναι μικρές σε ηλικία. Μην προσλάβεις καμία 50άρα... Αυτή είναι καμένο λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση - απορία ελαφράς αγανάκτησης σχετικά με μια αναπάντεχη και κάπως ανεπιθύμητη επίσκεψη ή τηλέφώνημα κατά τις πολύ πρωινές ώρες. Πέρα από τη δυσφορία, η έκφραση αυτή υπονοεί, κάπως χιουμοριστικά, ότι η ιδέα για την απρόσμενη επαφή τόσο νωρίς δε θα μπορούσε να έχει άλλη προέλευση από ένα θεόσταλτο ίσως όνειρο στον ύπνο εκείνου που την πραγματοποίησε.

- Έαε... καλημέρα. Πάμε για καφέ;
- Καλά, στον ύπνο σου με έβλεπες; Εφτά παρά είναι ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έλεγε ο πατέρας μιας φίλης για να σχολιάσει τη γυναίκα του. Μια κατά τα άλλα καταπληκτική κυρία σε πρώτη επαφή, όμορφη, ευγενική, γλυκομίλητη με τους ξένους, περιποιητική... Αυτά σε πρώτη επαφή γιατί στην πραγματικότητα και όταν τη γνώριζες λίγο παραπάνω, ήταν ακριβώς το αντίθετο. Γκρινιάρα, κακιά, τσιγκούνα κ.λπ.

Ο σύζυγος στην πανέμορφη γυναίκα του που του «έχει βγάλει την ψυχή» στην γκρίνια:
- Όποιος σε βλέπει χαίρεται κι όποιος σε ξέρει κλαίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified