Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)
Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».
Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)
Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».
Got a better definition? Add it!
Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.
Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.
Got a better definition? Add it!
O λωλός είναι ένα από τα καλύτερα δολώματα για μεγάλα λαβράκια και τσιπούρες. Πρόκειται για δελεαστικότατο μεζέ, αφού τα ψάρια τον βλέπουν ακόμη και τη νύχτα, κάποια τμήματά του φωσφορίζουν.
O λωλός φτιάχνεται από χταπόδι.
Φτιάχνουμε έναν ωραίο λωλό και είναι έτοιμος να δολωθεί με πολυάγκιστρο.
Got a better definition? Add it!
Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.
Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.
Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.
Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.
από το γαλλικό vis-à-vis
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).
Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα για τις ανάγκες τους, ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν σε τίποτα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα και τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, οι οπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθώς ήταν, άναψαν και του είπαν πως: Αν δε μας τακτοποίησεις στα γρήγορα θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας (όπλα της εποχής) και το λουλά μας και θα τα στήσουμε στο πέρασμα των Αναπλιού, οποίος πλούσιους θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα.
Καλά ρε, αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ο Παντελής του εξηγεί ότι δεν γίνεται κι ο Μήτσος δεν καταλαβαίνει... Τι να λέμε. Αυτοί οι δύο είναι είναι Άρτζι Μπούρτζι και ο λουλάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη ασίκης είναι Τούρκικη (αραβική ασικλ= εραστής) και η αρχική της σημασία δεν είναι απλά νέος εύσωμος και εύψυχος, σχεδόν σύνωνυμος του λεβέντης, αλλά εραστής, αγαπητικός (ασίκ). Τη λέξη αυτή συχνά τη χρησιμοποιούν μαζί με την επίσης τουρκική καραμπουζουκλής, αλλά η λέξη αυτή έχει κακιά σημασία και δεν ταιριάζει με το ασίκης.
- Τι έγινε ρε φίλε μου, βλέπω ο Παυλάκης όλο τη φλερτάρει τη Λενιώ... (που τη θέλω εγώ )
- Ναι μωρέ, άστονε την έχει δει πολύ ασίκης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται χαιρέκακα για κάποιον ο οποίος αφού πούλησε μαγκιά ως μάγκας και νταής και μπούλης (με την αμερικλάνικη σημασία), δεν πέτυχε τον όποιο αντικειμενικό του στόχο, οπότε έμεινε μόνο με την μαγκιά του. Σημάδι ίσως ότι η μαγκιά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις στη σύγχρονη κενωνία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι πολύ καλύτερο να σου μείνει η μαγκιά παρά να σου φύγει η μαγκιά. (Παρεμπιπτόντως το του έμεινε η μαγκιά δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, λιγότερα από το του έφυγε η μαγκιά).
είναι φως φανάρι ότι τους έμεινε μόνο η μαγκιά… οπότε ας μην τους “διαφημίσουμε”. ... (Εδώ).
Με βάση την τραγικότατη φράση «του έμεινε η μαγκιά» μπορούμε ίσως να αντιμετωπίζουμε τη μαγκιά ως ένα είδος «κεφαλαίου» (αρχικά «ψυχολογικού», μετά κοινωνικού) το οποίο συμπλέκεται με τα άλλα είδη «κεφαλαίου» - μορφωτικό-πολιτισμικό, κοινωνικό, και υλικό πλούτο. [...]
Οι μαγκιώροι των σχολείων συνήθως τα πάνε σκατά, εκτός κι αν είναι πλούσιοι, ή αν διοχετεύσουν τη μαγκιά στο σώμα/αθλητισμό (νωρίς, ή όντως αργότερα, στα σιδεράδικα). Αλλιώς τους μένει η μαγκιά και στρέφονται σε σχετικώς κακοπληρωμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα.
Τραγική περίπτωση όσα παιδιά μαγκεύουν εξ αντανακλάσεως (δηλαδή, αλητεύουν επειδή δεν είναι καλοί μαθητές), που προσκολλώνται στο νταηλίκι και μετά το σχολείο δεν τους μένει ούτε η μαγκιά ούτε έχουν προοπτικές μορφωτικές (και συνήθως ακολουθούν τους ξοφλημένους νταήδες σε σχετικώς κακοπληρωμένα επαγγέλματα).
[...] Τραγική επίσης περίπτωση όσοι είναι και φτωχοί και αποτυχημένοι μάγκες και σκράπες και ψιλοάσχημοι, οι οποίοι καταντούν έως και πρέζακες.
(Χαλικούτης εδώ).
Got a better definition? Add it!
Προτροπή για κάποιον που μας φέρθηκε χωρίς τον δέοντα σεβασμό, του το λέμε με κόσμιο τρόπο. Δηλαδή να πάει να κάνει σεξ, ή ότι έχει κάνει σεξ.
Κάτι σαν λογοπαίγνιο, επειδή δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε ύβρεις (ξεκάθαρο αυτό). Κάτι παρεμφερές του ''αν δεν σου αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις''.
Λοιπόν, που λες, φίλε Λάκη... Πλύσου, ντύσου και θα το φχαριστηθείς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified