Selected tags

Further tags

Γνωστή φράση, η οποία προέρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και υποδηλώνει ό,τι σήμερα ονομάζουμε «μέσο» ή «βύσμα». Προέκυψε από κάποιον πασά της Τρίπολης που για να ευχαριστήσει έναν συγγενή του, που τον είχε βοηθήσει σε προσωπικές του υποθέσεις, τον έχρισε μπέη στην Κορώνη. Ο μπέης, με τη σειρά του, λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ του Πασά και του τοπικού πληθυσμού, με άλλα λόγια ήταν ο φορέας των πελατειακών σχέσεων.

- Άκουσες τα νέα; Ο Νίκος απολύθηκε από την Ιντρακόμ και ψάχνει για δουλειά.
- Αστειεύεσαι; Σιγά να μην τον νοιάζει, ο τύπος ρε έχει Μπάρμπα στην Κορώνη, πώς νομίζεις ότι είχε μπει εκεί; Σε ένα μήνα θα έχει βολευτεί, μην ανησυχείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται μόνο για μία από τις χιλιάδες εκφράσεις που έχουνε επινοήσει οι Έλληνες για να ρωτήσουν άλλοτε διακριτικά, άλλοτε χιουμοριστικά για το αν κάποιος /-α άλλος /-η είναι ομοφυλόφιλος /-η.

Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιούνται αντί κοσμητικών επιθέτων (πούστης, γαμιούνται κλπ.).

Έχουμε λοιπόν μια παρακαταθήκη μεγάλης αξίας με παραλλαγές της φράσης «τρίβεις το πιπέρι» (ασφαλώς προϊόν των ΜΜΕ)

Τα ακόλουθα είναι μόνο ένα μικρό δείγμα.

Βάζεις το ταψί στο φούρνο; Βγάζεις νερό από το πηγάδι; Βουτάς τον κολιό στο λάδι; Γρασάρεις τα έμβολα; Μπαίνει η βάρκα στο λιμάνι; Μπαίνει η κάλτσα στο συρτάρι; Μπαίνει ο σύρτης; Μπαίνει το εκλεράκι στο ταψί; Μπήκε το λίπασμα στη γλάστρα; Πέφτει κρέμα στο γαλακτομπούρεκο; Τα αλατίζεις τα τουρσάκια; Τα αλλάζεις τα λάδια; Τα σπας τα μπετά; Τη ρουφάς τη γρανίτα; Την αλείφεις την μαρμελάδα; Την αλείφεις την μερέντα; Την ανάβεις τη λαμπάδα; Την ανοίγεις την γεώτρηση; Την απλώνεις την μπουγάδα; Την απλώνεις την σφολιάτα; Την αρμέγεις την αγελάδα; Την αρμέγεις τη σαύρα; Την βάζεις καρφωτή την πέμπτη; Την βιδώνεις την τουλούμπα; Την βουτάς την βανίλια; Την γυρνάς την μπετονιέρα; Την γυρνάς την φρυγανιά; Την δουλεύεις την αντλία; Την έβαλες την μπεσαμέλ στο παστίτσιο; Την ξεφλουδίζεις την μπανάνα; Την ξυρίζεις την κότα; Την καθαρίζεις την πατάτα; Την καις την ασφάλεια; Την κουνάς την αχλαδιά; Την κουνάς την καμπάνα; Την κουνάς την παπαρδέλα; Την κουρεύεις την κότα; Την μαδάς την μαργαρίτα; Την μελώνεις την τηγανίτα; Την μελώνεις την τουλούμπα; Την παίζεις την φλογέρα; Την παπαριάζεις την αγγουροσαλάτα με ψωμί ολικής αλέσεως; Την πατάς την γάτα; Την πατάς την κατσαρίδα; Την πιέζεις την μπατονέτα; Την ποτίζεις την γλάστρα; Την σαλιώνεις την πιπίλα; Την σαλιώνεις την τρίχα; Την σπας την φτερούγα; Την στίβεις την ελιά; Την στίβεις την σουπιά; Την σφίγγεις την τανάλια; Την τινάζεις την αμυγδαλιά; Την τινάζεις τη φέτα; Την τρίβεις την λαμπάδα; Την τρως την γομολάστιχα; Την τρως την ντρίπλα; Την χαλαρώνεις την βαλβίδα; Τις μαζεύεις τις ελιές; Τις μελώνεις τις δίπλες; Τις παίζεις τις χορδές; Τις σιγοβράζεις τις φακές; Το αλατίζεις το πιπέρι; Το αλευρώνεις το μπαρμπούνι; Το γεμίζεις το παστίτσιο; Το δαγκώνεις το μπουρίτο; Το δονάς το κινητό; Το εξαερώνεις το καλοριφέρ; Το ζυμώνεις το τσουρέκι; Το ξεφλουδίζεις το ακτινίδιο; Το ξυρίζεις το φραγκόσυκο; Το λαδώνεις το G3; Το ξεσκονίζεις το σκρίνιο; Το ξετυλίγεις το πηνίο; Το ξύνεις το καρότο; Το καβουρδίζεις το αμύγδαλο; Το «καις» το CD;
Το κάνεις γιρλάντα το μουστάκι; Το κουρεύεις το γκαζόν; Το λαμβάνεις το SMS; Το μπουκώνεις το πιροσκί; Το παίζεις το κομπολόι; Το ραντίζεις το οικόπεδο; Το ρουφάς το αυγό; Το ρουφάς το κανελλόνι; To ρουφάς το τρομπόνι; Το σηκώνεις το ράσο; Το σουβλίζεις το αρνί; Το στραγγαλίζεις το γιαούρτι; Το συνδέεις το scart; Το σφυρίζεις το πέναλτι; Το τηγανίζεις το σκορδόψωμο; Το τινάζεις το θερμόμετρο; Το τινάζεις το λάστιχο; Το τινάζεις το χαλί; Το τραβάς το καζανάκι; Το τραβάς το χειρόφρενο; Το τροχίζεις το αμόνι; Το τρως το σαγανάκι; Το τσεπώνεις το πουρμπουάρ; Το τυλίγεις το σουβλάκι; Το φέρνεις βόλτες το καβούρι; Το χαϊδεύεις το ανακόντα; Το χαϊδεύεις το γατάκι; Τον αλλάζεις το φελλό; Τον αρμέγεις τον ταύρο; Τον βάζεις τον φορτιστή στην πρίζα; Τον εκτοξεύεις τον πύραυλο; Toν λιμάρεις τον ξιφία; Τον πνίγεις τον φουνταριστό; Τον σκαλίζεις τον κήπο; Τον τηγανίζεις το σπάρο; Τον φιστικωνεις τον μπακλαβά; Το αλείφεις το βούτυρο; Το ασβεστώνεις το σπίτι; Το γλύφεις το πινέλο; Το γυαλίζεις το καρότο; Το γυαλίζεις το λουστρίνι; Το γυρίζεις το μπιφτέκι; Το γυρίζεις το ταξίμετρο; Το δέρνεις το πιθίκι; Το έριξες το μανίκι; Το ζουλάς το ακτινίδιο; Το ζυγίζεις το λουκουμάκι; Το ζυγίζεις το σύκο; Το θερίζεις το χωράφι; Το ξεδιπλώνεις το κοκορέτσι; Το ξεχωρίζεις το κυδώνι; Το ξύνεις το καρότο; Το ξυρίζεις το κουνάβι; Tο καθαρίζεις το αγγούρι; Το κανελώνεις το ρυζόγαλο; Το κλείνεις το πατζουρόφυλλο; Το λαδώνεις το σαζμάν; Το λέμε το ποίημα; Το μαστιγώνεις το δελφίνι; Το πάμε το γράμμα; Το πεταλώνεις το άλογο; Το πνίγεις το κουνέλι; Το πνίγεις το ποντίκι; Το πλέκεις το καπέλο; Το ρουφάς το κανελόνι; Το σερβίρεις το παστάκι; Το σηκώνουμε το σακάκι; Το σκάμε το δυναμιτάκι; Το στίβεις το βερίκοκο; Το στραγγίζεις το καταϊφι; Το στρίβεις το παξιμάδι; Το σφίγγεις το αυγό; Το σφίγγεις το ξινόμηλο; Το σφουγγαρίζεις το σαλόνι; Το τινάζεις το μαξιλάρι; Το τινάζεις το χαλί; Το τινάζεις το χταπόδι; Το τρίβεις το πιπέρι; Το τρως το μυδοπίλαφο; Το τσιγαρίζεις το κοτόπουλο; Το τυλίγεις το φίδι; Το τυλίγεις το πούρο; Το πνίγεις το κουνέλι; Το στρίβεις το πόμολο; Το σφίγγεις το μπουλόνι; Το φοράς το κιμόνο; Το χτενίζεις το καταϊφι; Το ψήνεις το μπιφτέκι; Το ψήνεις το τσουρέκι; Τον απλώνεις τον τραχανά; Τον βουτάς τον κολιό στο ξύδι; Τον γλύφεις τον λουκουμά; Τον ισιώνεις τον γύρο; Τον ξαλμυρίζεις τον μπακαλιάρο; Τον ξεφλουδίζεις τον γερμά; Τον ξυρίζεις τον καλόγερο; Τον τινάζεις τον λουκουμά; Τον τσουρουφλίζεις τον αστακό; Τον φουσκώνεις τον Αη-Βασίλη; Τον φυσάς τον κουραμπιέ;

- Ρε συ Σάκη, άκουσα ότι εσύ και ο Μιχάλης..
- Όχι, ψέμματα είναι!
- Μα ρε μου είπανε ότι σας είδανε στο πάρτυ..
- Όχι δεν έγινε..
- Ρε σίγουρα δεν το τρίβεις το πιπέρι;
- Όχι
- Μήπως ανοιγοκλείνεις το συρτάρι και δε μας το λες;
- Όχι
- Δηλαδή δεν το χτενίζεις το καταΐφι;
- Φτάνει πια...! Απλά ένα φιλικό φιλί ήτανε. Ντάξει;;
- Α, δηλαδή τον φυσάς τον κουραμπιέ... Στη μάνα σου το 'πες;
...

Το ξεσκονίζεις το σκρίνιο;  (από dipyadip, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση εστιάζει στο πρόσωπο του Δημήτρη Μπαϊρακτάρη που ήταν πρόγονος του ιδιοκτήτη της παμπάλαιας και πασίγνωστης ταβέρνας, του Σπύρου Μπαϊρακτάρη, που βρίσκεται στο Μοναστηράκι. Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε το 1833 στο Αγρίνιο και πέθανε το 1900 στην Αθήνα. Είχε σουλιώτικη καταγωγή. Διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητα του στην Κρητική επανάσταση του 1866 και στον άτυχο για την Ελλάδα, ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το 1893 διορίστηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη στον βαθμό του ταγματάρχη, ως πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας. Ήταν δε ο φόβος και τρόμος των κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας και σύχναζαν κυρίως στην πλατεία του Ψυρρή. Οι κουτσαβάκηδες, εκ του κουτσά βαίνω, βάδιζαν μ΄αυτόν τον τρόπο και ήταν οι ψευτοπαλληκαράδες και οι νταήδες της εποχής. Ανάμεσα τους ήταν κλεφτρόνια, χασικλήδες, νταβατζήδες, μπράβοι σε χαρτοπαικτικές λέσχες, αλλά και μπράβοι στη δούλεψη κομματαρχών της εποχής και επηρέαζαν μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων. Ήταν με δυο λόγια το «ανφάν γκατέ» της εποχής. Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής ευζώνων, εισέβαλε σε καφενεία, σε καπηλειά και σε κουτούκια της εποχής, τους συνελάμβανε και τους διαπόμπευε, εξευτελίζοντάς τους στην πλατεία Κλαυθμώνος. Τους ξύριζε το μισό μουστάκι, τους έκοβε τούφες απ’ τα μαλλιά τους, τους ψαλίδιζε το μόνιμα αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, τους έκοβε τις μύτες των παπουτσιών τους και τους έκοβε το ζωνάρι που έπεφτε στο χώμα ώστε να γίνει τσαμπουκάς αν κάποιος κατά λάθος τους το πατούσε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ρεζίλευε τους μάγκες, οι οποίοι αισθάνονταν πως καταρρακωνόταν η «υπόληψη τους», ενώ παράλληλα παραδειγμάτιζε και τους άλλους. Στη συνέχεια πήγαινε τους κουτσαβάκηδες, σιδηροδέσμιους στη φυλακή.

Όταν στη σημερινή εποχή λοιπόν, λέμε τη φράση: Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται, το λέμε σε στυλ πλάκας για κάποιον που δεν φορά το ένα ή και τα δύο ακόμα μανίκια του μπουφάν, του σακακιού, του παλτού του, μ' αποτέλεσμα το μανίκι, ή τα μανίκια να χάσκουν στο κενό και να λειτουργούν ως διακοσμητικά στοιχεία.

Ο Πέτρος φορά ριχτό το μπουφάν στον ώμο και ξάφνου βλέπει στο δρόμο, το φίλο του το Γιώργο.
Γιώργος: - Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται... Πέτρος:
- Γιατί το λες;
Γιώργος:
- Eμ καλά λέω, φόρα κανά μανίκι ντε. Τι look είναι αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «γκόμενα» προήλθε απο την παραφθορά της αγγλικής φράσης «go with men» (η γυναίκα που πάει με πολλούς άντρες, η ανήθικη, η πόρνη). Η λέξη είναι εφεύρημα των ελλήνων ναυτικών (πληρωμάτων εμπορικών πλοίων) που παλιότερα δεν γνώριζαν καλά την αγγλική γλώσσα και παραποιούσαν πολλές αγγλικές λέξεις και φράσεις.

Ρε συ, ωραία γκόμενα η περιπτερού απέναντι απ' το σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλύτερη συμβολή του Έλληνα πατέρα, θείου κ.λπ. στην επιστήμη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νεαρών αρσενικών. Η απαραίτητη εξισορρόπηση της ελληνικής «ars erotica», που κατά τα άλλα συνάδει με το οθωμανικό δίκαιο, φανερώνει τη λεπτότητα του Έλληνα εραστή.

Η βαθιά ποιητική αυτή φράση μαθαίνει -με βαριά καρδιά πάντως- στον πρωτόπειρο νέο που ανοίγεται στα πέλαγα της γυναικείας σεξουαλικής υδραυλικής, ότι δε γίνεται πάντα να τον ρίχνεις κρύο, χρειάζονται και τα ρημάδια τα προκαταρκτικά, που απαιτούν να κουράσεις το χεράκι σου σε παλινδρομικές και πλαγιοστροφικές τριβοειδείς διεισδύσεις, και συνάμα πρεσοειδείς επιπαλαμισμούς περιοδικά αυξομειούμενης έντασης και σταθερά κλιμακούμενης συχνότητας στο/α γυναικείο/α γεννητικό/α σύστημα/τα (μονοεστιακή ή πολυεστιακή μέθοδος).

Το κεφαλαιώδες αυτό μήνυμα, παρά τις πολιτικά μη ορθές του νοηματικές αποχρώσεις -προϋποθέτει ότι ο γιος είναι κρεατοφάγος, καμία πρόβλεψη για τους χορτοφάγους- είναι μια διδαχή που κατά κανόνα διδάσκεται, με απόλυτη υπευθυνότητα και παιδαγωγικό προγραμματισμό, ανεξαρτήτως ψυχοσεξουαλικού σταδίου... ...αν και όποτε κάτσει ο νέος να ντρέπεται να ξεκοκαλίσει με το χέρι το μπριζολίδι σε χασαποταβέρνα και μπροστά σ' όλο το σόι. Ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως «χέρι» ΔΕ νοείται ΕΔΩ τουλάχιστον ο χάστος, μπορεί όμως να νοείται η πεοθωπεία.

  1. - Τι ντρέπεσαι μωρέ Βαγγέλη, εδώ η ταβέρνα είναι δική μας, πιάσ' το με το χεράκι σου... H μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, Βαγγέλααα, αχαχαχαουχαχα...

  2. - Και δε μου λες βρε Βαγγέλαρε, με το Λενιώ καλά τα πάτε; Ελένη δεν τη λένε;...
    - Ελίνα... Καλά, καλά...
    - Το κοκό, πως πάει; Πάει καθόλου;
    - Πάει, πάει...
    - Κι όλα καλά;
    - Ε, καλά...
    - Τι «ε καλά...»;
    - Καλά...
    - Λέγε ρε να 'ούμε. Προφυλάξεις, έτσι; Στη μάχη χωρίς κράνος ποτέ... Πιτσιρίκα είναι αλλά δεν ξέρεις, κουκούλωνέ το, κουκούλωνέ το, να μην την κουκουλωθούμε κι όλας...
    - Ναι, ναι... Ε, λέει πως πονάει... Αλλά όλα καλά...
    - Πονάει; Ε, πώς να μην πονάει... Τέτοιο εργαλείο κλερονόμησες!... Ουαχαχχαχαχα, καθίκαρε! Να σου πω, τη χουφτώνεις καθόλου ή έτσι βουρ στον πατσά;... Η μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, τά 'χουμε πει έτσι; Μέχρι να μπαγιατέψει, μετά... Τά 'χουμε πει έτσι, μην τα ξαναλέμε...
    - Τά' χουμε πει ρε πατέρα, στην ταβέρνα προχθές μου τά 'λεγες... Θένξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρυσιά - όχι πολύ βαριά - σε περιπτώσεις που θέλεις να αποφύγεις χριστοπαναγiες.

-Δεν έρχομαι μαζί σου. Bαριέμαι...!
-Της θειας σου το μπουγαδοκόφινο...!

παρακαλώ το ορθογραφικό να μην διορθωθεί (από jesus, 29/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να ενοχλήσεις τον διπλανό σου κυρίως όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα. Συνοδεύεται με τσίμπημα στην κοιλιά.

Πάλι χτύπησα γκομενάκι σφιγξ-τσονγκς-σμπρωνξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται βλάχικα. Λέξη που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει αγανακτήσει από τη μεγάλη ποσότητα φαγητού που μόλις κατανάλωσε.

- Δε τη παλεύω ρε μαν μετά από τέσσερα σουβλάκια, γκόνιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified