Selected tags

Further tags

Όταν θεωρούμε σωστά ή λαθεμένα, πως ένα κράτος, που δεν μας γεμίζει το μάτι, πουλάει μαγκιά σε κάποιο πολύ ισχυρότερο. Με ορολογία σκυλίσιας ζωής, όταν θεωρούμε πως το κανίς πουλάει μούρη σε μολοσσό. Πολλές φορές όμως, τέτοιου είδους μαγκιές είναι καθοδηγούμενες από αλλού (βλ β παράδειγμα).

  1. Λιακό: Ρε θα τρελαθούμε εντελώς. Πουλάει μαγκιά ποιός; Η Αμερική στη Ρωσία; Προσέξτε. Τα 'βαλε το περίπτερο με το σούπερ μάρκετ. Αν είναι δυνατόν... (Συνεχίζει με βιβλιοπαρουσίαση)

  2. - Τα μαθες, η Γεωργία τα 'βαλε με τη Ρωσία.
    - Τι; Τα 'βαλε το περίπτερο με το σούπερ μάρκετ;
    - Ναι. Αλλά... το περίπτερο έχει πλάτες.
    - Τι πλάτες;
    - Μια μεγάλη αλυσίδα από σούπερμάρκετ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία της έκφρασης παραπέμπει στην περίοδο εγγύησης καλής λειτουργίας μιας συσκευής, όπου σε περίπτωση βλάβης η συσκευή επισκευάζεται δωρεάν η αντικαθίσταται.
Προκύπτει λοιπόν συσχέτιση του όρου με την έννοια της απροβλημάτιστης σχέσης με κάτι που έχουμε στην κτήση μας για κάποιο χρονικό διάστημα.
Το συγκεκριμένο λήμμα λοιπόν έχει να κάνει με το γεγονός πως ο νέος υπάλληλος σε μια εταιρεία και πολύ περισσότερο ο νεαρός πρωτοδιόριστος δεν έχει καεί από ενδεχόμενες παράλογες απαιτήσεις των ανωτέρων του, δεν έχει ακόμα πρόσθετες απαιτήσεις, έχει όνειρα, ενώ έχει μεγάλη όρεξη και ενέργεια για δουλειά. Έτσι ο νέος τα δίνει όλα, γι 'αυτό και έχει εγγύηση καλής και απροβλημάτιστης λειτουργίας, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα

Διάλογος μεταξύ παλιών υπαλλήλων κάποιας εταιρείας.
- Κοίτα τον νέουλα. Έχει λιώσει στη δουλειά και γουστάρει το όρνιο.
- Εμ... νέος υπάλληλος και μάλιστα πρωτοδιόριστος. Νομίζει πως έτσι θα πάει μπροστά. Κάποια στιγμή θα πει: στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
- Ασ' τον... Ασ' τον να βγάζει τη δουλειά. Έχει εγγύηση ο νέος. Αντέχει. Δεν είναι σαν κι εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λάθος στην χρήση των ελληνικών, το οποίο όμως προδίδει με σαφήνεια την τάση για υπερβολή που έχει ο Έλληνας στην έκφρασή του. Η λέξη ανέκαθεν σημαίνει (από μόνη της): πάντα, «από πάντα». Το να πεις «από ανέκαθεν» είναι πλεονασμός, ωσεκτουτού είναι λάθος. Το «εξ απ' ανέκαθεν» πια, τα σκίζει όλα και, ωσεκτουτού, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για πλάκα.

- Μπα; Εδώ μένεις;
- Εξαπανέκαθεν.

(από Khan, 30/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση με το γνωστό «μπερδεύω την πούτσα με την γκλούτσα». Ο τεφροδέκτης είναι το τασάκι, ο σπερμοδέκτης είναι βέβαια το αιδοίο. Η σχέση τους είναι ανάλογη με αυτή του φάντη με το ρετσινόλαδο.

- Παιδιά δείτε έναν Κινέζο που στέκεται και μάς κοιτάει περίεργα!
- Ήρεμα ρε Μαρία, στο Βιετνάμ είμαστε, ποιον Κινέζο και ιστορίες μου λες... Μου φαίνεται ότι έχεις μπερδέψει τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.

- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυσχιδής αυτή λεκτική εκτόνωση στρέφεται τόσο κατά του ριζικού μας, όσο και κατά όσων μας ταλαιπωρούν και καθιστούν την ζωή μας λίγο πιο αφόρητη.

Το φελέκι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού felek (τύχη, μοίρα).

«Ψάχνω στην κωλότσεπη, κοιτάζω και στο πέτο
μα η τσατσάρα φίλε μου έχει ασκήσει veto.
Φτου σου, το φελέκι μου! Την ξέχασα στο σπίτι.
Πού να τρέχω τώρα στο Ηράκλειο στην Κρήτη;»
ΗΜΙΖ, «Η μαγική τσατσάρα»

(από Khan, 11/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά εύγλωττο απόφθεγμα, βγαλμένο κατευθείαν από την αληθινή ζωή. Το άκουσα πρώτη φορά από Κύπριο φίλο.

- Ρε συ, δες πως ομόρφυνε η Νταίζη, τρελό γκομενάκι έχει γίνει...
- Καλά, είσαι σοβαρός, πόσες τεκίλες έχεις πιει; Καλά λέει ο Κωνσταντίνος πως δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν...

(από jesus, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «της έδωσα το μουνί στο χέρι» ή «της έδωσα τη μήτρα στο χέρι», τουτέστιν επιδόθηκα σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία οδήγησε την ερωτική παρτενέρ στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αναμφίβολα χυδαία έκφραση, με έντονο πάντως χρώμα.

Το γκομενάκι μου το έπαιζε ιστορία και ήθελε να φανεί σκληρή και απόλυτη. Όταν όμως μετά από ολονύχτιο γαμήσι της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ, ήρθε στα ίσα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified