Selected tags

Further tags

Κλαψουρίζω (συνήθως παρόντος κάποιου άλλου), γκρινιάζω συνέχεια, παρατεταμένα, ενοχλητικά δοθείσης πρώτης ευκαιρίας.

Εναλλακτικά: παραπονιέμαι για τα πάντα, νιώθω ο αδικημένος της ζωής.

Προέλευση/ετυμολογία: από την αγγλική λέξη «whine». Η ελληνική έκδοση προσθέτει το στοιχείο του ενοχλητικού, του συνεχόμενου και παρατεταμένου με αποτέλεσμα το σπάσιμο νεύρων του συνομιλητή/παρηγορητή.

  1. -Τι θα κάνεις τώρα, θα συνεχίσεις να γουαϊνάρεις για τις γκόμενες ή θα κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου; Δεν αξίζει να χαλιέσαι γι' αυτή.

  2. - Ορεστάρα, μη γουαϊνάρεις ρε φίλε για το μέιτζ, μια χαρά είναι το κλας μας έχεις πάρει τ' αυτιά τόσην ώρα.

  3. - Μην τον φέρεις ξανά στην παρέα δεν αντέχω αυτό το γουαϊνάρισμα για την πορεία του Παναθηναϊκού όλη την ώρα, φτάνει πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι συνοδεία πολλών σε έναν (1) αντίπαλο ή σε ολιγάριθμη αντίπαλη ομάδα, κάνω ντου μαζί με πολλούς άλλους. Εναλλακτικά το παράγωγο ουσιαστικό (ζεργκ ή ελληνιστί ζεργκάρισμα) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «κοσμοσυρροή».

Προέλευση/ετυμολογία: Το ρήμα προκύπτει από τη φυλή των Ζεργκ στο Starcraft, των οποίων προσφιλής τακτική ήταν να επιτίθενται στον αντίπαλο με πολυάριθμες αδύναμες μονάδες, μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

  1. - Πωπω ρε φίλε εκεί που φάρμαρα έσκασε ένα ρέιντ και με ζέργκαραν. Ούτε που κατάλαβα πως πέθανα.

  2. - 'Αντε άντε πιάσε καμιά θέση γιατί μετά θα πέσει ζεργκάρισμα.

  3. -Κοίτα εδώ να δεις πως ζέργκαραν την κοπελίτσα τα λιγούρια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του αγγλικού ιντερνετικού όρου for teh lulz που σημαίνει ανάλογα με το νόημα της πρότασης που χρησιμοποιείται:

  • γελάω εις βάρος κάποιου
  • κάνω κάτι για χαβαλέ το οποίο θα ζημιώσει τον άλλο
  • κάνω κάτι για πλάκα ενώ ξέρω ότι θα αποτύχω
  • κάνω κάτι εντελώς γελοίο και χωρίς νόημα που κάνει τους άλλους να γελάνε μαζί μου ή μ' αυτόν που θα ζημιωθεί απ' αυτήν την πράξη.

- Ρε φίλε τι κάνει αυτός ο καραγκιόζης εκεί, κατουράει πάνω στο αμάξι της γκόμενας;
- Ναι ρε, ο τύπος το κάνει φορ τεχ λουλζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι όπου ο άνδρας είναι κοντός και η γυναίκα ψηλή. Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι, λόγω της γειτνίασης των κοντινών Αθηναϊκών εκκλησιών της Μητρόπολης (Ευαγγελισμός Θεοτόκου) και του Αγίου Ελευθερίου και του γεγονότος πως ο Άγιος Λευτέρης και η Παναγία είναι διαφορετικού φύλου. Το γεγονός πως η ρήση αναφέρεται σε ψηλή γυναίκα και σε κοντό άνδρα αντιστοιχίζεται με τη μεγάλη διαφορά ύψους που υπάρχει μεταξύ της Μητρόπολης( Παναγία παραπέμπει σε γυναίκα) και του Αγίου Λευτέρη (παραπέμπει σε άνδρα), όπου η πρώτη είναι αρκετά ψηλότερη από τη δεύτερη. Γενικότερα η Μητρόπολη έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, αλλά η ρήση αυτή δίνει έμφαση στη διαφορά ύψους.

- Πω πω καλά φάε ρε το ζευγάρι απέναντι. Αυτή είναι πανύψηλη κι αυτός νανοφέρνει.
- Πράγματι. Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική φράση part number αναφέρεται στο μοναδικό αριθμό που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο υλικό. Εκφέροντας τον όρο «ίδιο part number», μιλάμε για πανομοιότυπα αντικείμενα (που έχουν ή δεν έχουν τέτοιον αριθμό, αλλά έχουν τα ίδια διακριτά χαρακτηριστικά και είναι κατασκευασμένα με ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές). Θα μπορούσαμε επίσης εκφέροντας τον ίδιο όρο να υποδηλώσουμε την ομοιότητα που διακρίνει κάποια πρόσωπα, αντικείμενα ή καταστάσεις.

  1. Ο πελάτης πολύ ικανοποιημένος από ένα συγκεκριμένο ορντέβρ, το δείχνει στον σερβιτόρο φανερά ικανοποιημένος και θέλει να του ζητήσει να ξαναπαραγγείλει μια απ' τα ίδια.
    - Δυο μερίδες απ' το ίδιο part number μεγάλε... και γρήγορα.

  2. - Ο Γιώργος μου φαίνεται πως δεν είναι σαν το Βασίλη που, απ' ό,τι ακούω, είναι μελετηρός μαθητής.
    - Μπα μην το λες. Και οι δύο είναι τάλε κουάλε, πάρ' τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ιδιο part number φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που λέγεται με αποφασιστικό ύφος και με ελαφρό μειδίαμα και που εκφράζει την επιθυμία, είτε να την πούμε ταχύρρυθμα σε κάποιον για κάποια πατατιά που έκανε (ειδικά όταν η πατατιά επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα), είτε για να του πούμε στα γρήγορα κάποια νέα που καίνε. Η λέξη «ψιχαλίσω» και ο μικρός αριθμός των φωνηέντων υποδηλώνει το γρήγορο και το αιφνίδιο του πράγματος, κάτι δηλαδή που θα ακούσει ο άλλος και θα μείνει εμβρόντητος, θα μείνει κάγκελο,θα είναι ανίκανος να αντιδράσει. Η λέξη φωνήεν υποδηλώνει πως θα πούμε κάτι ξεχωριστό (ένα σημαντικό νέο, μια επίπληξη, κλπ). Ο δε μικρός αριθμός των φωνηέντων υποδηλώνει επίσης τη μεστότητα του λόγου που θα ακολουθήσει.

Κάποιος κάνει επαναλαμβανόμενα το ίδιο λάθος. Μας έχει ενοχλήσει μια, μας έχει ενοχλήσει δύο, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι η πολλή ευγένεια δεν οδηγεί πουθενά και αποφασίζουμε δυναμικά να αντιδράσουμε:
- Έι Μεγάλε... Ε ...νισάφι πια. Για... έλα να σου ψιχαλίσω δυο φωνήεντα...

Βλ. και σχετικό λήμμα να σου σφυρίξω δυο φωνήεντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified