Selected tags

Further tags

Νεολογισμός- μεταφραστικό αντιδάνειο. Σημαίνει το να συνάπτεις ερωτική σχέση με κάποιον οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερο, ώστε να ανεβείς άμεσα κοινωνική βαθμίδα. Συνέβαινε ανέκαθεν, αγγλιστί λέγεται marrying up, αλλά πλέον υπηρετείται από συγκεκριμένα διαδικτυακά σάιτ που αποσκοπούν όχι μόνο σε εφήμερη σχέση με ζαχαρομπαμπάδες, αλλά σε κάτι μονιμότερο.

Από την Carrie Bradshaw και τον Big μέχρι σχεδόν όλες στις Real Housewives, η έννοια του γάμου από συμφέρον δεν είναι κάτι καινούργιο στη μυθοπλασία- κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα από εκείνα τα θέματα που δεν φαίνεται να βγαίνουν ποτέ από τη μόδα. Πάρτε, για παράδειγμα, την πιο πρόσφατη ιστορία του Bridgerton. Πίσω από όλο το σεξ στη σειρά, η πλοκή έχει να κάνει με οικογένειες που αναρριχώνται στις βαθμίδες της κοινωνίας, φλερτάροντας με άτομα «υψηλότερης» κοινωνικής θέσης. Ο όρος για αυτό το φαινόμενο είναι “hypergamy” («υπεργαμία») και σύμφωνα με την Damona Hoffman, coach γνωριμιών και οικοδέσποινα του podcast Dates & Mates, είναι τόσο παλιός όσο και ο χρόνος. «Η ιδέα του γάμου με βάση την αγάπη είναι στην πραγματικότητα μια πολύ σύγχρονη πρακτική», λέει. «Ο γάμος παραδοσιακά γινόταν για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας της οικογένειας μιας γυναίκας». (Πρώτο Αίμα).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το προϊόν της εξ αποστάσεως Ινσταγκραμικής (ή/και λοιπών Σόσιαλ Μυδίων) προσέγγισης μεσοαστής μπαλότσας με σκοπό το επιτυχές στερέωμα επικείμενου χτισίματος επερχόμενης πορνομετανάστευσης.

-Πού χάθηκε ρε παιδιά τόσες μέρες ο Μάκης? -Άσε Κώστα 2,5 τόνους τηλεμπετόν έριξε αλλά ακόμα δεν έστρωσε τα υπόγεια...

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απελπισία,δυσφορία,απόγνωση κ.λπ.

-Αντώνη πάλι έχασε η Άρσεναλ. -Τεεεε

Got a better definition? Add it!

Published

Το σωβρακοπουτσι (strap-on), είναι ερωτικό βοήθημα. Είναι σχεδιασμένο για την χρήση σε ερωτικά παιχνίδια. Φοριέται σαν σλιπάκι και χρησιμεύει ως πλήρες υποκατάστατο του ανδρικού φαλλού, ακόμα και όταν φοριέται από γυναίκες.

Εκει που την περιμενα να βγει απο το μπάνιο, σκάει με ένα σωβρακοπούτσι και ετρεχα και δεν έφτανα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και αποδίδει στα ελληνικά την αγγλική λέξη compersion. Ειναι το να χαίρεσαι με τη χαρά που βιώνει και απολαμβάνει ο/η σύντροφός σου στο πλαίσιο μιας άλλης σχέσης πέρα από τη δική σας. (Δες).

Ο Γιώργος είναι πολύ κουλ τύπος και είναι εντάξει με τη συναπόλαυση, πράγμα που βοηθά πολύ στην ανοικτή μας σχέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στην ορολογία του dating και σημαίνει ότι κάποιος/α κρύβει (to stash στα αγγλικά) κάποιον/α με τον οποίο/α βγαίνει και δεν τον/α παρουσιάζει σε φίλους και συγγενείς, επειδή δεν θέλει καθόλου να επισημοποιηθεί η σχέση και να γίνει ορατή.

Μου κάνει στάσινγκ σαν τον Μαρκορά στην Κουντουράτου.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.

Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.

Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:

  1. Εμφατικά, κατι το υπερβολικά γλυκό στη γεύση.
  2. Στο πληθυντικό αριθμό μπορει να σημαίνει έντονες και διαχυτικές ερωτοτροπίες.
  3. Σε περίπτωση γρονθοκόπησης, μαζί με το ρήμα παίρνω σημαίνει αιμορραγία.
  1. Θεσσαλονικιός:-αμάν βρε παιδάκι μου, πολυ ζάχαρη μ' έβαλες στον καφέ. Σερμπέτι τον έκανες.
  2. -καθίσανε λοιπόν οι δυο τους στο παγκάκι κι αρχίσανε τα σερμπέτια (τις γλύκες).
  3. -του τραβάει ενα μπουνίδι και τον πήρανε αμέσως τα σερμπέτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει χάρισμα στο φλερτ, τη γοητεία και τη σαγήνη. Αντιδάνειο από το rizz, που προκύπτει από το charisma.

Είναι ρίζλερ, αλλά είναι τελείως επιφανειακό άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published