Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.
- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;
Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.
- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;
Got a better definition? Add it!
Ο τσιφούτης και κακομοίρης, ο μίζερος τσιγκούνης. Η λέξη προέρχεται από παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο βασικός ήρωας είναι έμπορος λαδιού και απίστευτος τσιγκούνης, αν και υπερβολικά πλούσιος.
- Εντάξει, να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, αλλά όχι το Hyundai, αφού είναι κατά 5 ευρώ ακριβότερο.
- Καλά ρε γερο-Λαδά, θα δώσουμε 5 ευρώ λιγότερα για να πάρουμε παλιό αυτοκίνητο σε πολύ χειρότερη κατάσταση; Μη τρελαθούμε τώρα... Με μισθό 3.500 ευρώ το μήνα, πώς μπορεί να είσαι τέτοιος γερο-Λαδάς;
Από τον ομώνυμο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Προφανώς ο φίλος εννοεί τη μεταφορά του βιβλίου σε σειρά στην κρατική τηλεόραση.
Got a better definition? Add it!
Τσιγκούνης, αυτός που δεν δίνει τα λεφτά του.
Σίγα μην μας κερνούσε κιόλας ο γερολαδάς.
Got a better definition? Add it!
Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.
Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.
- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;
Βλ. και τσίπης, Σπαγκάϊ Λάμα, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει έναν πολύ τσιγκούνη άνθρωπο και μικρόψυχο ψιλικατζή. Επειδή στο περίπτερο οι τιμές είναι οι πλέον φιξ, και αρκετά μικρές, (συνήθως), φανταζόμαστε κάποιον που λ.χ. διαπραγματεύεται την τιμή της τσίχλας.
Πάσα: Χότζας.
- Σε ακριβό εστιατόριο μας κάλεσε για την γιορτή του ο Σπύρος. Ελπίζω τουλάχιστον να μας κεράσει...
- Πας καλά; Αυτός κάνει παζάρια με τον περιπτερά... Νά 'μαστε ευχαριστημένοι αν δεν μας βάλει να πληρώσουμε και τα δικά του...
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.
Πάσα (Δ.Π.): tzagos.
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!
Got a better definition? Add it!
Ο τσιφούτης, τσιγκούναρος, ξηνταβελόνης, σπάγγος, φραγκοφονιάς, ψειροσκοτώνης, της οικονομίας, ο ξεραίνων το παξιμάδι, όλα αυτά.
Μαζεύει ο καρμιροσάκουλος, και δώστου...τι θα τα κάνεις καημένε; Ωρε, έχουν τα σάβανα τσέπες;
Got a better definition? Add it!