Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει τα μαλλιά του καρέ, κούρεμα που συνηθιζόταν στους άντρες κατά τα τέλη της δεκαετίας των έιτιζ ('80s) και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των νάιντιζ ('90s), του 20ού αιώνα (να μην τα ξαναλέμε!).

Υπήρχαν ποικίλα είδη καρέ, που κυμαίνονταν από το κάπως πιο μακρύ «καπελάκι» (γκοφρέ ή κοφτό), μέχρι το ίσιο μακρύ μαλλί που κάλυπτε όλο το σβέρκο και περίσσευε ελαφρά κάτω από τη γνάθο. Συχνά άφηναν να μακρύνουν μόνο οι τρίχες που ξεκίναγαν από το πάνω μέρος του κεφαλιού, με τις εσωτερικές να είναι ξυρισμένες με την ψιλή. Έτσι, όταν έπιανες κότσο το μαλλί, αναδυόταν περήφανα το κατά το ήμισυ ξυρισμένο κρανίο σου.

Τα κουρέματα τύπου καρέ συνήθιζαν κυρίως οι καστανοί και ξανθοί άντρες, υπήρχαν όμως και σε μελαχρινή βερσιόν.

Αν και εκ πρώτης όψεως πούστικο ως κούρεμα, εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τους τύπους που θεωρούνταν ταυτόχρονα τρέντυ και ποθητοί γκόμενοι.

Συνώνυμο: καρές, (πληθ.) καρέδες

Τον βλέπεις εκείνο τον καρεδάκια; Έχει ένα γκομενάκι σκέτη καύλα, αλλά άκουσα ότι της ρίχνει πολύ ξύλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.

Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.

- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.

(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό ον, το οποίο με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα κυκλοφορεί στους δρόμους των ελληνικών πόλεων από τη δεκαετία του 80. Εικάζεται ότι είναι πρώτος ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά και σίγουρα χρησιμοποιούν τον ίδιο στυλίστα. Φίλοι του είναι ο Κώστας ο Γκοτζίλας, ο Νίκος ο Πεταλούδας και άλλα εκλεκτά μέλη της κενωνίας.

Ο Πέτρος ο Μπαλτάς στυλιστικά έχει μείνει σε μία κακή στιγμή της δεκαετίας του 80 (όχι ότι υπήρχαν και πολλές καλές για όποιον θυμάται) και πιστεύει πολύ στα εξής είδη ένδυσης / υπόδησης: Κολλητό τζην τύπου «σωλήνα» απαραιτήτως μία πιθαμή πιο κοντό από το κανονικό, άσπρη μπουρνουζέ κάλτσα, κοντό σταράκι με τα κορδόνια πιασμένα γύρω απ' τον αστράγαλο και α-πα-ραι-τή-τως φλάινγκ τζάκετ ΜΕΣΑ από το ήδη στενό τζην. Υποθέτω ότι μέσα από το φλάινγκ παίζει απλό άσπρο T-shirt.

Ο Πέτρος ο Μπαλτάς είναι χουλιγκάνος εκ πεποιθήσεως και έχει προσχωρήσει εδώ και χρόνια στο δόγμα «και τα μυαλά στα κάγκελα». Δεν το πολυσκέφτεται, αλλά και να το σκεφτεί δεν θα καταλήξει κάπου αλλού διότι αφ' ενός όλοι του οι γνωστοί είναι του ιδίου δόγματος και αφ' ετέρου η έντονη σκέψη τον βάζει σε endless loops από τα οποία αδυνατεί να ξεφύγει, οπότε γιατί να το κουράσει το πράγμα;

Με την πάροδο του χρόνου, ο Πέτρος ο Μπαλτάς (όπως και οι υπόλοιποι της παρέας) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μίας ευρύτερης ομάδας και το όνομά του περιγράφει όλα τα μέλη της.

Χάρις στην πρωτοποριακή έρευνα πεδίου των Α.Μ.Α.Ν., υπάρχει ευτυχώς βιντεακό υλικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική εξέταση του φαινομένου από τους επιστήμονες του μέλλοντος. Το σχετικό υλικό παρατίθεται εδώ ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες διάσωσής του.

Να φύγει το βίντεο...

(από acg, 21/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχωρεμένος Απόστολος Σουγκλάκος ήταν μια από τις μεγάλες καλτ μορφές της ελληνικής σκηνής κι αρένας. Η έκφραση «Σουγκλάκος» αναφέρεται σε μπιλντέρια, σφιχτερμάνους, σβάρτσους κι όλα τα υπόλοιπα δεκάδες συνώνυμα που μπορεί κανείς να βρει στο σλανγκ-τζη-αρ. Με την λεπτή διαφορά ότι ο Σουγκλάκος είναι ο πιο συμπαθής, αισθηματίας και γνήσιος λαϊκός τύπος από όλους τους παραπάνω κυρίους, και αποσπά την αγάπη μας.

Η ιστορική φράση «ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;» από καλτ διαφημίσεις εγχώριου ρέστλινγκ στα '80ς σημαίνει την πρόκληση, αλλά και την ουτοπία. Είναι τελικά ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, όπως το «να ζει κανείς ή να μην ζει» κ.τ.ό.

Εναλλακτικά, «Σουγκλάκος» είναι η λεσβόγκα, με ανδροπρεπή εμφάνιση και ύφος που γυρεύει τσαμπουκάδες, επειδή απλώς δεν μπορεί κανείς να την δείρει, αλλά το πιο πιθανόν είναι να τις φας, άμα τα βάλεις μαζί της. Ο τελευταίος λεσβοχωρίστρας που έπεσε στα χέρια του Σουγκλάκου νοσηλεύεται ακόμη στην Εντατική!

  1. (Από την Βικιπαίδεια) «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο ο Σουγκλάκος, είναι τώρα με τον θάνατό του», δήλωσε ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης για την απώλεια του 57χρονου παλαιστή-ηθοποιού Απόστολου Σουγκλάκου που επί τρεις δεκαετίες στάθηκε από τις αγαπημένες και καλτ μορφές του ελληνικού θεάματος. «Ήταν ένα αυτοδημιούργητο λαϊκό παιδί με χρυσή καρδιά που ποτέ δεν ξεστόμισε κακία για κανέναν και είχε μεγάλο πάθος για την πάλη και τον κινηματογράφο», ανέφερε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για τον Σουγκλάκο, που είχε εμφανιστεί σε δύο ταινίες του («Ράδιο Μόσχα», «Μαύρο γάλα») και ετοιμαζόταν να παίξει στην τρίτη που ετοιμάζει ο σκηνοθέτης με τίτλο «Αισθηματίες» (όπου θα ερμήνευε έναν από τους... αισθηματίες του τίτλου)!

  2. Την έκανε ο Πούτιν την πουτινιά του! Μπήκε στην Γεωργία, και τώρα φίλοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

  3. (Ατονιστής σε φόρουμ για θεατρική παράσταση):
    Παρασταση 3 ωρων, κουλτουρα να φυγουμε. Δεν ξερω, ωρες ωρες με πιανουν κατι φιλοσοφικα ερωτηματα τυπου αν υπαρχει θεος, τι ειναι αγαπη, αν μπορει να βρει κανεις αληθινους φιλους, ποιος θα δειρει τον Σουγκλακο, σε ποια θεση παιζει ο Ζιοβανι και χθες προστεθηκε ακομα ενα.

  4. (Αλλού στα διαδίχτυα):
    Πέντε χρόνια μετά, το ΜΕΝ 24 παρουσιάζει τα ερωτήματα που δεν πήραν ποτέ απάντηση...
    11 Σεπτεμβρίου και Θεωρίες Συνομωσίας. Δεν μάθαμε ποτέ τι πραγματικά έγινε. Απόστολος Σουγκλάκος. Δεν τον έδειρε κανείς... Το MEN 24 αποχαιρετώντας τον άρχοντα του κατς, απαντά στο ερώτημα »ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο«: Κανείς....

  5. -Πού πας ρε Καραμήτρο να το παίξεις λεσβοχωρίστρας, αφού την βλέπεις την Ευλαμπία τι Σουγκλάκος είναι και πως είναι διατεθειμένη να προστατεύσει την Δανάη τον ερωτά της. Τελικά τις έφαγε κι ησύχασε. Και του 'χα πει εγώ: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

Μη βιαστείτε να πείτε ότι βρέθηκε άνθρωπος που έδειρε τον Σουγκλάκο! (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα πανέμορφη, ρομαντικά απρόσιτη, και αιθέρια έως εύθραυστη, που αν το καμάκι είχε πίστες, αυτή θα ήταν άνετα η τελική μάνα. Λέγεται συνήθως με ένα τσικ ειρωνείας.

Ο όρος οφείλεται ίσως στην Κατερίνα Γώγου, η οποία τον χρησιμοποίησε σ' έναν στίχο στο «Ιδιώνυμο» (1980), και είναι η παλιότερη καταγραφή του που κατάφερα να βρω. Σε κάθε περίπτωση, χάρη σ' αυτόν το στίχο είναι που έχει διαδοθεί όσο έχει διαδοθεί, αν και με μάλλον απλοποιημένη και πιο συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με τη χρήση του στο ποίημα.

Σύγκρινε: θεά / θεογκόμενα, λίλιαν, μπιμπελό, πλάσμα

  1. Η μοναξιά...
    δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
    της συννεφένιας γκόμενας.
    Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
    κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
    και στα παγωμένα μουσεία.
    Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
    και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
    μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
    Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
    βοϊδίσιο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
    κι ασορτί εσώρουχα.

(Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο» 24, διατηρημένη ορθογραφία)

  1. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο». (από ιστολόι)

  2. — Λες, δηλαδή, ότι οι ρόλοι των δύο φύλων πρέπει να είναι διακριτοί.
    — Nαι, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τον άντρα ν' ανακαλύψει τις «θηλυκές» του πλευρές –την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την κατανόηση, ας πούμε–, ούτε και τη γυναίκα ν' αναπτύξει χαρίσματα που θεωρούνται αρσενικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα. O «πολλά βαρύς» άντρας και η «συννεφένια γκόμενα» δεν πολυφοριούνται πια ως μοντέλα. Nομίζω ότι και τα δύο φύλα είναι αρκετά ώριμα γι' αυτή την υπέρβαση. (από συνέντευξη του Μαρκουλάκη εκεί)

  3. γουστάρω να σε βλέπω να σε γονατίζει έτσι η ζωή που πας να απαρνηθείς σαν την πρώτη συννεφένια γκόμενα με καυτό σορτσάκι :-) (από ιστολόι)

  4. Στα φοιτητικά χρόνια, συνέχισα σταδιακά να παχαίνω. Γύρω στα 20 χρόνια μου είχα φτάσει τα 125 κιλά ενώ κάπνιζα δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και έπινα πάρα πολύ αλκοόλ όπως κάθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη που σέβεται τον εαυτό του! Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει. Π.χ. όλη η παρέα γελούσε μαζί μου γιατί πάντα τους τραβολογούσα σε απόμερες παραλίες το καλοκαίρι. [...] Όμως και πάλι σε γενικές γραμμές, περνούσα μια χαρά. Προφανώς είχα καταλάβει πως δεν με κοιτάνε οι συννεφένιες γκόμενες της σχολής ή ότι δεν μπορώ να κάνω «καμάκι» μέσα σε ένα μπαράκι με μεγάλες πιθανότητες, όμως και δεν είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί τύχαινε πάντοτε να έχω μεγάλες και σταθερές σχέσεις. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified