Πέρα από την κυριολεκτική έννοια, η μεταφορική αναφέρεται στον πολύ μικρό σωματικά και ηλικιακά. Γενικότερα ο ασήμαντος.
12 χρονών κακομαθημένη μουνόψειρα και κοίτα συμπεριφορά...
Πέρα από την κυριολεκτική έννοια, η μεταφορική αναφέρεται στον πολύ μικρό σωματικά και ηλικιακά. Γενικότερα ο ασήμαντος.
12 χρονών κακομαθημένη μουνόψειρα και κοίτα συμπεριφορά...
Got a better definition? Add it!
Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια γκόμενα εξαιρετικά άσχημη.
-Πώ ρε φίλε, τι φέτα ήταν αυτή; -Ποια φέτα ρε μαλάκα; Εγώ νόμιζα ότι πέρασε ο Κουασιμόδος!
Got a better definition? Add it!
Η πολύ όμορφη, η εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα.
Χτες στο πάρτι του Γιώργου, γνώρισα την ξαδέρφη του, ένα μελανούρι να το δεις να ζαλιστείς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.
Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.
Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!
Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πλαδαρή και δυσκίνητη γυναίκα.
-Πού πας μωρή σαρμούτα με τη γόβα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολικά άσχημη, αντιαισθητική και συνήθως υπέρβαρη γυναίκα.
- Τι έγινε ρε, βγήκες τελικά με το γκομενάκι;
- Γάμησέ τα Μάκη, ήττα μεγάλη, μιλάμε για τρελή σαλούφα η γκόμενα...
Σαλούφα λένε αλλιώς την τσούχτρα, και από εκεί προέρχεται ο χαρακτηρισμός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.
-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.
Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).
...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;
...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)
Got a better definition? Add it!
Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.
Πουλικάκος, τίποτα άλλο.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία ωραίων γυναικών (γιατί για τις άσχημες ποιος νοιάζεται) που έχουν μερικά απτά χαρακτηριστικά παραδοσιακών αγγλικών φορ. Η κατηγορία αυτή με άλλα λόγια αναφέρεται σε ψηλά δυνατά παιδιά ανίκητα στο ψηλό παιχνίδι. Ασφαλώς, μια κοπέλα για να χαρακτηριστεί αγγλικό φορ πρέπει να ξεπερνά το 1,73 και να 'ναι περήφανη σαν άτι, να πατά και να τρέμουν τα πεζοδρόμια ή κατι παρόμοιο.
- Αυτή είναι γυναίκα ρε Σάββα, αγγλικό φορ... Όχι σαν την πρώην σου τον Σουγκλάκο...
Συνώνυμο: άλογο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified