Selected tags

Further tags

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροδιάλογος που γίνεται σε σχέση με γυναίκα κάποιας ηλικίας μεν (συνήθως από 40 μέχρι 55), αλλά η οποία φαίνεται καθαρά ότι κάποτε έκανε τους άντρες να σφάζονται για πάρτη της. Στο χαρακτηρισμό «πρώην όμορφη» απαντά κανείς «και νυν!», όταν συμφωνεί.

- Ξέρεις ποιος είναι ο Ριχάρδος; Εκείνος που τα 'χει με την Ελεονώρα.
- Αυτή την πρώην όμορφη;
- Και νυν! Και νυν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται θετικά και αρνητικά για να υποδηλώσει κάποιον/κάποιαν που ελίσσεται τσαχπίνικα.

Βγαίνει μια γοργόνα από τη θάλασσα διακοσίων κιλών με ανύπαρκτο μαγιό στρινγκ και έχει τουπέ κάτσε καλά θεάς, και τότε της λες: Χέλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.

- Έχει χαλαστεί με τίποτα ο Τέλης;
- Όχι ρε, απλώς είναι δεντροχόλαντρος το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαλάκρα και συνεκδοχικώς ο ίδιος ο φαλακρός. Προφάνουσλυ, όπως μια πλαγιά που δεν έχει δέντρα και την χτυπάει ο ήλιος λέγεται ξέφωτο, έτσι μεταφορικώς, ξέφωτο είναι η επιφάνεια της κεφαλής που δεν έχει τρίχες. Χριστιανοσλανγκιστί λέγεται και Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.

  1. Καλύτερα ξέφωτο παρά βαψομαλλιάς.
    (Από την ταινία «4 Μαύρα Κοστούμια»).

  2. Ξέφωτο και μοιραία λατινοαμερικάνικη χαίτη. Δες Ρότσα (Χουάν Ραμόν).

Martin Heidegger: Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη εκστατική στο ξέφωτο του είναι. (από Khan, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει μόνο ένα φρύδι. Όχι, δεν μιλάω για κάποιο είδος αναπηρίας, αλλά για ένα φρύδι που ξεκινάει από την αριστερή άκρη του αριστερού ματιού και φτάνει ως την δεξιά άκρη του δεξιού ματιού. Χωρίς διακοπή. Μεγαλύτερος εχθρός της το τσιμπιδάκι, του οποίου αγνοεί την εφεύρεση, όπως αγνοεί και την ανάδυση του κινήματος της τριχοφοβίας στην ύστερη νεωτερικότητα. Είδος προς εξαφάνισιν στο οικοσύστημα των θηλέων νέας κοπής, πλην θάλλει σε κυρα-περμαθούλες, θείτσες, νυθείτσες, θεούσες, Αφροξυλάνθες, χριστιανόφουστες και άλλες δυνάμεις της Δεξιάς και της Συντήρησης, ου μην, αλλά και της Αριστεράς και της Προόδου, καθώς και σε χήρες του Τρότσκυ.

Για όσους δεν το ξέρουν, η Frida Kahlo ήταν σημαντική Μεξικάνα ζωγράφος που απαθανάτισε τα διάσημα φρύδια της σε εκατοντάδες αυτοπροσωπογραφίες της. Ήταν γυναίκα του Diego Rivera και ερωμένη του Λέοντος Τρότσκυ, φαινόταν ότι τους έγραφε όλους στα φρύδια της με τον μποέμ τρόπο ζωής της, κι όμως έκρυβε μια σπάνια ευαισθησία. Η απεικόνισή της από την Salma Hayek στην ομώνυμη ταινία μπορεί να θεωρήθηκε από τους φανατικούς της ζωγράφου ως ιερόσυλη αμερικλανιά, πλην τους υπόλοιπους δεν μας χάλασε.

«Συνήθως, σε αυτήν την ζωή, οι επιλογές που σου δίνονται από έναν άντρα είναι εξίσου κακές, απλώς η μία από τις δύο είναι ολοφάνερα λάθος ενώ η άλλη έχει κάποιο κρυμμένο τίμημα. Είναι σαν τα ψιλά γράμματα στο συμβόλαιο της πιστωτικής σου που δεν υπάρχει περίπτωση να προσέξεις παρά μόνο όταν σε καλέσουν να πληρώσεις όσα χάλασες με ένα αρκετά μεγάλο επιτόκιο. [...] Γιατί όσο περισσότερο χρόνο κάθεσαι με κάποιον τόσο πιο ευάλωτη γίνεσαι και, παρά την έμφυτη βλακεία τους, οι άντρες τα μυρίζονται αυτά. Κι άπαξ και καταλάβουν ότι έπεσες σαν το ποντίκι μέσα στην φάκα που λέγεται συνήθεια θα κοιτάξουν με κάθε τρόπο να σε εκμεταλλευτούν. Γιατί όλα είναι θέμα συνήθειας. Όπως εκείνο το τσιμπιδάκι φρυδιών που είχες και που δεν το άλλαζες με τίποτα μέχρι που τελικά το έχασες κι αναγκάστηκες να πάρεις καινούργιο για να μην γίνεις Φρίντα Κάλο.

ΚΑΡΑΜΠΑΚΑΚΗ Στέλλα, Οι άντρες είναι σαν τα παπούτσια, εκδ. Πολύτροπον, 2009, σ. 87-88.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που ό,τι σχετίζεται μ' αυτό είναι υπερβολικά κιτς.

Παράγωγα: καρακιτσάτος/-η/-ο, καρακιτσαριό

— Φιλαράκι, αγόρασα ένα πουκαμισάκι πολύ άψογο, σου λέω. Το ένα μανίκι λαχούρι, το άλλο εφημερίδα, και τα κουμπιά προσομοίωση μπάλας ποδοσφαίρου. Γαμάτο σου λέω!
Πού πας ρε καρακίτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τσέκαρα ότι λεγόταν στα νάιντηζ τουλάστιχον σε διάφορα Βόρεια Προάστεια της Αθήνας. Η λογική είναι περίπου η εξής:

Ο Ποπάι τρώει σπανάκι.

Η ελληνική βερσιόν του τρώει σπανακόρυζο που είναι πιο ελληνικό, περμαθουλώδες και ξενερουά.

Ergo, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο είναι ο κοντός και μικρὸς τὸ δέμας (καθώς κάμποσοι ομηρικοί ήρωες) τυπάς, που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει την φυσική του μειονεξία με το να μετατραπεί σε μπιλντέρι σφίχτερμαν. Πλην δεν πείθει κανέναν, και οι άλλοι εξακολουθούν να τον θεωρούν ως άνθρωπο-μισή μερίδα-μισή χαψιά, σπανακορύζου εν προκειμένω.

Τι να κλάσει μωρ' ο μηδέν βαθμοί, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερμεγέθες πέος του ανδρός. Όχι απλά το μεγάλο, αλλά το τεράστιο.

Ως εκ τούτου το λήμμα αποκλείεται να έχει σχέση με το μικροσκοπικό συμπαθές ομώνυμον έντομον. Επομένως, πρόκειται δια άλλον έναν παραλληλισμόν του ανδρικού γεννητικού οργάνου με διάφορα εργαλεία όπως λοστάρι, στυλιάρι, καλέμι, κ.λπ.

Παρότι ο παραλληλισμός αυτός είναι σύνηθες φαινόμενον, δεν είναι βέβαιη η προέλευσις του λήμματος «γρύλος». Πιθανώς η χρήσις του όρου να υποδηλώνει ότι το εν λόγω πέος είναι τόσο μεγάλο που μπορεί μεταφορικά να χρησιμοποιηθεί και ως γρύλος δια ανύψωση οχημάτων ή ενδεχομένως άλλων βαρών. Γενική πεποίθησις είναι παρόλ' αυτ'α, ότι απ' όσους διατείνονται πως διαθέτουν γρύλον, ελάχιστοι λένε την αλήθεια.

Επιπροσθέτως επισημαίνεται πως: Ος θεωρεί ότι διαθέτει γρύλον αντί πέους, καλόν θα είναι να μην προβεί εις δοκιμάς άρσης βαρών. Το ανδρικόν πέος δεν προορίζεται δια ταύτην χρήσιν.

  1. - Αν είσαι μάγκας, κατέβα κάτω μωρή κότα.
    - Τράβα ρε απο 'δω μη βγάλω το γρύλο έξω και φύγεις τρέχοντας.

  2. - Γιώργο, είδες το dvd της Τζούλιας;
    - Ναι ρε. Μαλακία ήτανε. Πάντως ο τύπος είχε ένα γρύλο ....

(από dimitriosl, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified