Selected tags

Further tags

Είναι ο κωλοειδής σχηματισμός που παρατηρείται στους βαριά εύχοντρους στη μπροστινή μεριά του παντελονιού. Το παντελόνι χωρίζει την τεράστια κοιλιά στη μέση σχηματίζοντας 2 κοιλιακούς: τον άνω κοιλιακό, που παίζει τον ρόλο της κοιλιάς, και τον κάτω, που σχηματίζει τον μπροστινό κώλο.

(από εδώ)
«- Το γιωτόμπαλο… [...]
Στις ατελείωτες ουρές τις κατάταξης, ξεχωρίζει από χιλιόμετρα. Είναι κοντός, μπουνταλάς με “μπροστινό κώλο” και φοράει χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Στο χέρι κρατάει μια ακτινογραφία, δύο αξονικές, ένα αερολίν, τέσσερις ιατρικές γνωματεύσεις, τα σχετικά αποκόμματα από εφημερίδες και μονίμως αγχώνεται για το πότε θα γίνει η επόμενη ιατρική εξέταση.»

  1. (από εδώ)
    «8.ΤΑ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΑ ΞΕΘΑΡΕΞΑΝ ΩΡΕ!!! Ο κάθε ποκοπίκος, μπουνταλάς, ασβός, αρούγκαλος, με μπροστινό κώλο, ρανταπλάν, κλασοπόμολος που στο λύκειο τον δούλευαν όλοι...ο τύπος με τη μπανάνα στη μέση, το πλαστικό shaker του φραπέ στο χέρι και ένα τάπερ με κεφταδάκια απτο σπίτι στην τσάντα του, με τη βερμούδα πάνω απο τον αφαλό που φτάνει στα βυζιά κ μέχρι τον αστράγαλο και άσπρες κάλτσες με μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια που τα φοράει από το 5Χ5 μεχρι το villa mercedes υπάρχει ακόμα...ΝΑΙ ΝΑΙ δεν εξαφανίστικε μετά το λύκειο, απλά στο παίζει ιστορία στο καρλόβασι.......»

ΜΠΡΑΦ: στο 6:38 ο μπροστινός κώλος. (από Cunning Linguist, 13/05/12)(από Cunning Linguist, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(...καλά, πώς σας ξέφυγε αυτό; Ρε σεις, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Αφού ξέρετε ότι χυδαιότητες έγραφα μόνο κατά την πρώιμη, ανώριμη φάση μου. Θα το ξαναπώ: πού έχω μπλέξει ρε πούστη μου...).

Τεσπα, κάνε πάσα το ποτήριον τούτο να τελειώνουμε: γαμόφατσα είναι ποικίλων αποχρώσεων περιγραφικός όρος που αφορά είτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάποιου ατόμου, είτε πτυχές του χαρακτήρα του.

Για να πω την αμαρτία μου, προσώπικλυ το έχω ακούσει και χρησιμοποιήσει μόνο ως όρο που περιγράφει ανθυγιεινές φάτσες με ύποπτες διασυνδέσεις, του είδους «αυτός το πρωί θέλει τρεις αργιλέδες για ν' ανοίξει τα μάτια του». Μιλάμε δηλαδή για σκατόφατσες περπατημένες, χαρακωμένες από την πείρα, αδρές και αργασμένες, με μια προλεταριακή γαρνιτούρα στην υποκοσμιακή μπριζόλα τους άμα λάχει, με βαριά αρσενικά χαρακτηριστικά, μούτρα «στην πέτρα πελεκημένα», αν μού επιτρέπεται η χυδαία λεκτική παρεκτροπή.

Πώς να σού το πω να καταλάβεις, που λέει κι ο Βασίλης ο Νικολαΐδης στο τραγούδι που περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες μιας Βορειοελλαδίτικης γαμόφατσας, άμα ήτουνε πεζοναύτης θα είχε εκείνο το «the thousand yards stare» που μνημονεύει ο Kubrick στο Full Metal Jacket.

Από την άλλη, γαμόφατσα μπορεί να χαρακτηριστεί κι ένας πιτσιρικάς στην προεφηβεία, ένα αντράκι με όμορφο πρόσωπο και αυθεντική, de profundis μαγκιά, μόνο που εδώ ο όρος δεν περιέχει τον παραμικρό παιδεραστικό υπαινιγμό. Μιλάμε δηλαδή για ένα παιδί που, αν ήσουνα στην ηλικία του, θα έδινες τα πάντα για να είσαι στην παρέα του, κάτι σαν τον Τζάκι Κούγκαν του Τσαρλιτσαπλίνειου «Αλητάκου». Παρεμπίπταμπλjυ, άμα πατήσετε εδώ θα διαπιστώσετε ότι ο Κούγκαν μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ενήλικη γαμόφατσα.

Τώρα, το νέτι μας δίνει κι άλλες αποχρώσεις της λέξης, που αφορούν είτε φλώρους, είτε γυναίκες. Το επ' εμοί, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη για να χαρακτηρίσω άτομα προερχόμενα από αυτές τις ομάδες πληθυσμού, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Προσωπική μου εντύπωση από τα διαδικτυακά μου ευρήματα είναι ότι, παρά το α' συνθετικό (γαμο-) της λέξης, υπάρχει η τάση να περιγράφονται με αυτόν τον όρο άτομα των οποίων η όψη και (κυρίως) το ήθος που αποπνέουν παραπέμπει περισσότερο σε αφόδευση παρά σε σεξουαλική πράξη. Παρά ταύτα, καλός μου φίλος (ψιλοθηριώδης και γαμόφατσα άλλωστε), βλέποντας τις προάλλες γνωστή, ευειδή τηλεπαρουσιάστρια καρα-καθεστωτικού κωλοκάναλου την ενημέρωσε, τείνοντας τον δείκτη του στην οθόνη: εσένα, όταν έρθει η Επανάσταση, πριν σε σκοτώσω θα σε γαμήσω (και πάλι καλά δηλαδή που τα είπε με αυτή τη σειρά, έτσι μπαρουτιασμένος που ήτουνε...).

Πράγμα που μας πηγαίνει στην παμπάλαια ιστορία της κυριαρχίας μέσω του σεξουαλικού καταναγκασμού. Οπότε ο όρος γαμόφατσα έχει την έννοια του γαμημένου, του περιφρονητέου, απωθητικού, μισητού προσώπου που επιθυμούμε να ταπεινώσουμε μέσω μιας μη συναινετικής σεξουαλικής συνεύρεσης (για να μην αναφερθούμε στις ρατσιστικές / σεξιστικές παραμέτρους του θέματος). Αλλά εδώ αρχίζει να ξεχειλώνει το πράμα...

...οπότε ας το κλείσω ανώδυνα, αναφέροντας την γενικώς υβριστική απόχρωση της λέξης, από την οποία δεν γλυτώνουν ούτε τα συμπαθή και χρήσιμα ιντερνετικά smilies (προ-προτελευταίο παράδειγμα).

  1. Τον φούστη την ίδια γαμόφατσα έχει από το 2005....δεν άλλαξε καθόλου....

  2. ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΧΕΙΣ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΓΥΦΤΟΑΛΒΑΝΕ

  3. Άκουσα χτες και τον κοντό μεγαλοδικηγόρο που ισχυρίζεται ότι τον τακούνιασε η πρώην γκόμενά του [...] τού κάνανε μιά πολύ σοβαρή πλαστική εγχείριση για να τον φέρουν στα ίσα του [...] Γειά σου ρε μεγάλε [...] τελευταία λέξη της μικροχειρουργικής πλαστικής που ξανάφερε στα σκατά την άθλια γαμόφατσά σου [...]

  4. Ti koitas etsi mori saura...Adeia kikloforias gia tin gamofatsa sou exeis vgalei ;;;

  5. [...] με ένα καλό γαμήσι ίσως να ισιώσει και να στρώσει λίγο η γαμόφατσά της [...]

  6. ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΗΚΩΜΑ ΣΤΗ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΝΑ ΕΧΗ...ΜΟΥΣΙ

  7. ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΡΙΞΩ ΜΠΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΟ ΤΗΣ!!!!!!!!ma me to poy anoigo thn tv vlepo thn gamofatsa tis xinis !

  8. η γαμόφατσα που βγάζει τη γλωσσα της (:Ρ) είναι γιά όταν κάνεις πλάκα. δεν είναι ίδια με την τελεία. μην την βάζετε παντού!!!!@

(Όλα από το νέτι).

Ο εξαίρετος κύριος Jean-Marie Bigard είναι θετικού ηθικού προσήμου αντρίστικη γαμόφατσα (με την έννοια της τρίτης παραγράφου) στο Le missionaire· πολύ γέλιο, ειρήσθω εν παρόδω.

Για γαμιολοκαριολοκαυλομουνοπουτανοσκυλοτσιμπουκόφατσες οι τυχόν ενδιαφερόμενοι λημματογράφοι ας ξεψαρίσουν το δίχτυ. Εγώ μιά φορά το καθήκον μου το έκανα και τη συνείδησή μου την έχω ήσυχη.

Δες ακόμη: γαμο-, -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την σύνθεση των λέξεων «σεξ» και «βόμβα». Είναι η γκόμενα η οποία είναι μούναρος και ταυτόχρονα δείχνει ότι μπορεί να σε βάλει κάτω και να σου πετάξει τα μάτια έξω.

- Τελικά η καλύτερη γκόμενα που είχα ήταν η Γιώτα.
- Πως ήτανε; Δεν την είχα δει.
- Άστο φίλε. Ήταν ξανθό τούμπανο και θύμιζε την Πετρούλα Κωστίδου. Μιλάμε για την απόλυτη σεξοβόμβα, τι να σου λέω τώρα.

(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεχνο-φύτουκλας, ο σπασίκλας.

Εκ του αγγλικάνικου γκικ, εξελληνισμένου με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας. Geek αρχικά αποκαλούντο οι εξαθλιωμένοι καλλιτέχνες τσίρκων που δάγκωναν τα κεφάλια ζωντανών ποντικίωνε και φιδιώνε για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον και απαραίτητον δια την ζωήν των.

- Ωπ, τώρα θα μας πούν και γκίκουλες... - Καλυτερα γκικουλας ή σαβουρογαμίκουλας; (εδώ)

- Ουρές, πλήθος, κάμερες, δημοσιογράφοι, μπλόγκερς, γκίκουλες, ενθουσιασμός, χαρά, λύπη, απογοήτευση και…ο Wozniak ! Αυτές είναι μερικές λέξεις, οι οποίες περιγράφουν το τι γίνεται έξω απο τα applestores την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας ενός προϊόντος το οποίο φέρει το milaraki επάνω του !
(εκεί)

- Οι σπασίκλες, τα νερντ και οι γκίκουλες ναι μεν υπάρχουν (όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα), αλλά πρώτον ο αριθμός τους δεν είναι τέτοιος ώστε να δικαιολογεί ιδιαίτερη μνεία...
(παραπέρα)

(από Khan, 17/05/12)Νερντ το τουκανιστικόν. (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γριόνι. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Τρελή γρέτζω η Λάτ..η, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. To γνωστό κουρασάν, με λάθος προφορά. Αρτοσκεύασμα από μαλακή ζύμη, με ή χωρίς γέμιση.

  2. Μεταφορικά, το έξω γεννητικό όργανο του άρρενος όταν αυτό παρουσιάζει μυϊκή ατονία ακόμα και μετά το σχετικό χρόνο προθέρμανσης. Υποκοριστικό: το κουρασανάκι.

Επίσης, βλ. μαλακοκαύλης.

  1. - Θα πάω στο περίπτερο, θες κάτι; - Πάρε ένα κουρασάν σοκολάτα. Το φτηνό.

  2. (συζήτηση μεταξύ θηλυκών)
    - Και; Και;
    - Τίποτα… Απογοήτευση. Κουρασανάκι ο Νικόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του καμουφλάζ, ή του καμουφλαρισμένου.

Εκ του γαλατικού camouflage.

Ασίστ: ironick.

- ό,τι και να βγει πάντως, δεξιό ή κρυφοδεξιό θα είναι... δεν υπάρχει αριστερή ελλάδα, όλα καμούφλες είναι. θα επιμένω σε αυτό μέχρι να πεθάνω! (από ιδιωτική συζήτα)

- Ο μεν γνωστός μόδιστρος δεν αντελήφθη τίποτα το ασυνήθιστο, οι δε μπάτσοι υπερέβαλαν εαυτούς στην καμούφλα, σε σημείο δηλαδή…, να το κάψουν και να το τσούξουν προκειμένου να επιτύχουν την ιδανική μεταμπουζούκια σύλληψη μεγαλοοφειλέτη μόδιστρου…
(αναφορικά με την σύλληψη γνωστού μόδιστρου, εδώ)

- Εγω εχω καρτα, αλλα,οσοι μπαινετε χωρις εισητηριο να προσεχετε γιατι τωρα μπαινουνε τριαδα και καθονται σκορπια και παριστανουνε τους μαλακες (καμουφλα) Μετα σηκωνονται και αρχιζουν τον ελεγχο.Μετα καθονται παλι και μετα το ιδιο!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανίδεος, ο γκέουλας, ο φολκσβάγκεν, ο φλώρος.

- Πολύ έξυπνο και ωραίο παιδί ο Γιάννης.
- Ποιός ρε; Αυτός είναι κοκοφίκος, δεν σκαμπάζει μία, άσε που το κουνάει λίγο το προσόψιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified