Selected tags

Further tags

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας κυρίως μεγάλη ποσότητα make-up και ρουζ. Συνώνυμο: γίνομαι κλόουν.

- Κανονίσαμε με την Ντέπυ να πάμε για τζόγκινγκ το πρωί. Κι αν έχεις τον θεό σου ρε Γωγώ... Πάστώθηκε μ' ένα κιλό make-up και ρουζ και στικ πρωί-πρωί και ήρθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος με χαίτη. Το λήμμα προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων χαίτη και Χετταίος.

Σημείωση: Οι Χετταίοι ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.

Σημείωση 2: Οι Χαιτταίοι ήταν λαός ο οποίος κατέκλυσε όλη την υφήλιο στη δεκαετία του 80.

Ρε φίλε θυμάσαι τον Τσιαντάκη που έπαιζε παλιά στο Θρύλο; Τρελός Χαιτταίος, ετσι;

(από vikar, 09/05/12)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ατημέλητος και κάργα αραχτός. Βασικά χαρμπαγιάγκαλος και ολίγον κοπριτάμπουρας.

Άλλα σχετικά λήμματα: χλέμπουρας, αλτέρνι, κοπρόσκυλο, ρεμπεσκές, φρίκουλο

- Πώς τον είδες τον καινούργιο δεσμό της ξαδερφούλας μας, Δημητράκη; - Τι να σου πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω ... μπορεί νάχει άι-κιου 175, που λέει κι αυτή, αλλά πολύ λεχάρι το άτομο, ρε γαμώτο ... πουλόβερ με τρύπιους αγκώνες και η τελευταία φορά που δούλεψε ήτανε, νομίζω, επί Γεωργίου Ράλλη ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.

- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουρμπινάτη γκόμενα που δίνει ρέστα σε όσους την κοιτάζουν. Η γκόμενα που προκαλεί ατύχημα με ένα βλέμμα ή με το περπάτημά της. Συνήθως είναι κωλοφτιαγμένη από αισθητικούς, πλαστικούς και δυνατούς μόδιστρους.

- Καλά ρε συ έπαθα πλάκα με την Λίτσα. Τρελό τούμπανο!!! Κόντεψα να τρακάρω καθώς την κοιτούσα να περπατάει στην Τσιμισκή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγριεμένο ορμητικό και αφηνιασμένο μεγάλου μεγέθους, πέος που κάνοντας πυρ και κίνηση εφορμά ως πολιορκητικός κριός στο πεδίο της ερωτικής μάχης, για να καταλάβει βαθύσκιωτο φαράγγι και να αναδείξει ασπροπρόσωπο και τροπαιούχο τον κάτοχο του. Ο όρος προέρχεται από το ομώνυμο μεγαλόσωμο κι άγριο άτι που καβαλίκευε ο Μέγας Αλέξανδρος, στο πεδίο των μαχών, το οποίο ήταν και το αγαπημένο του άλογο.

Κοντός χλεμπονιάρης, σαν ανάποδο γαμώτο κάθεται και χαλβαδιάζει μια δίμετρη γκόμενα με πλούσιο και γυμνασμένο στήθος που φοράει κολάν και εκείνη την ώρα περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μόλις πλησιάζει δίπλα του της πετάει:
- Μωρό μου έλα παρακάτω να σου δείξω τον βουκεφάλα μου. Εγώ κι αυτός θα καταλάβουμε κάνοντας πυρ και κίνηση, τα υψώματα του γκολάν σου και θα βάλουμε και γκολ στο τέρμα σου.
Η τύπισσα αφού τον σκανάρει, στέκεται δίπλα του, σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη και του πετάει με περιφρόνηση:
- Φύγε από δω ρε απολειφάδι, ρε σκέτο από γιουβέτσι, μη σου στρεσάρω κανα ανάστροφο βυζοσκάμπιλο και σου προκαλέσω ρήξη αριστεράς κάτω γνάθου.

(από GATZMAN, 16/09/08)(από GATZMAN, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοξή στάση που παίρνουν οι γκόμενες στην παραλία όταν θέλουν να δείξουν κορμάρα. Προσπαθούν επί ματαίω να τεντώσουν το σώμα (μπούτια, κοιλιά, δίπλες γενικώς) αλλά να δείχνουν, συνάμα, χαλαρές και φυσικές.

Η λέξη έχει αρχίσει να μπαίνει στην αργκό των γυμναστηρίων.

... και μη μου κάθεστε τώρα όλες σε στάση παραλίας, σηκωθείτε όρθιες, μέσα η κοιλιά, σφιχτοί οι γλουτοί, έξω το στήθος, τα πόδια καλά να πατάνε στο έδαφος, κάτω οι ώμοι!

(από ironick, 17/09/08)(από ironick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified