Selected tags

Further tags

Το δασύτριχο στέρνο του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Οπωσδήποτε το πουκαμισάκι είναι ανοιχτό ώστε να δείχνει το ερωτικό χαλί σε όλη του την δόξα. Κι οπωσδήποτε κοσμείται απ' τον χρυσό βαπτιστικό σταυρό.

Η έκφραση έχει καθιερωθεί λυρικά απ' τον Χάρρυ Κλυνν:

«Με το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη!»

Got a better definition? Add it!

Published

Η πατρότητα του όρο ανήκει στον Χάρρυ Κλυνν. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι απ' τον Γιάννη Ζουγανέλη.

  1. Είναι κυρίως ο όμορφος ομοφυλόφιλος, ο σέξι, ο χοτ, η πουστάρδα.

  2. Καταχρηστικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όλως αντιθέτως, για να δηλώσει τον στρέιτ άντρα, που φιλεί το όμορφον φύλον, δηλαδή το θηλυκό (απλώς οι γκέι έχουν εναλλακτική άποψη για το ποιο φύλο είναι το ωραίο).

  3. Κάπως πιο κυριολεκτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λέσβω/λεσβόγκα που φιλεί το όμορφο γυναικείο, αντί για το άσχημο αντρικό φύλο.

  1. - Αχ, πώς μ' αρέσει ο Σάκης! Τι κορμί, τι κίνηση, τι μπράτσα!
    - Δεν το ξέρεις, λοιπόν, πως το γρασάρει το ρουλεμάν; Ο άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος!
    - Αλλά τι ομοφυλόφιλος! Ομορφυλόφιλος!

  2. - Να βρεις κι εσύ ένα παλληκάρι να καλοπαντρευτείς...
    - Γιατί; Για να 'μαι ασχημοφυλόφιλη; Προτιμώ να είμαι ομορφυλόφιλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη νταούλι παραπέμπει στο θηλυκό το οποίο ντύνεται (ή μάλλον δεν ντύνεται) και βάφεται υπερβολικά κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή μόνο σε βραδινή έξοδο (κυρίως σε μπουζούκομάγαζα), θεωρώντας πως έτσι ελκύει το αντίθετο φύλο.

Χαρακτηριστικό το οποίο βοηθά στο να αναγνωρίσουμε ένα νταούλι είναι το φουσκωμένο / κρεπαρισμένο μαλλί. Τα νταούλια χαρακτηρίζονται πολλές φορές πως ντύνονται κίτς βλ. κιτσαρία.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το επίπεδο μόρφωσης δεν παίζει ρόλο για να χαρακτηριστεί νταούλι ένα θηλυκό.

- Ρε φίλε, πού μ' έφερες εδώ μέσα, το μέρος παίζει σκυλάδικα.
- Εκτός αυτού είναι και γεμάτο νταούλια... πάμε να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή το θέμα μ' απασχολεί, ρώτησα έναν γιατρό κι έναν ψυχολόγο να μου δώσει ο καθένας από έναν ορισμό της «Ελλεεινίδας».

Ο γιατρός μου είπε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης.

Ο ψυχολόγος συμπλήρωσε ότι είναι η γυναίκα με υπερβολικά επίπεδα τεστοστερόνης, που κάνει υπεραναπλήρωση αυτού του γεγονότος με το να δείχνει μια δόση παραπάνω θηλυκή από όσο θα έπρεπε.

Με λίγα λόγια, κάθε άντρας θέλει έναν ορισμένο βαθμό θηλυκότητας απ' την γυναίκα του. Έστω ο βαθμός αυτός «θ». Η Ελλεεινίδα θα είναι πάντα θ + ν . Λίγο παραπάνω. Ως ένα πρόχειρο παράδειγμα θα αναφέρω την ονομασία όλων των αντικειμένων με τα υποκοριστικά τους.

Εννοείται ότι εξαιρούνται οι παρούσες, ήτοι οι γυναικείες παρουσίες- κόσμημα για το site μας. Κι επιπλέον, νομίζω ότι πρέπει να οριστεί και ο Έλλεεινας, (προσοχή: όχι απλώς ο Ελληνάρας), που ως πατέρας, γκόμενος και γιος έχει κάνει τις Ελληνίδες Ελλεεινίδες!

Αν έχετε δει το «Ψυχραιμία. Όλα παίζουν» του Περάκη, η Θεωνά είναι η κλασική Ελλεεινίδα. Η Αλεξανδράτου η υπερβολική Ελλεεινίδα. H Καβαλιεράτου είναι η αντιδραστική Ελλεεινίδα κι η Γιακουμή, κατά την υποκειμενική μου άποψη, ο καλύτερος δυνατός τύπος Ελλεεινίδας (με την ευρύτατη δυνατή χρήση του όρου). Επαναλαμβάνω ότι η κλασική Ελλεεινίδα είναι η Θεωνά.

(Αναφέρω επίτηδες παραδείγματα σέξι γυναικών, που τιμάνε τον όρο «Ελλεεινίδα», δηλαδή οι παραπάνω είναι οι ιδεατές Ελλεεινίδες. Στην πραγματική ζωή, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη).

Τζένη Θεωνά (από Hank, 30/12/08)(από jesus, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάω με τις από καρδιάς ευχαριστίες στο φίλο Gizaha για το πολύ καλό λήμμα. Thanks.

O Καπετανάκης του τραγουδιού «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» (Παράρτημα/χώρος παραδειγμάτων) ήταν διευθυντής των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας, κατά τη δεκαετία του '30 . Οι φυλακές αυτές βρίσκονταν στο Μοναστηράκι και, μαζί με τις φυλακές του Ναυπλίου και του Γεντί Κουλέ, ήταν οι γνωστότερες της εποχής. Με αυτόν τον Καπετανάκη φαίνεται να «τα μίλησε/συμφώνησε» ο ήρωας του τραγουδιού, για να μην ξαναμπεί στη φυλακή.

Στο τραγούδι αυτό εκφράζεται το παράπονό του ήρωα για την ύβρη του διευθυντή προς τη μάνα του (την «πότισες φαρμάκι»), της οποίας το ήθος προφανώς θα αμφισβήτησε ο διευθυντής σε κάποιο επισκεπτήριο, εξ ου και η εξήγηση για το υπονοούμενο περί «μελιτζανιών» (εσωρούχων που φορούσαν οι πόρνες). Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι πόρνες χρησιμοποιούσαν, για αντισηπτικό, διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου, το οποίο έχει χρώμα μοβ. Για να μη φαίνονται οι λεκέδες στα εσώρουχα, χρησιμοποιούσαν υφάσματα σε χρώμα μελιτζανί. Έτσι η φράση «τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια» σημαίνει «δε θα είσαι πια πόρνη και δεν θα φοράς μελιτζανιά εσώρουχα».

Και πάμε τώρα στην αρχική σημασία της λέξης ντούγκλα. Παρόλο που η λέξη φέρνει λεκτικά στη λέξη μπούκλα, εντούτοις δεν παίζουν έτσι τα πράγματα.

Αρχικά ο στίχος ήταν «που 'χει Ντούγκλας το μουστάκι» και εννοούσε ότι έχει μουστάκι σαν το μουστάκι του ηθοποιού Douglas Fairbanks. (Αυτός γεννήθηκε το 1883 στο Ντένβερ του Κολοράντο και μεσουρανούσε όταν γράφτηκε το τραγούδι. Πέθανε το 1939. Η φωτογραφία στο λινκ είναι προσφορά στους τριχοφοβικούς φίλους.) Το μουστάκι α λα Fairbanks Douglas είναι λεπτότριχο και μακρύ (βλ. φωτογραφίες).

Η γνώση των αγγλικών εκείνη την εποχή ήταν μηδαμινή κι έτσι το Ντάγκλας έγινε εύκολα Ντούγκλας. Αργότερα το Ντούγκλας έγινε Ντούγκλα.

Κατά μια λιγότερο ισχυρή εκδοχή, γίνεται αναφορά στην αλοιφή «Douglas» που χρησιμοποιούσαν οι τότε ρεμπέτες ως ζελέ για τα μαλλιά και το μουστάκι. Πιθανά να παντρεύτηκαν οι δυο παραπάνω περιπτώσεις και επ' ευκαιρία να βρήκε τρόπο να διαφημιστεί κι η κρέμα αυτή.

Η σημαντικότερη λοιπόν εκδοχή αυτής της πρωταρχικής σημασίας ήταν: μουστάκι α λα Fairbanks Douglas. Ωστόσο όμως, με την πάροδο του χρόνου, ο ζωντανός χαρακτήρας της γλώσσας έχει προσδώσει στη λέξη επιπρόσθετες σημασίες, ώστε η γλωσσική χρήση του όρου να μπορεί να εξυπηρετεί και πρόσθετες γλωσσικές χρηστικές ανάγκες.

Έτσι κάποιοι που αγνοούν την προέλευση της, λόγω της παρεμφερούς λεκτικής μορφής της με τη λέξη μπούκλα, τη χρησιμοποιούν για φουντωτά μπουκλοειδή μουστάκια (καθ' όλο το μήκος τους/στα άκρα τους, βλ. παράδειγμα 1).

Κάποιοι άλλοι μπορούν να συνδέσουν την αγριότητα του Καπετανάκη με το τσιγκελωτό μουστάκι, ή με το μουστάκι που έχει γυριστές τις άκρες του.

Πολλές φορές ακόμα, δε χρησιμοποιείται η λέξη για να περιγράψει τον τύπο ενός μουστακιού, αλλά μέσω των λέξεων-κλειδιών του τραγουδιού (φυλακή, Καπετανάκης, κλπ) και του κλίματος της εποχής (στο οποίο δημιουργήθηκε το τραγούδι), μπορεί να παραπέμψει εμφατικά στα παρακάτω χαρακτηριστικά που μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηρίζουν κάποιον μουστακοφόρο. Μπορεί λοιπόν να παραπέμψει:

α) Στην αγριόφατσα, ή/και στο σκληρό-αγριωπό και αρρενωπό χαρακτήρα ενός μουστακοφόρου. (Ωστόσο πολλές φορές ένα τέτοιο λουκ μπορεί να λειτουργεί ως φερετζές του πούστη, βλ. παράδειγμα 2).

β) Σε μαγκιά (πραγματική ή τεχνητή, δες εδώ αλλά και στο παράδειγμα 3).

γ) σε κάποιον μουστακοφόρο που το στυλ του μας κάνει εντύπωση. (Το μουστάκι του για παράδειγμα μπορεί να παραπέμπει στην εποχή που δημιουργήθηκε το τραγούδι, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο σχηματισμό της εντύπωσης αυτής, βλ. παράδειγμα 4.)

Θα μπορούσαμε τέλος να αναφερθούμε σε γυναίκες που έχουν έντονη τριχοφυΐα μεταξύ μύτης και στόματος (μουστάκι λάιτ, βλ. παράδειγμα 5), στοιχείο που αντιτίθεται στη θηλυκότητα μιας γυναίκας.

Κλείνοντας, ζητώ συγνώμη από την Μαρία την όμορφη, που μπορεί να διαβάσει για άλλη μια φορά ένα θέμα που αφορά τριχοφυΐα.

Από φόρουμς
1. [...] από σήμερα υιοθετούμε το στυλ «με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι, ή μπούκλα στο μουστάκι».
Δες

  1. Μην ανησυχείτε, υπάρχουν άντρες που έχουν ντούγκλα το μουστάκι και έχουν τα μπράτσα πέτρες κι όμως την αρμέγουν την σαύρα...
    Δες

  2. Εξετάστηκε από το ΚΥΣΕΑ (Κυβέρνηση Σεσημασμένων Αμερικανοτσολιάδων σύμφωνα με παλαιότερη ρήση του Τζιμάκου) η πρόταση του υπουργού Εθνικής Αυτοϊκανοποίησης Βαγγέλα Μεϊμαράκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι για την αντιμετώπιση της «λειψανδρίας» στα ελληνικά στρατά. Ο υπουργός καταχειροκροτούμενος από νεολαίους της ΟΝΝΕΔ και τους ΛΑΟΣ που είχαν προσκληθεί στα πλαίσια του διαλόγου με την νέα γενιά για το εν λόγω ζήτημα, πρότεινε το παιδομάζωμα όλων των αγοριών ηλικίας 13–18 ετών.
    Δες

  3. Α ωραία... Ξέρω μια καλή καφετέρια (ή καφετερία, όπως έλεγε η προγιαγιά μου) Σολωμού και Γ' Σεπτεμβρίου, δίπλα στον Ερυθρό Σταυρό, δυο βήματα από τον ΟΚΑΝΑ. Ό,τι πρέπει για συνάντηση! Εκεί θα δούμε και τον Καπετανάκη, που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι. Ειδάλλως, θα αναγκαστούμε να πάμε στο Μοναστηράκι. Κλαψ!
    Δες

  4. Αλλά... ούτε μια κουβέντα για τα φιλιά στις θείες με τη ντούγκλα στο μουστάκι.
    Δες

Παράρτημα

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη

Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι
αχ εσύ Καπετανάκη τα μελιτζανιά να μη τα βάλεις πια

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Στίχοι: Πάνος Μιχαλόπουλος
Μουσική: Λεονάρδος Μπουρνέλλης
Πρώτη εκτέλεση: Πάνος Μιχαλόπουλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό σεισμό που έγινε το '86 στην Καλαμάτα. Το λέμε και καλά σε αυτές που πάνε σα βάρκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον να τις πηδήξει ή ακόμα και σε κάποιες λιλιάνες που τις ζηλεύουμε [το συγκεκριμένο εκφέρεται κυρίως από γυναίκες] και το λέμε κάπως σα να θέλουμε να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη [της Λίλιαν] [δουλουδού σα να λέμε μωρή μην κουνιέσαι έτσι, εγώ το κάνω καλύτερα].

Μια ωραία απάντηση από την κουνίστρα είναι «αλλά μετά ξαναχτίστηκε» για να τους πει και και καλά στα @@μου και μένα, Μαρία Μανταλένα, δεν τρέχει κάστανο, άμα δε γουστάρεις να μην κοιτάς.

- Αλεξάαανδρα πρόσεχε πουλάκι μου γιατί έτσι κουνιόταν και η Καλαμάτα κι έπεσε.
- Ναι αλλά μετά ξαναχτίστηκε χρυσό μου. Κοίτα πώς ρίχνουν τους γκόμενους και βούλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κοντό, έως και εν χρω κούρεμα.

Συχνά τελεστής είναι ο νίντζα!

Σχετικά απηρχαιωμένο.

- Ώπα, Χρηστάκη, πού πήγε το μαλλί;
- Χειροβομβίδα δικέ μου!
- 'Ενα μπούγιο θα σ'το ρίξουμε!

Βλ. και στο ΙΚΑ κουρεύεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που είναι πολύ αδύνατα. Παρόμοιο με λέξεις όπως λουρί, σκουληκαντέρα κ.ά.

- Φάε κάτι ρε μαλάκα, σα σκλένος έχεις γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τίγκα και χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε αντικείμενο εκπλήσσει με την υπερβολή ή το μέγεθός του.

  1. (κοιτώντας σε ψησταριά το γύρο που μόλις τοποθετήθηκε):
    -Ρε μαλάκα, τι τιγκάδι είναι τούτο;

  2. (μόλις φέρνει η γκαρσόνα το «περιποιημένο» milk shake του φίλου σου):
    -Τι τιγκάδι είναι αυτό ρε; Για σένα είναι όλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified