Selected tags

Further tags

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τις παχουλές, ευτραφείς γυναίκες. Ο συνειρμός είναι εμφανής: μεγάλη ποσότητα κρέατος, λόγω φαγητού.

- Ρεεε, μην καρφώνεις έτσι, θα μάς κάνεις ρόμπα... Πως χάσκεις έτσι;
- Την βλέπεις την κρεατωμένη εκεί στη γωνία... Πρέπει να κάνει τρελά σχέδια στο κρεβάτι...

Με στόχο την κρεάτωση... (από krepsinis, 12/02/09)Κρεατωμένη και ετυχισμένη! (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάρα πολύ αδύνατη γυναίκα (ή άντρας).

- Καλή η πιπινέζα.
- Ναι, αλλά οδοντογλυφίδα. Θα την πάρει ο αέρας!

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος. Στην κυριολεξία είναι ο γνωστός μας πελαργός [τουρκ. leylek].

.

- Ρε, ποιος είναι το λελέκι εκεί χάμου;
- Ο γιός της κυρα Μαρίας, δεν τον ξέρεις;
- Δυο μέτρα είναι ο πούστης... Μπράβο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος της αποκριάς (λατινικά carnem levare= εξαφανίζω το κρέας) που παραπέμπει σε κατάσταση διασκέδασης χωρίς τελειωμό.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται, για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.

Επίσης περιγράφει και καταστάσεις που είναι για γέλια λέγοντας ότι είναι για τα καρναβάλια.

Την είδες πώς ήρθε η Βούλα για καφέ; Σκέτο καρναβάλι! Αμ εκείνος ο κότσος πάνω στο κεφάλι της τι σου έλεγε! Πρέπει να τραβήξει την προσοχή και στο τέλος καταντάει για τα καρναβάλια!

Ωραία μωρέ τα καρναβάλια... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώρος χαρακτηρίζεται ο τυπάς που, αν και φοράει κράνος – κασκόλ –μάσκα / γυαλιά σκι, έχει ακόμη μέσα του την ιδέα πως κάποιος κάπου πρόκειται να τον γνωρίσει και να τον κάνει «να πληρώσεις ρε αλήτη» για ότι έχει κάνει. Οπότε αποφεύγει συστηματικά την έκθεση σε οπτικό πεδίο κάμερας, τα πλιάτσικα σε μαγαζιά που βιντεοσκοπούνται για τη δική μας ασφάλεια (εκτός αν η λίστα του ντου έχει προϊόντα πρώτης ανάγκης οπότε κάνει την υπέρβαση), το να το παίξει ο ειρηνευτής που θα μπει ανάμεσα στους μπάτσους και στους μπάχαλους για να ηρεμήσει τα πνεύματα και άλλα.

Διαθέτουν την χείριστη φήμη ανάμεσα στις τάξεις των απλών και τίμιων κουκουλοφόρων και συχνά αναφέρονται και ως μαύρα πρόβατα. Κανείς δεν τους συμπαθεί, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν και να τους διώξουν, καθώς η πάλη κατά της πόλης που καίγεται - λουλούδι που ανθίζει είναι πραγματικά δύσκολη και χρειάζεται την συνδρομή όλων. Παρόλα αυτά, οι κουκουλοφλώροι επιτελούν μιας κάποιας μορφής έργο, με το να σπάνε μάρμαρα και να φέρνουν πολεμοφόδια, να ζωγραφίζουν με σπρέι διάφορα συνθήματα, να πασάρουν και να κουβαλούν τα μαλόξ και γενικά να χαμαλοδουλεύουν.

Αν διαβάζετε τον ορισμό και κάτι δεν σας έκατσε καλά, τότε μάλλον είστε αστυνομικός ή ανήκετε γενικά στα σώματα ασφαλείας, χουντάλας, ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κέντρο και μη περιοριστικά. Για εσάς ο ορισμός είναι: γενικά όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από μία κουκούλα.

(Δύο τύποι συνομιλούν στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης 17 Νοεμβρίου)

- Λοιπόν, σήμερα το μενού έχει Στάρμπαξ και Ζάρα. Παίρνω εγώ Ζάρα.
- Εντάξει. Να το κάνουμε πέτρα ψαλίδι χαρτί ή να διαλέξω πρώτος.
- Άσε εμείς έχουμε ήδη κάνει τρελό τιμ. Εγώ, ο Κώστας ο ψηλάκος, ο Χρηστάκης ο άτσου, ο Πεπερικλής ο κεκές και ο Μίλτος ο ράπα.
- Τι λες ρε φίλε; Πάλι θα μείνω εγώ με τους κουκουλοφλώρους; Δεν στρέει, θέλω να διαλέξουμε ξανά.

Ποιος είπε ότι ο Τσίπρας χαϊδεύει τους κουκουλοφλώρους; (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».

-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά αδύνατη και ψηλή γυναίκα, που είναι συγχρόνως πολύ άχαρη και μοιάζει με στέκα, δηλ. με ξύλινο κοντάρι.

Η μάνα στην κόρη:
- Φάει κάτι, σαν στέκα έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Κουρούπα ή κουρούπι αποκαλείται η στάμνα, το κιούπι κι άλλα πήλινα σκεύη.

Ο όρος κουρούπας προέρχεται απ' την εικόνα της στάμνας, που θυμίζει το κεφάλι (κουρούπα) κάποιου που του έχουν πέσει τα μαλλιά και έχει μεγάλη φαλάκρα, κάποιου που είναι εντελώς κάμπριο, ή κάποιου που έχει κουρευτεί γουλί. Αυτός μπορεί να αποκαλεστεί και ως κουρούπης.

Σχετικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση:«Την ξεμάλλιασε», μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση, «Την έκανε κουρούπα»

Σημείωση: Η φράση έχει απαξιωτική χροιά. Ωστόσο, αν θέλουμε να την αυξήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο παλιοκουρούπας.

  1. Τρελό γέλιο οι Γάλλοι –πώς το 'πάθαν και δεν πήραν σοβαρά τον εαυτό τους φέτος!- ένα σεληνιασμό έχει ο κουρούπας σαμάνος που χορεύει από πίσω (δες και video εδώ)

  2. - Κοίτα ρε σύ το φαλακράκια που πάει να την πέσει στα κοριτσάκια
    - Ε ...τον παλιοκουρούπα. Τι περιμένει να πιάσει πέρα από παντελονόψαρα;

(από GATZMAN, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που η κούτρα του είναι σαν τρούλος, ο φαλακρός.
Η φράση «του Κουτρούλη ο γάμος» (από την ομώνυμη κωμωδία του Α. Ρ. Ραγκαβή, 1845) σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, σαματάς.

Έγινε χτες στο μπαρ του Κουτρούλη ο γάμος! Ήθελαν να μπουν μέσα με το ζόρι κάτι μπακουραίοι και τους την έπεσε ο φουσκωτός και έγινε μπάχαλο η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified