Selected tags

Further tags

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χλίμης, ο χλιμίτζουρας, ο φίτσουλας, ο χλέμπουρας, η χλεμπόνα, ο χλεμπονιάρης, ο λαδοπόντικας, ο πορδοσάλτε.

Προφάνουσλυ εκ του ομώνυμου εμπτύσματος.

1.
Αυτός ο χλέπας που θέλανε κάτι δικά μας τσουτσέκια, να του δώσουνε να κρατήσει τη σημαία, λές κι ήτανε κανένα καφάσι ντομάτες, θα γυρίσει από τις Λόντρες, που τον σπουδάξαμε, και θα κάνει κόμμα, να μας μπει και στη μύτη!

2.
Και μέσα σε όλα αυτά κάθε καρακάξα στο γραφείο να συζητάει για τον «Άγιο Βλαμμεντίνο», τι δώρο θα της πάρει ο γκόμενος και πόσο θα χώσει το χέρι στην τσέπη ο κάθε χλέπας. Τι άντρες σκυλάκια κυκολοφορούν ρε διάολε.

3.
Ποσο χλεπας πρεπει να εισαι για να προσπαθεις να πηδηξεις δειχνοντας καρτα της ΧΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.

1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα... -Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:

  1. Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.

  2. Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.

  3. Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).

  1. Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)

  2. Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά εις -φατσα για το πρόσωπο ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση για τον ψυχισμό του.

Μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές φάτσες, λ.χ. φάτσα κυριολεκτικά μουνί, άντρα άσχημο, με άγαρμπα χαρακτηριστικά, ατσούμπαλο, στραβοχυμένο, αλλά και θηλυπρεπή, γυναικωτό, ή μπιμπερόπουστα, ή κλαψομούνη που η κλαψομουνιά είναι μονίμως αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ή αγαθομούνη, ή πλαδαρό, σαρκώδη άντρα που φέρνει σε διαφθορά πατέρα Καραμάζοφ κ.ά. Έχω την εντύπωση ότι κυρίως για άντρες λέγεται η βρισιά.

1. ΑΥΤΗ Η ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΗΤΑΝ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΕΙΣΤΑΤΕ [sick] ΤΟΥ ΣΔΟΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ.
ΑΥΤΟ το μεταλαγμενο γυναικωτο ανδροειδες ηταν ενας απο τα μεγαλα αφεντικα της μαφιοζικης οργανωσης στην Θεσσαλονικη.

2. ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΧΤΗΚΕ, ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΒΓΗΚΕ... ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ ΝΟΜΙΜΗ...

3. Εντελώς μουνόφατσα όταν χαμογελά. Θυμίζει αυτο το γαμίδι τον Τζάστιν Μπίμπερ.

4. Αλλο σοκαριστικό να σου πω; Η φθείρα του εφηβαίου μπορεί να μετοικήσει ακόμα και στις βλεφαρίδες! Ετσι, αν σου πουν ότι είσαι μουνόφατσα, θα έχουν δίκιο.

Αυτόν βγάζει το Γκουγκλ Ίματζιζ. (από Khan, 17/05/14)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πολλές μεγάλες κατηγορίες φευγάτων ανθρώπωνε, ας τους καταμετρήσουμε:

Δεν υπήρχε, κάποιος δεν θα’ πρεπε να το λημματοδοτήσει;

1.
Επίσης, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, όπως λέει η παροιμία, αλλά ο φευγάτος ήρωας δεν έχει γίνει ποτέ. Και την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως είναι σήμερα, δεν την έκαναν οι φευγάτοι. Την έκαναν αυτοί που έμειναν, αγωνίστηκαν και όταν χρειάστηκε έπεσαν.

2.
Φευγάτο ασιατικό tapas

3.
Ο Πάνος Μουζουράκης έχει χαρακτηριστεί αρκετές φορές ως «αντισυμβατικός» και «φευγάτος»

4.
Το λήμμα είναι για δύο φευγάτους του σάιτ, την Πειρατίνα και τον Τζήζαντα.

5.
Η φαντασία μου αρνιόταν ότι ήταν τέζα
φευγάτος πρόωρα απ’ την πολλή την πρέζα.

6.
Φευγάτος ο Σαλπιγγίδης. Πολύ δύσκολα θα παραμείνει και του χρόνου στον ΠΑΟΚ ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, καθώς εκτός από τον ίδιο επιθυμεί και ο σύλλογος την αποχώρηση του.

(από Khan, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βιλλόφατσα, βιλόφατσα

Στα κυπριακά είναι ο ψωλομούρης, ο dickhead ή dickface αγγλιστί, δηλαδή ο πολύ άσχημος, αλλά είναι και γενικότερα βρισιά. Εκ του βίλλα, βίλα (=πέος) και του -φατσα.

1. - apla enan kopeloui en tha asxolitun etsi skedio me tin kopeluaa! so men xonese piso p to daxtilo su r villofatsa je men nekatonese me tin kopeloua! [...]
- aman se gamisww en na doume pios en na i villofatsa [...]
-kalan r inta villa su mpennei esena pou katw j peripezeis tin kopellua;stile ksana j vale onoma na dume inta villofatsa eise esu

2. inda ahristiii isasten re pelee ! kanenas enene teleios je oson gia to pasha piene de tin vilofatsa sou je fkarton skasmo gamoto eginan mou ouloi krites

3. MEN KSANATOLMISIS NA PIS TIPOTA GIA TIS BELIEBERS RE VILOFATSA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πιο σπάνιο συνώνυμο για αυτό που συνήθως λέμε γκόμενα- γαρίδα, δηλαδή την γκόμενα με άσχημο πρόσωπο και καταπληκτικό σώμα, στη (σεξιστική) λογική «πετάς το κεφάλι και τρως το σώμα». Για ερμηνεία του φαινομένου βλ. 3ο παράδειγμα. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γκόμενα καραβίδα είναι το αντίστοιχο ενός παίκτη τύπου Βασίλη Σπανούλη που επειδή είναι κοντός αναγκάστηκε να αναπτύξει υπέρμετρα όλα τα υπόλοιπα μπασκετικά ταλέντα του. Έτσι και η γαρίδα- καραβίδα αναπτύσσει τακαπληκτικό σώμα για να υπεραναπληρώσει το άσχημο πρόσωπό της.

Σχετικοάσχετο: Ήμαρτον Κύριε! Ου γαρίδασι τι γαμούσι

1. ....αν είσαι «γκόμενα - καραβίδα» και οκτώ μάστερ να αποκτήσεις , το πολύ πολύ να μεταλλαχθείς σε «παραμορφωμένη-καραβίδα» μαζί με όλες τις άλλες ... κι άντε μετά να πετάξεις από πάνω σου την ρετσινιά.

2. να σε χαιρεται ο μπαμπακας σου κοριτσι.... γκομενα καραβιδα...

3. Υπάρχουν πολλές γυναίκες εκεί έξω που έχουν υπέροχο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Και ναι, είμαστε μαλάκες, ρηχοί, μισογύνηδες και γελοίοι που τα γράφουμε αυτά αλλά είναι μία πικρή αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί. Φυσικά και υπάρχουν αντίστοιχοι άντρες - καραβίδες. Αλλά δεν μας αφορούν.
Η άσχημη γκόμενα στα καλύτερά της
Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν γκόμενες γαρίδες. Φυσιολογικότατο. Γιατί είναι το ανώτατο level για μία άσχημη κοπέλα το να καταφέρει τουλάχιστον να έχει ένα φανταστικό σώμα ώστε να τραβάει τα ανδρικά βλέμματα. Είναι δύο οι τρόποι να είσαι υπέροχη γκόμενα αν δεν έχεις ωραίο πρόσωπο. Α) Να είσαι γαμάτη, πανέξυπνη, mindblowing και ερωτεύσιμη και Β) να έχεις ένα πολύ ωραίο και γυμνασμένο σώμα. Κι επειδή το πρώτο είναι πάρα πολύ δύσκολο και δεν εξασφαλίζεται με μερικές ώρες στο γυμναστήριο καθημερινά, το πιο συχνό φαινόμενο είναι το δεύτερο.
Κάθε ασχημούτσικη γκόμενα προσπαθεί να βρει εκείνα τα στοιχεία που θα την αναδείξουν. Οι πιο πολλές επιλέγουν να κάνουν τα πάντα ώστε ο δικός τους κώλος ή το δικό τους σώμα εν γένει να είναι το πιο ωραίο. Για πολλούς άνδρες στην τελική αυτό είναι υπεραρκετό. Δεν είμαστε ούτε τόσο ρηχοί, ούτε τόσο μαλάκες. Απλά μας αρέσει μία γυναίκα να προσέχει το σώμα της.

(από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά βρισιά, που μπορεί να έχει αποδέκτη και τα δύο φύλα, τις μάνες τους, και ό,τι επιθυμεί κάποιος να βρίσει, αλλά επίσης περιγράφει υβριστικώς και παρτόλα γυναίκα που είναι εντελώς τελείως ξέκωλο, ή ξεφτιλοπούτανο ή την βρίσκεις σε ξεφτιλάδικα, γενικά κοπέλα τελειωμένη, φτηνή πουτάνα και άλλα τέτοια που απέχουν παρασλάνγκας από την τρε κομιλφό κυριλογκόμενα και αρχοντομούνα.

1. Έχει και πολλές ξένες. Βασικά και οι γκόμενες εκεί για να φασωθούν πάνε. Από το τελευταίο ξεφτιλόμουνο μέχρι την πιο κυριλογκόμενα (που ψάχνεται όμως) έχει.

  1. Πολυ μέτριο ξεφτιλόμουνο το οποίο γαμούσα με ευχαρίστηση...... (Τα ξέκωλα του Φέισμπουκ).

  2. - Δεν παω τοσο για το γαμησι εκει αλλα για να αλλαξω περιβαλον και για το κλιμα που ειναι κατι το τελειο,χωρις να εχει τον καυτο ηλιο και την κωλοζεστη της Ελλαδας εχει ωραιες θερμοκρασιες και νιωθεις ευχάριστα.
    - ναι ρε για το κλίμα !!!!! δεν χρειαζότανε καν να το πεις αυτό...α και που σαι..μόλις σου κλείσει το πρώτο ξεφτιλόμουνο το ματάκι πας να την σκίσεις αλλά προς θεού...πάνω από όλα το ΚΛΊΜΑ !!! (Εύλογη αντίδραση σε τουκανιστή πορνομετανάστη στο μπουρντέλα ντοτ κομ)

  3. Εντυπωσιακη κοπελα...δεν μπορω να πω... αλλα ετσι οπως παρουσιαζεται.. δειχνει ενα ακομα ξευτιλομουνο που κουναει την κωλαρα της στα κλαμπ και απο κατω οι νεαροι αυνανες κοιταζουν με το στομα ανοιχτο... (Από μπουρδελοσάιτ)

  4. Το μουνόπανο γαμώ το ξεφτιλόμουνο που τονε γλίστρησε μου άναψε τα λαμπάκια βραδιάτικα.. (Από ιντερνετικό βρις-οφ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified