Selected tags

Further tags

Ο ορεσίβιος κτηνοτρόφος που φέρει γκλίτσα, καθώς και ο πρώην τοιούτος που έχει πλέον δίκην Μηλιώκα κατέβει στο αστικό κέντρο πλην αδυνατεί να κρύψει την βουκολική προέλευσή του. Το β' συστατικό προέρχεται από την αγγλική λέξη man (=άνδρας, άνθρωπος) που χρησιμοποιείται ειρωνικώς στην ελληνική αργκό συχνά για να δείξει ένα λαϊκό επάγγελμα ή κοινωνική καταγωγή, βλ. νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Ο γκλίτσμαν είναι, λοιπόν, ο αρχετυπικός βλαχοτσολιάς τσομπάνης της υπαίθρου δίκην μπαρμπα-Γιώργου, του Ρουμελιώτη ήρωα του Θεάτρου Σκιών, ή ο βλαχοκυριλέ απόγονός του.

Ωστόσο, καθώς the plot thickens, μερικές παρατηρήσεις ακόμη είναι απαραίτητες:

- Όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο στο συνώνυμο λήμμα γκλιτς-μπόυ, glitz είναι στα αγγλικά η «κιτσάτη γκλαμουριά», η επιτηδευμένη προσπάθεια εντυπωσιασμού, η επιδεικτική εξτραβαγκάντσα. Η λέξη, που μαρτυρείται από τα 1971, μας δίνει και το ουσιαστικό glitziness και το επίθετο glitzy, και προέρχεται πιθανώς από το γερμανικό glitzen, μάλλον συγγενώς προς το γνωστό μας γκλjίτερ. Τυχαίο; Οπότε κατά σατανική σύμπτωση, αμφότερες και οι δύο ετυμολογίες, τόσο η κυρίως ετυμολογία από την γκλίτσα του τσοπάνη, που πορτοκαλικώς πως ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό αγκύλος (δες), όσο και η αγγλογερμανική παπαρετυμολογία από το glitz κατατείνουν στην ίδια πραγματικότητα: στον μηλιώκειο ήρωα, που έχει αφήσει πίσω του «σβουνιές και χώματα» και «τρέχει στο σεργιάνι για κορίτσα» και για να (ε)πιδείξει όσο προλάβει την βλαχομπαρόκ κυριλογκλαμουράτη πολυτέλειά του.

- Glitsman είναι εξάλλου ένα υπαρκτό επώνυμο στην αλλοδαπή, όπως μπορεί να δει κανείς στον γούγλη, ενίοτε και ως von Glitsman.

- Το β' συστατικό -μαν, όμως, παραπέμπει και σε υπερήρωα τ. γαμάιντερμαν. Φανταζόμαστε έναν καραγκιοζικό μπαρμπα-Γιώργο να κάνει τ' αρχίδια του φτερά και με όπλο - σήμα κατατεθέν τη γκλίτσα να μετατρέπεται σε τιμωρό του κακού (βλ. παράδ. 6).

- Αν και ο όρος γκλίτσμαν έχει συνδεθεί μάλλον με το μέγιστο κοινωνικό κακό του νεοπλουτισμού, όσων άφησαν τα βουκωλικά πηδύλλια και πήδηξαν την υπόλοιπη χώρα ως λαμογιολιγουραίοι τα τελευταία χρόνια (παραδ. 4,5). Ενώ άλλοτε συνδέεται με τη νοοτροπία του κοπαδού του Κοπαδιστάν.

- Τέλος, είναι από ό,τι φαίνεται στον γούγλη προσφιλές όνομα για διαδικτυακές περσόνες σε φλώρουμ και φατσοβιβλίο.

  1. - Και αλλο ενα απο τα μερη μου,βουνισιος ειμαι
    - Δηλαδη γκλιτσμαν;
    - Ντιπ για Ντιπ κ τα τσαρουχια μεεεσα πατριδαααααααα (Εδώ)

  2. ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ....ΙΣ .......ΣΠΙΚΙΝΓΚ !!!!
    ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΜΦΩΡΟΥΜΗΤΕΣ.... ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΑΓΡΑΜΑΤΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΟΣ !!!!!! ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ !!!!! ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΒΟΛΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΝΟΜΙΖΩ !!!! Η ΠΑΡΕΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΚΑΡΥΔΙΑΣ ΚΑΡΥΔΙ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ !!!! ΟΣΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΣΚΙ ΞΕΣΚΙ ......!!!!!!!!! (Εδώ μιλάει μια διαδικτυακή περσόνα ονόματι Γκλίτσμαν).

  3. Δεν καταλαβαίνω ! .. υπάρχουν τόσοι : αρναρχοκομμουνιστοαρχαιοαθηναιοελβετολάτρες .. και δεν το είχα πάρει γραμμή ... ; ........... είναι δάκτυλος εθνικών αρχαιολατρών αθηναιοκολλημένων .... είναι συνομωσία άπλυτων αναρχοκοθμουνίων .. είναι σιωνιστική συνομωσία που θέλει να πλήξει τα «ιδανικά» του βλαχοτσολιά γκλιτσμαν ελληνάρα που γουστάρει πάντα έναν τσοπανάρχη πάνω από το κεφάλι του , για να τον βγάλει από την μιζέρια του ; (Εδώ).

  4. ΠΑΝΤΩΣ ΕΓΩ ΨΗΦΙΖΩ ΔΝΤ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΚΑΤΙ ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ΛΑΜΟΓΙΑ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ...ΑΣΧΕΤΑ ΑΝ ΘΑ ΑΝΑΔΥΘΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑ..ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΑ ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΕ... (Εδώ).

  5. Επειδη ομως οι γκλιτσμαν μπραδερς πεφωτισμενοι τραπεζιτες δεν θα τα παρατησουν ευκολα, να ετοιμαζεστε για χοντρα γλεντια προσεχως. (Εδώ).

  6. Ο ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ!!!!!! ΤΕΛΟΣ ΤΟ «ΜΑΣΤΟΡΑΣ» ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ΟΠΩΣ Ο ΜΠΑΤΜΑΝ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ!!!!!!!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στριφνός, στριμμένος, ξενέρωτος, ακοινώνητος. Γρουσούζης, χολωμένος, καυστικός, λεμόνι, ξινίχλας. Αποπαίρνει, κριτικάρει, αγνοεί επιδεικτικά τους γύρω του, για να σκάσει χαμόγελο πρέπει να γυρίσει η γη τούμπα, γκρινιάζει, τη βλέπει σοβαροφάνεια και σνομπαρία. Ξινομούρης - ενίοτε κυκλοφορεί με τη μύτη σηκωμένη και έκφραση αηδίας στα μούτρα σαν να βρίσκεται διαρκώς πάνω σε υπόνομο.

Το γυναικείο μοντέλο είναι αλλιώς γνωστό ως ξινομούνα, στάνταρ ψωλοδιώχτης. Η ξινίλα κάποτε είναι ενδεικτική έλλειψης ξινών, ή ανάγκης ξινού για να στανιάρει το υποκείμενο, προφ όμως πρέπει να είναι πολύ γαμάτο μουνί για να ασχοληθεί κανείς γιατί παίζουν ψηλά οι πιθανότητες να σου βγει ξινό.

Η ξινομουνίαση σε άντρες δε συγχωρείται, ο ξινός άντρας παίζει να μείνει να τον παίζει - εδώ κάτι παληκάρια σαν τα κρύα τα νερά δεν βρίσκουν, θα βρει η ξινόπουστα τώρα, έλεος.

Ξινός άντρας; - δηλαδή μέχρι τώρα κανένα κορίτσι δεν μου έχει δείξει έστω και στο ελάχιστο ότι μπορεί να της αρέσω και γενικά πάντα με έκαναν πέρα ακόμα και για παρέα.το περίεργο είναι πως και τροπους έχω και πλάκα κάνω και γενικά δεν είμαι τοσο «ξινός».και έτσι όλα αυτά πάντα με οδηγούν στο συμπέρασμα πως αυτό το ότι μικροδείχνω ξενερώνει τελείως τα κορίτσια.

Ξινή γυναίκα; - Η Ιωάννα κυνηγούσε το χρήμα και περίμενε από εμένα τα πάντα. [...] Ο γάμος θα ήταν ένα τεράστιο λάθος, δεν θα μπορούσα να ζήσω με μια τόσο ξινή γυναίκα.

Ξινό παιδάκι; - Είναι 18 μηνών. Είναι πολύ κοινωνικό παιδί, χαρούμενο ατομάκι ρε παιδί μου. [...] Στην παιδική χαρά λοιπον έχω γνωριστεί με κοπέλες που έχουν παιδάκια στην ίδια ηλικία άντε και κανα μήνα μικρότερα. Ε.. γίνεται μάχη... Γίνεται άλλο παιδί! Στριμμένο άντερο!!! Απο μακριά τα βλέπει και αρχίζει τις ξινίλες!! [...] Εγώ λοιπόν σκέφτομαι τις εξής εκδοχές: 1. Εχω ξινό παιδι; Κληρονομιά απο τον παππού του ας πούμε...;;

Ξινή χοντρή και άσχημη; - Μπαίνει μέσα σε ένα κατάστημα μια γυναίκα χοντρή, άσχημη, κακιά, ξινή, κρατώντας από τα χέρια της τα 2 της παιδιά βρίζοντας και φωνάζοντας, από την είσοδο ως μέσα, ένας υπάλληλος του καταστήματος την πλησιάζει και της λέει:
-Καλήμερα σας τι χαριτωμένα παιδάκια έχετε, δίδυμα είναι;
Η αγενής και ξινή γυναίκα σταματάει να βρίζει και λέει θυμωμένα..
-Τι στο διάολο, δεν είναι δίδυμα, το ένα είναι 10 χρονών και το άλλο 7, πως σου ήρθε αυτό; Τυφλός είσαι ή χαζός;
και ο υπάλληλος απαντάει...
-Ούτε τυφλός, ούτε χαζός, απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος θα σε πήδαγε 2 φορές!!!

Χαρακτηριστική ξινόφατσα  (από allivegp, 17/01/12)(από GATZMAN, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φρυδάτη γυναίκα. Και δεν αναφέρομαι στην ποσοτικά φρυδάτη γυναίκα (γιατί τότε θα ήταν Καραμανλής ή Τερζής -και άλλες δασύτριχες φυσιογνωμίες), αλλά στην ποιοτικά φρυδάτη, με τα ηνωμένα φρύδια που σχηματίζουν ευθεία γραμμή.

Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Φρύδα Κάλο, που προκύπτει από την ομοιότητα με την γνωστή σμιχτοφρύδα καλλιτέχνιδα Φρίντα Κάλο, που καλλιεργούσε τα φρύδια της για να τα κάνει σετ με το μουστάκι, τις φαβορίτες και τις μασχαλότριχές της- όπως μαρτυρά το σχετικό μήδι.

Κάτω από βίντεο του Τούση στο youtube:
-+1 αν πιστεύετε οτι αυτός ο Ταλιμπάν θέλει αποτρίχωση στα φρύδια. Φρύδα Κάλο είναι ο τύπος...

Τρίχες... (από malakia, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό μπαμπαδίστικη προσβόλα για αραιή τριχοφυΐα, κυρίως του προσώπου.

Πέον να καταγραφεί και η παππουδίστικη εκδοχή «διαλελυμένο συλλαλητήριο» (με αύξη) που τείνει να εκλείψει.

(Διάλογος γερομπισμπίκη και γερομπινέ)

- Τι μουστάκι είναι αυτό, σαν διαλελυμένο συλλαλητήριο!
- Ασταδιάλα παλιοφούχταλο που θα πεις εσύ για το μουστάκι μου!
- Το φερετζέ σου θες να πεις μωρή σαψάλω!
- Μου αρέσει όταν μιλάς βρώμικα.
- Your place or mine, big boy;

Στο 2.10. (από Khan, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρνω σε τραβέλι, δηλαδή μοιάζω με τραβέλι....
Το τραβέλι είναι μια wanna-be transexual, θλιβερή ύπαρξη που είναι άντρας και νιώθει γυναίκα.. Ντύνεται γυναικεία και βάφεται.. κάποια έχουν και βυζιά..Και φυσικά δεν έχουν προχωρήσει σε αλλαγή φύλλου. Κάνουν πιάτσα στη συγγρού..

-Ρε μαλάκα ωραίο σώμα έχει αυτή αλλά στη μάπα τραβελοφέρνει λιγάκι..
- Ε δε γαμιέται, καλή είναι για ένα πήδημα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγγλικός όρος butch χρησιμοποιείται και από Έλληνες στο πλαίσιο του ιδιώματος της γκέι και λεσβιακής κοινότητας ή των αναφερόμενων σε γκέι και λεσβιακά θέματα. Στον γραπτό διαδικτυακό λόγο γράφεται συχνά και με ελληνικούς χαρακτήρες (μπουτς).

Μπουτς είναι όχι μόνο η λεσβία- αντρούτσος, αλλά γενικότερα όποια λεσβία, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, τραβεστί ή τρανσέξουαλ αναλάβει τα στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Ενώ αντίστοιχα φαμ (femme) είναι όποιος/α αναλάβει τα γυναικεία χαρακτηριστικά.

Από εδώ αρχίζουν και τα προβλήματα και οι διερωτήσεις. Θεωρείται ενίοτε ότι το να προσπαθούμε να περιγράψουμε σχέσεις γκέι και λεσβιακές με όρους πατριαρχικού/ ετεροσεξουαλικού φις - πρίζα αποτελεί συντηρητικό και καταστροφικό αναγωγισμό που δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην ιδιαιτερότητα αυτών των σχέσεων. Οπότε είναι προβληματικό να περιγράφεται ως μπουτς ένας πάγιος ρόλος που ένας γκέι ή λεσβία έχει δομικώς στην σχέση. Ωστόσο, μάλλον δεν υπάρχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί ως μπουτς ένας περιστατικός ρόλος που αναλαμβάνει ένας γκέι ή λεσβία στο πλαίσιο παιγνίου ρόλων, και ο οποίος μπορεί να αλλάξει/ μετατοπιστεί/ αντιστραφεί ανά πάσα στιγμή.

Εξ ου και η αγγλική έκφραση «butch in the streets, femme in the sheets», (θα μπορούσε να υπάρξει και το αντίστροφο), που περιγράφει τις ανατροπές μεταξύ εξωτερικής συμπεριφοράς και κρεβατιού (θυμίζει αλλά και διαφέρει από τα φαλλογοκεντρικά «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεββάτι», «κυρία στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι» κ.τ.ό.). Βλέπε και τις διερωτήσεις στα παραδείγματα: Άλλοτε θίγεται ότι ένας στρέιτ περιμένει όλες οι λεσβιακές (ή και γκέι) σχέσεις να είναι μπουτς- φαμ, με αποτέλεσμα να βρίσκεται προ εκπλήξεως, όταν αυτό δεν συμβαίνει. Μπορεί, μάλιστα, και να ασκηθεί αυτοκριτική από μια λεσβία λ.χ. γιατί της αρέσουν οι μπουτς τύποι και δεν μπορεί να ξεκολλήσει (μήπως πρόκειται για συντηρητική καύλα με την εξουσία, όπως συμβαίνει με στρέιτ γυναίκες και φροντίζουν να αναπαράγουν στρέιτ άνδρες- γουρούνια;). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι μπουτς και οι φαμ (είτε ως ρόλοι, είτε ακόμη και ως πάγιες ταυτότητες) θεωρούνται ότι ανήκουν ισότιμα στην γκέι και λεσβιακή κοινότητα, και δίνουν από κοινού τις μάχες τους για έναν πιο προχώ κόσμο, χωρίς να τους αποπαίρνει ή κατηγορεί κανείς.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη διερώτηση, στην οποία αναφέρεται η Βικούλα εδώ ότι μπορεί να υπάρξουν και γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, όπου να είναι και οι δύο του ζευγαριού μπουτς, ή και οι δυο φαμ, ή να εναλλάσσονται, ή να είναι εν γένει αχαρτογράφητοι. Τα ζευγάρια αυτά σε ένα ενδιάμεσο στάδιο συντηρητισμού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δέχονταν μεγαλύτερες διακρίσεις από ό,τι τα μπουτς- φαμ ζευγάρια, καθώς ενέπιπταν λιγότερο στις νόρμες. Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να υπάρχει και σήμερα, όπου κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, αρκεί να είναι ευκόλως χαρτογραφήσιμα ως μπουτς- φαμ, οπότε οι μη μπουτς- φαμ ενδέχεται να στιγματίζονται περισσότερο. Το οποίο, βεβαίως, δεν αναιρεί την εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ μπουτς-φαμ και μη μπουτς-φαμ.

  1. Για όποιους λόγους κι αν βρέθηκε ο Μητσάρας ο άντρακλας εκείνη τη νύχτα στο Γκαγκάριν, έπαθε σίγουρα την πλακίτσα του αφού:
    - για πρώτη φορά στη ζωή του «οι γκόμενες που έπαιζαν μεταξύ τους» δεν το έκαναν για 1-2 λεπτά μέχρι να έρθει ο… από μηχανής αρσενικός και να αρχίσει «το πραγματικό σεξ». Μητσάρα σόρρυ, αλλά δεν είσαι απαραίτητος. [...]
    - για πρώτη φορά επίσης ο φιλαράκος μας είδε πως η κορυφαία στιγμή στο κρεβάτι δεν είναι «όταν ο περήφανος ανδρισμός του εκτοξεύει το υγρόν του πυρ» (μη γελάτε, σε ανδρικό περιοδικό το έχω διαβάσει αυτό).
    - και, τέλος, για πρώτη φορά ο Μητσάρας αναγκάστηκε να δει πως οι λεσβίες γυναίκες δεν είναι μόνο μπουτς, μόνο φαμ, μόνο όμορφες, μόνο άσχημες. Όπως δηλαδή όλες οι γυναίκες… (Εδώ).

  2. Και το μυαλο μου πηγαινει στις μπουτς και τις φαμ και αναρωτιεμαι μηπως η αρρενοπωτητα, ακομα και αποδεσμευμενη απο τα σωματα στα οποια εχουν συνηθισει οι περισσοτεροι γυρω μας να την συναντουν, συνεχιζει να ειναι ενας κεντρικος τροπος ασκησης εξουσιας και προκλησης φαντασιωσεων. Αναρωτιεμαι, δεν λεω οτι συμβαινει απαραιτητα. Για να αναρωτιεμαι ομως ολο και καποιο λογο θα εχω. Και ισως μιλαω για αυτο διστακτικα γιατι φοβαμαι ακομα και να ξεστομισω πως σε χωρους που θελουν να λεγονται queer η πρωτοκαθεδρια της αρρενωποτητας βρισκεται βαθια ριζωμενη στα μυαλα και στις πραξεις μας...Και αυτα τα λεω εγω, κατεξοχην butch lover. (Αυτοκριτικές διερωτήσεις εδώ).

  3. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα. (Υπάρχει γκέινταρ;)

  4. Αναδυόμαστε, λοιπόν, όλες εμείς οι όμορφες λεσβίες γυναίκες, μπουτς, φαμ, αμφιφυλόφιλες... (Η νταλίκα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξανθόλα (η), σύνθετη λέξη από το ξανθιά (ξανθ-) και το όλος (ολ-). Σημαίνει η ξανθιά παρτόλα. Διάκριση ως προς το φυσικό του χρώματος του μαλλιού δεν τίθεται, καθώς όταν κάποιος συνευρίσκεται μαζί της είναι το τελευταίο πράγμα που τον νοιάζει. Εφόσον η ειδοποιός διαφορά χαθεί (το ξανθό μαλλί), η κοπελιά χάνει και την ιδιότητά της ως «ξανθόλας« και επιστρέφει ως παρτόλα. Συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο αυτό όταν υπάρχει στο πεδίο βολής ένα ξανθό καυλάκι.

- Ρε ο Γιάννης πήγε χτες με τη φίλη της Χρύσας.
- Τι, ξανθιά;
- Ναι ρε.
- Ρε πάει καλά; Αυτή είναι μεγάλη ξανθόλα! Προφυλάξεις πήρε τουλάχιστον;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified