Το ορθογώνιο κομμάτι από το τριχωτό του εφηβαίου που αφήνουν ορισμένες γυναίκες, αφού έχουν αποτριχώσει το υπόλοιπο άκα μουστάκι του Αδόλφου.
Δεν ήταν φουλ αποτριχωμένη, αλλά είχε έναν περιποιημένο διάδρομο προσγείωσης πάνω από το μουνί της.
Το ορθογώνιο κομμάτι από το τριχωτό του εφηβαίου που αφήνουν ορισμένες γυναίκες, αφού έχουν αποτριχώσει το υπόλοιπο άκα μουστάκι του Αδόλφου.
Δεν ήταν φουλ αποτριχωμένη, αλλά είχε έναν περιποιημένο διάδρομο προσγείωσης πάνω από το μουνί της.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι ντυμένη σαν πρωταγωνίστρια θεαμάτων πορνογραφικού περιεχομένου και κατ' ελπίδα κάνει αεροπλανικά πορνοσταρικά γαμήσια και στο κρεβάτι.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει άνθρωπο με μεγάλα αφτιά.
Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Eκ του αγγλικού mask= μάσκα και του κορεατικού sagikkun= απάτη). Η τάση στις εφαρμογές γνωριμιών να εμφανίζεσαι στη φωτογραφία του προφίλ σου με χειρουργική μάσκα. Προφανώς, όχι γιατί κινδύνευες να κολλήσεις το οτιδήποτε, αλλά γιατί το μασκοφορεμένο πρόσωπο είχε φτάσει να φαντάζει πιο ελκυστικό από το ακάλυπτο. Μία από τις λέξεις και τις τάσεις του 2022.
Με το μάγκικαν προφίλ δεν μπορείς να καταλάβεις τα κιλά του. Κάνας μπουχέσας θα είναι. Από μένα είναι όχι.
Got a better definition? Add it!
Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).
Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα
Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).
Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Καραφλοκόρακας (αρχαΐζουσα: καραφλοκόραξ) λέξη σύνθετη εκ του καραφλός+κόρακας, δηλαδή το καραφλό κοράκι. Μεταφορικά συναντάται ως κοσμητικό επίθετο για τελείως φαλακρούς ανθρώπους, ή έστω για φαλακρούς με κάποια λίγα μαλλιά περιμετρικά, όχι για καραφλοχαιτάδες.
Παράδειγμα εδώ
Πωπω! Πως πέσανε έτσι τα μαλλιά σου ρε Κώστα; Σαν καραφλοκόρακας έγινες!
Got a better definition? Add it!
Η μαύροπράσινη βρωμιά που συσσωρεύεται/σφηνώνει στο υπονύχιο (δέρμα κάτω απο το ελεύθερο άκρο του νυχιού) και απομακρύνεται με μεγάλη δυσκολία.
Το σπανάκι είναι έντονο φαινόμενο γι' αυτό και είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο. Το συναντάμε κυρίως σε βενζινάδες, μηχανικούς αυτοκινήτων, αγρότες κ γενικότερα άτομα που εκτελούν χειρονακτικές εργασίες.
- Τι θα γίνει? θα βάλεις κάνα pro να παίξουμε?
- Ναι, πήγαινε πλύνε τα χέρια σου κ έλα να σε παίξω ενα ματσάκι
- Καθαρά είναι ρε...
- Τι καθαρά ρε μαλάκα, έχεις πιάσει σπανάκι μες'τα νύχια!
Got a better definition? Add it!
Ψήθηκε κάηκε εντελώς
Κάθισε 3 ώρες στον ήλιο και γκαργκάνιασε
Got a better definition? Add it!
Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.
Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.
Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.
Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.
- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...
Got a better definition? Add it!