Selected tags

Further tags

Κλασική ερώτηση προς ευτραφείς έως βουνό γκόμενες και όχι μόνο.

Η χρήση του, εκτός από αγενής, δύναται να αποβεί επικίνδυνη ή και μοιραία, μιας και είναι πολύ πιθανό αντί για απάντηση ο ερωτών να εισπράξει ένα εισιτήριο για το ΚΑΤ.

Σχεδόν πάντα συνοδεύεται από ερωτηματικό, εκτός και αν χρησιμοποιείται για περιγραφή σε τρίτο πρόσωπο.

Στο δρόμο:
Μάκης: - Ρε μαλάκα κοίτα ένα βουνό που περνάει.
Λάκης: - Κοπελιά, παλεύουμε;
Κοπελιά: - @*!^#$)+!%» ΦΑΠ, ΜΠΑΟΥΜ ΦΑΠ ΦΑΠ
Λάκης: - Βοήθεια ρε Μάκη, θα με σκοτώσει η αρκούδα.
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ
Μάκης: - Άσ' τον κάτω μωρή
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ (φεύγει)
Μάκη: - Ρε φίλε τι βρωμόξυλο, ήταν αυτό; Μας γάμησε. Άλλη φορά μαλακίες τέτοιες, μόνος σου.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική κλαψομουνιά.

Δεν μας έφταναν τα χάλια μας, φορτωθήκαμε και άλλα. Και μάλιστα με καλύτερο περιτύλιγμα. Το ταγάρι είναι πιο chic από ένα όποιο σακί, κι ας χωράει λιγότερα σκατά, ουκ εν τω πολλώ το ευ, αφού.

Πάντα επίκαιρο (πολιτικοοικονομικοκοινωνικά).

Παρομοίως: είχαμε σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα, όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε, δε μας φτάναν τα αιδοία, ήρθανε και απ' την Ινδία.

Παρεμφερές και το μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, για άλλη χρήση.

- Τι λες ρε συ! Έγκυος το Μαράκι; Πωπωωω! Και τώρα πάνω που έχασες και τη δουλειά σου και χρωστάς τρία νοίκια και σου κλέψανε το αυτοκίνητο και κάηκε ο σκληρός σου και έχασες το πορτοφόλι σου με όλα τα χαρτιά μέσα και σε αποκλήρωσε ο γέρος σου;;; Τι λες βρε παιδάκι μου, τσκ τσκ τσκ...
- Ναι. Όλ' αυτά. Είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον /-α του οποίου /-ας η εμφάνιση είναι πολύ άσχημη. Είτε λόγω φυσικής «ομορφιάς», είτε λόγω αισθητικής, είτε λόγω ένδυσης.

Αθηνά: - Ρε Μαρία πώς σου έκανε έτσι το μαλλί ο Τρύφωνας (Σαμαράς); Σπας καθρέφτες φιλενάδα!
Μαρία: - Δίκιο έχεις. Πάω να τα ξαναχτενίσω και αν με ξαναδεί, να μου γράψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός στην κυριολεξία, αλλά έτσι λέμε τον σωματώδη βλάκα.

Βλ. και Κ.Δ.Ο.Α..

- Έρχεται ο μπουρντούχας...
- Ωχ... πλάκωσαν τα Κ.Δ.Ο.Α. ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός- παππουδισμός- περμαθουλισμός για θήλεα ή και άρρενα νέας κοπής που φορούν σκουλαρίκι στη μύτη.

- Μπα; Τι είναι αυτό Μαριλού; Σου περάσανε χαλκά στη μύτη; Βόδι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων τεράστια αυτιά.

Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές σλανγκ των σίξτηζ, σέβεντηζ και έϊτηζ. Χρησιμοποιείται ακόμα φού και φού, κυρίως από όσους πρόλαβαν ΥΕΝΕΔ και σαραπεντάρια δισκάκια.

Εκ του αειμνήστου Παναγή Παπαληγούρα, διακεκριμένου και ευπατρίδη πολιτικού παλαιάς κοπής ο οποίος έφερε χαρακτηριστικά ευμεγέθη ώτα.

  1. - Τώρα θυμήθηκα τον πατέρα Παπαληγούρα, ονομαστό για τα αυτιά βατραχοπέδιλα, υπουργό εξωτερικών του θείου με τα μεγάλα φρύδια.
    (εδώ)

  2. - Δεν τους θυμάμαι καλά τους σταρτρεκιανούς (διότι δεν ήμην και καμία φαν) ΔΕΝ ήτο και να τους έχεις για πρότυπα… Ο εις με πράσινο αίμα, ο έτερος με κάτι αυτιά (του Παπαληγούρα σε κωνικό), η μία με ένα κεφάλι σαν της Νεφερτίτης κάτω απ΄το φαραωνικό στέμμα, η έτερη με ένα δέρμα λεοπαρδαλέ…. (εδώ)

  3. - Θείο, θείο, γιατί είσαι τόσο παπαληγούρας;
    - Για να την ακούω καλύτερα, παιδάκι μου.
    (υποθετικός διάλογος)

Παναγής Παπαλγούρας (από Vrastaman, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μπόσικος, ο oversized, ο βλαμμένος, αυτός που η βίδα του λασκάρισε.

Δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε ανθρώπινη τρύπα, αλλά στο ότι το μυαλό πλέον δεν είναι σε πλήρη εφαρμογή με την πραγματικότητά αυτή η εφαρμογή είναι πλέον oversized.

- Αυτός βλέπει πράγματα.
- Nαι, είναι χαχόλικος.

Βλέπε και το Μανόλη, το χαχόλη, τον φαιδροπαιδαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας ο έχων καράφλα, αλλά που, ως παλαιός ροκάς, συνεχίζει να συντηρεί τη χαίτη του Mel Gibson προερχόμενη από τα 80'ς. Το θέαμα που παρουσιάζει είναι από κουτό ως γελοίο, μιας και η αρχή του τριχωτού της κεφαλής του έχει μετατοπισθεί από την κορυφή του σκαλπ, λίγο πιο πάνω από το επάνω μέρος των αυτιών του. Ειδικά αν είναι και hardrock άτομο και φοράει και τίποτα μπλουζάκια «AC/DC», τότε είναι όλα τα λεφτά.

Κοιτάξτε γύρω σας στο συνωστισμό. Θα δείτε κάποιους μπουκλοκάραφλους σίγουρα.

κατά τα Ημιζ, \'του Μπόζο η καράφλα\'... (από godfatherfunk, 24/10/12)

βλ. και καραφλοχαίτουλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified