Further tags

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπορικός υπάλληλος υπεύθυνος για την είσπραξη δόσεων, γνωστός και ως δοσατζής. Επισκέπτεται κατ’ οίκον όσους έχουν αγοράσει με δόσεις διάφορα εμπορικά προϊόντα και καθυστερούν να τις εξοφλήσουν.

Η εξαφανισμένη αυτή επαγγελματική τάξη σκιαγραφείται γλαφυρά και με συμπάθεια στις ελληνικές ταινίες «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον Σταύρο Ξενίδη και την Άννα Φόνσου και το «Έξυπνο πουλί», με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Βλ. και παλαιότερη ελληνικά ταινία με τους πλανόδιους έμπορους Πασπάτη – Καλαφάτη (Βέγγος και Σταυρίδης) και το άσμα : «όχι με δόσεις, όχι με δόσεις, ό,τι θα πάρεις, θα το πληρώσεις». Σχετική η φράση, η «βάζω γραμμάτια» που πατεράδες λένε στα παιδιά τους εν είδει κατήχησης («όταν παντρεύτηκα την μάνα σου, βάλαμε γραμμάτια μέχρι και για τα πιρούνια»).

Από τους συμπαθείς αυτούς υπαλληλίσκους περάσαμε στις εισπρακτικές εταιρείες που τηλεφωνούν καθημερινά τους (συχνά άξιων της μοίρας τους) οφειλέτες καταναλωτικών δανείων, αφήνοντας μηνύματα στην δουλειά τους ή στην γειτονιά τους για να τους ξεφτιλίσουν.

Όταν ο οφειλέτης δεν έχει κάτι να δώσει, αλλά ούτε και κάποιο περιουσιακό στοιχείο για να κατασχεθεί, η ψυχολογική αυτή βία είναι απαραίτητη προκειμένου η τράπεζα να βγάλει τα κέρδη της, εκφοβίζοντας και εξαναγκάζοντας τον οφειλέτη να εξοφλήσει μέσω νέου δανειοδανείου, αφού ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.

Το «ζόρι βγάνει λάδι», που λέει και ένας επαγγελματίας του είδους. Πιο άμεσες και μπρουτάλ μεθόδους χρησιμοποιούν οι τοκογλύφοι, βλ. ενδεικτικά την «Ψυχή στο στόμα» του Οικονομίδη.

Κλείνουμε με το αντίστοιχο δίστιχο της εποχής : «δεν θα ξοφλήσουμε ποτέ, κουφάλα τραπεζίτη».

- Πάρε τηλέφωνο τον Κακομοίρογλου, χρωστάει 3 δόσεις από το διακοποδάνειο.

- Ρε γαμώτο, φαϊνάνσιαλ μάνατζερ είμαι εγώ ή δοσάς;

(από GATZMAN, 12/10/09)Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης) βλ. β παρ/φο (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελληνικό άλφα, το γράμμα α σε αντιδιαστολή προς το λατινικό a, όπως μας μαθαίνουν οι δασκάλες μας να το γράφουμε στο δημοτικό. Ακούγεται σε συμφραζόμενα τυπογραφίας, γραφολογίας και μαθηματικών.

Να σχολιάσω ως παθός την τελευταία περίπτωση, που είναι και αξιόλογη. Στη διδασκαλία των μαθηματικών στην ελλάδα, ξεκινώντας ήδη από τη μέση εκπαίδευση –όπου τα περισσότερα γράμματα που χρησιμοποιούνται για σύμβολα είναι όντως ελληνικά– αλλά και συνεχίζοντας μέσα στο πανεπιστήμιο –όπου η κατάσταση αλλάζει ριζικά–, η πρακτική θέλει τα λατινικά γράμματα να εξελληνίζονται, δηλαδή να διαβάζονται σαν να επρόκειτο για τα αντίστοιχα ελληνικά. Έτσι, η εξίσωση y=ax+b διαβάζεται συνήθως «ψ=αχ+β», δηλαδή «ψι ίσον άλφα χι συν βήτα» και όχι ας πούμε «γουάι ίσον έι εξ συν μπι» ή «ιγκρέκ ίσον α ιξ συν μπε» ή «ούπσιλον ίσον α εξ συν μπε» και λοιπά –μάλιστα, το να τα διαβάσεις ξενικά είναι συχνά ό,τι πρέπει λόγος για καζούρα.

Η παράδοση αυτή λειτουργεί ικανοποιητικά μέχρι ένα σημείο, αλλά με το που ο φοιτητής θα παραμυθιαστεί αρκετά από τα μαθηματικά ώστε να πιστέψει ότι είναι τελικά και γαμώ τις ιδέες να κυνηγήσει μεταπτυχιακά, αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα. Γιατί αργά ή γρήγορα θα κληθεί να καταλάβει ας πούμε την εξίσωση β=aα+b. Και άντε καλά να την διαβάσει τυπωμένη· άμα την διαβάσει γραμμένη στον πίνακα;...

Από τα ψιλά γράμματα των μαθηματικών σπουδών αυτή η εξοικείωση με διαφορές του τύπου άλφα-α (a-α), χι-εξ (χ-x), ψι-γουάι (ψ-y), ύψιλον-βε (υ-v) και τέτοια. Παίρνει θα 'λεγα τουλάχιστον κάνα χρόνο ώσπου να πειστεί κανείς (ειδικά αν είναι κοριτσάκι...) ότι τουλάχιστον όταν γράφει μαθηματικά, θα πρέπει να παρατήσει τις γαμάτες του, ψαρωτικές καλλιγραφικές ιδιοτροπίες και να μάθει απ' την αρχή να γράφει το ελληνικό αλφάβητο ελληνικά και το λατινικό λατινικά –κάτι που ισχύει βέβαια και για τους αλλοδαπούς και την πολύ συνηθισμένη πρακτική τους να γράφουνε κυρτά. Φίλη μου ελληνίδα, διδάσκοντας πιθανότητες σε γερμανάκια, έφαγε βρίσιμο από τους φοιτητές γιατί έγραφε το πι χωρίς τα τσουνάκια: «Συγνώμη κυρία, τι σύμβολο είν' αυτό εκεί;» «Ποιο;...» «Να, εκείνο εκειπέρα». «...Ε, ελληνικό πι». «Μα δέν είναι έτσι το ελληνικό το πι!»(!...) Φανταστείτε να τους το 'γραφε και ϖ τι θα γινόταν...

Γιατί στα μαθηματικά, επιβάλλεται να είναι κανείς σαφής. Βέβαια.

Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Εγώ θα σας κάνω δέκα άλφα ψαράκια δικά μου συνεχόμενα χωρίς να σκέφτομαι καθόλου και θα δείτε το ένα με το άλλο δεν είναι ακριβώς πανομοιότυπα.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τότε πως βρίσκετε ομοιότητα μεταξύ του Τζωρτζάτου...
Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Αυτό είναι η δουλειά [μου] κύριε, να μπορώ να τα βρίσκω.
[...]
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή κύριε μάρτυς αναγνωρίζετε κι εσείς ότι στο συγκεκριμένο παράδειγμα που επικαλούμαι δεν είναι ίδια τα γράμματα;
Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Όχι δεν το αναγνωρίζω. Τα γράμματα είναι ίδια, άλφα ψαράκι έχουμε και στη μία και στην άλλη και η σύνδεση, η τάση να συνδέει το άλφα με το σίγμα είναι ίδια και στη μία και στην άλλη.

απ' τα πρακτικά της δίκης της Δεκαεφτά Νοέμβρη, εδώ

— Τί γράφει ρ' ο παπάρας πάλι εκειπέρα;...
— Πού ρε;
— Αριστερός πίνακας, τρίτη σειρά: «άλφα επί άλφα ίσον» και τα λοιπά.
— Ποιό άλφα λές, το κεφαλαίο;
— Όχι ρε τρόμπα, τρίτη σειρά λέμε!
— Α ναί ναί... Έ τί;
— Ε γιατί δε γράφει «άλφα τετράγωνο», πλάκα μας κάνει;
— ...
— ...
— Έλα ρε κατάλαβα. Είναι «άλφα επι άλφα ψαράκι».
— Τι έγινε λέει;...
— Είναι «άλφα», πώς το λένε, «έι», άλφα αγγλικό, «επί άλφα ελληνικό».
— Καλά ρε πούστη, χάθηκαν τα γράμματα τον καραγκιόζη μου μέσα;...
Σκάσε και γράφε τώρα γιατί τα σβήνει.
Να πά' να γαμηθεί... Άκου «ψαράκι»...
— Πού πάς ρε μαλάκα;
— Για καφέ, δέν έχω όρεξη για ψάρεμα μεσημεριάτικα. Γράφ' τα εσύ και τα βγάζω φωτοτυπίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο ψάθινο ή κανναβένιο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες και εργάτες του χθες. Επίσης, το θωράκιο ενός πλοίου καθώς και το κλειστού τύπου ρυμουλκούμενο κοντέινερ νταλίκας.

Σλανγκιστί, κόφα αποκαλείται απαξιωτικά η (ξ)αίσχιστου είδους πόρνη, η καριόλα, η κουφάλα, η λούγκρα και γενικά οποιαδήποτε δεν μάς κάθεται.

Εκ του Ιταλικού coffa, που αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου κόφινος (καλάθι).

Ασίστ: Aias.ath

- ...άντε μωρή κόφα, καριόλα, πουτάνα μου θες και διαδηλώσεις. Άντε πλύνε κάνα πιάτο...
(από επίθεση ΜΑΤ σε διαδηλωτή, βλ. μύδι)

- Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε προγραμματιστεί το συλλαλητήριο, ούτε ήμουνα εκεί, αλλά άκουσα ότι έγινε της κόφας όταν διαμαρτύρονταν για το σκισμένο Κοράνι.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη και ειδικότερα στη μαθηματική, τρύπα σε μία απόδειξη είναι κάθε λάθρα αναπόδεικτος ισχυρισμός, δηλαδή μία συνεπαγωγή που σε προσεκτική εξέταση δεν φαίνεται να εξηγείται με ικανοποιητική σαφήνεια και πληρότητα, άρα δεν πείθει εντελώς και εγείρει αμφιβολίες γύρω από το έγκυρό της. Όταν μία απόδειξη έχει τρύπες λέμε επίσης ότι η απόδειξη μπάζει.

Χωρίς καμιά υπερβολή, μπορεί κανείς να πει ότι οι τρύπες είναι το αντικείμενο της καθημερινής δουλειάς του μαθηματικού. Καταρχήν, κάθε επίδοξο θεώρημα –δηλαδή κάθε ισχυρισμός για απόδειξη– είναι το ίδιο μια μεγάλη τρύπα. Ύστερα, η περιβόητη διαδικασία της απόδειξης συνίσταται στο σταδιακό βούλωμα της μεγάλης τρύπας με απώτερο στόχο είτε να στεγανοποιηθεί το όλο πράμα, είτε οι τρυπούλες που θα παραμείνουν κόντρα σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια να είναι τόσο μικρές που δεν θα τις διακρίνει ούτε ο πιο εξονυχιστικά λεπτολόγος ρεφερής.

Γιά πάμε λοιπόν όλοι μαζί: Τι σκατά τελικά κάνει ένας ερευνητής μαθηματικός μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει; Τη βουλώνει την τρύπα...

  1. Οι 5 τρύπες στις αποδείξεις του κ. Αλογοσκούφη (τίτλος άρθρου στον τύπο)

  2. Δε συμφωνώ με το σκεπτικό σου. Μια μαθηματική διατύπωση είναι λάθος μόνο όταν υπάρχει «τρύπα» στην απόδειξη. (από φόρουμ)

  3. — Τί θα γίνει ρε ρεμπεσκέ, θα το τελειώσεις καμιά φορά το ρημάδι το δικτατορικό;
    — Άσε ρε, πάω να τρελαθώ. Τρία χρόνια η ίδια ιστορία, μιά τρύπα κλείνω, δυό ανοίγουν. Σωστή λερναία ύδρα.
    — Ακόμα ρε με την ίδια 'πόδειξη τραβιέσαι;
    — Τί να πώ ρε φίλε. Η μάλλον, ένα έχω να πώ: κατάλαβα επιτέλους πώς τόσοι μαθηματικοί το γυρνάν στην ενθεΐα.
    — Παρακαλώ;!...
    — Λέω, έχω καταφύγει στην υπέρτατη μέθοδο απόδειξης: κομποσκοίνι, προσευχή και κεράκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀρκοῦδα λέγεται καὶ τὸ πίλημα ἰνῶν, ἰδίως ὅταν δὲν εἶναι σφικτό (εἶναι δηλ. ἀφρᾶτο καὶ χνουδᾶτο), ὅπως πχ συμβαίνει κάτω ἀπὸ ἔπιπλα, ὅταν δὲν καθαρίζεται συχνὰ ὁ χῶρος.

Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἐννοίας αὐτῆς εἶναι διττή:

  • Ἀπὸ τὴν καθ' ὑπερβολήν ἔκφρασι: «Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα». Ἡ φρᾶσι αὐτὴ θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι εἴμαστε «τερατωδῶς» ἀσκούπιστοι, ἀλλὰ στὸ μυαλό μας κυριολεκτικοποιεῖται.
  • Ἀπὸ τὴν τριχωτὴ ἐμφάνισι τῆς μπαλίτσας τοῦ χνουδιοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιασθῇ μὲ ἀρκοῦδα.

Βλ. καὶ μπάμπαλο. Σὲ ἰατρικὸ πλαίσιο ἡ ἔκφρασι χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια ἐπεμβάσεων μὲ χρῆσι μικροσκοπίου, ὁπότε ἡ παραμικρὴ ἴνα (βαμβακιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἱματισμό), πιασμένη σ' ἕνα μικροεργαλεῖο, φαίνεται στὸ μικροσκόπιο μεγάλη, κι ἂς μήν εἶναι πίλημα.

  1. Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα.

  2. [Σὲ ὠτοχειρουργικὴ ἐπέμβασι]
    Αἴας: Δεσποινίς, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μοῦ δώσατε ἔχει ἀρκοῦδα.
    Ἐργαλειοδότις: Ἄχ, συγγνώμιν, δῶστε μου νὰ τὸ καθαρίσω...

Ἀρκοῦδι (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified