Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια μάγκικη έκφραση, που επιβιώνει ως απειλή σε καβγάδες συνήθως συνταξιούχων. Συναντάται και ως σεντεγκλέρια. Τί σκατά είναι όμως το σιντεγκλέρι / σεντεγκλέρι; Και γιατί τραβιούνται; Έλαμου, ντε.

Αφού έσπασα το κεφάλι μου, προκρίνοντας τούρκικη προέλευση (sinek-sinekler = μύγα-μύγες) άρα τραβιέμαι/τσακώνομαι «σαν τις μύγες», κατά την τούρκικη παροιμία, βλ. και τούρκικη μετάφραση Sineklerin Tanrisi = Lord of the Flies (William Golding 1954), ο δαιμόνιος Μπετατζής μου επέστησε την προσοχή, στην μορφή σαντικλέρι, διότι κάπου ανακάλυψε στη νεοελληνική λογοτεχνία την λέξη αυτή ως γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά.

Επίσης, υπάρχει Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο www.santikleri.gr στην πόλη του Βόλου.

Φτου κι απ’ την αρχή.

Πάμε στους φρατέλλους μας λοιπόν.

Υπάρχει και μια σύγχυση με την γαλλική λέξη Santéclair = καλή υγεία / ευζωία και την ρουμανική Santicler = ένα γλυκό με αβγό, ζάχαρη κι αλεύρι.

Υπάρχει όμως κι η φραγκισκανή Αγία Κλαίρη της Ασσίζης (1194-1253) ή Saint Clair[e] ή Σάντα Κλάρα ή Κιάρα (εξού και το επώνυμο Sinclair), ιδρύτρια του Τάγματος της Πενίας των Γυναικών, η οποία inter alia, λατρεύεται ως πατρόνα των διακριτών συντεχνιών (guilds) των χρυσοχόων (goldsmiths) και των διακοσμητών επίχρυσων αντικειμένων (gilders).

Η Αγία Κλαίρη λοιπόν, στην Καθολική αγιογραφία, εικονίζεται να κουβαλάει πάνω της ένα φυλαχτό (monstrance < λατ. monstrare = επιδεικνύω ή pyx < pyxis < ελ. πυξίς = ξύλινο κουτί/δοχείο), το οποίο περιείχε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Τούτο προς ανάμνηση της θρυλούμενης εκδίωξης των στρατιωτών του Φρειδερίκου του ΙΙ Χόχενστάουφεν, με την Επίδειξη-Έκθεση της Θείας Μετάληψης προς αυτούς, ενώ προσεύχονταν γονυκλινής (ποιος ξέρει τί παίχτηκε)...

Μάλιστα, στην Αγγλία ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο για το Trial of the Pyx, δηλ. την εξακρίβωση-πιστοποίηση της περιεκτικότητας των νομισμάτων της Βασιλικής Μήτρας σε συγκεκριμένα και αποδεκτά μέταλλα.

Τέτοια φυλαχτά με Σώμα & Αίμα είτε σε μορφή στρογγυλού μεταλλικού μενταγιόν είτε ως μικρά ξύλινα ή μεταλλικά κουτάκια (τα οποία έσερναν μαζί τους σε μια δερμάτινη τσάντα [burse]), είχαν πάντοτε μαζί τους οι Δυτικοί ιερωμένοι, προκειμένου να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις όφελος όσων λόγω π.χ. ασθενείας ή φυλάκισης, αδυνατούσαν να προσέλθουν σε ναό.

Εξ άλλου και σήμερα πολλοί πιστοί έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό μ’ ένα μικρό κομμάτι από original Τίμιο Ξύλο, που το γράφει στην ούγια και πωλείται σε ελάχιστες ποσότητες (για να φτάσει για όλους). Οπότε ο Ζωρζ Πιλαλί, μάλλον υπερέβαλε λιγάκι, όταν σε κάποια μωραϊτο-αμερικάνικη πρόζα του, περιέγραψε την φάση όπου καλούσε τη γκόμενα ν’ αράξει στον καναπέ του, που ήτανε ολάκερος από Τίμιο Ξύλο (σμιλεμένος στο χέρι)!

Αν ισχύουν όλ’ αυτά, εδώ στην έκφραση έχουμε το ρήμα «τραβιέμαι», με την κυριολεκτική έννοια (τραβολογάω-ώ-ιέμαι), δεδομένου ότι στους καβγάδες, το πρώτο πράγμα που σηματοδοτεί πάλη, ήταν να βουτήξει ο ένας τον άλλο απ’ τα πέτα (βλ. έκφραση «ήρθαμε πέτο με πέτο») ή απ’ το σταυρό-φυλαχτό κλπ, ενώ κατά τις ιστορικές λεηλασίες ή ακόμα και σήμερα ληστείες, το πρώτο πράγμα που διαρπάζεται-κόβεται με την βία είναι τυχόν πολύτιμο κόσμημα στο στήθος (πολλές φορές πάνω στη φούρια κόβονταν και αυτιά που φορούσαν σκουλαρίκια! – Σ.Σ. το ίδιο κάνουν σήμερα τα σεπτά όργανα της Τάξης, όταν διενεργούν την προβληματικής συνταγματικότητας «εξακρίβωση» ή «προσαγωγή υπόπτου», όταν ο «ύποπτος» δηλ. κανας 20άχρονος φοράει σκουλαρίκια = τον τραβάνε απ’ το σκουλαρίκι με πίκα, έτσι, να πονέσει ο πούστης) και όχι η μεταφορική έννοια τραβιέμαι = ταλαιπωρούμαι, κάνω μακρά οδοιπορικά, έχω μπλεξίματα («τραβηχτικές») κλπ.

Την λέξη σαντικλέρι = φυλαχτό, διακοσμητικό, τιτριμίδι, στολίδι για τα μαλλιά, την απαντά κανείς και σήμερα (κομμάτι περιορισμένα όμως λόγω παλαιότητας) στα παρ’ ημίν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας.

Άλλωστε, τα επιστήθια -και μη- στολίδια είχαν διάφορα είδη και ονόματα (φυλαχτά, εγκόλπια/γκό[ρ-λ]φια, χαϊμαλιά, κιουστέκια, τρέμολα, σπίλες, σπλίγγες, ξελίτσια, καμπάνες, καράβελα, πρεπενδούλια, κριτσάπια, μποτόνια, αμπράκαμοι, κωνσταντινάτα / κωσταντιά-ντινά, βενετιά, διμισκιά κλπ), αναλόγως προς την εξάρτηση-συνάφεια των τεχνιτών με την Δύση ή την Ανατολή (π.χ. το ισνάφι τους λέγονταν ελ. χρυσικοί ή ιταλ. τζογιελιέρηδες ή τουρκ. κουγιουμτζήδες/κοϊμτσήδες/κοεμτζήδες ή αραβ. τζιοβαερτζήδες). Μύλος...

Έπειτα, ας μην ξενίζει η «έκπτωση» λατρευτικού αντικειμένου σε διακοσμητικούς χαριεντισμούς. Το καθ’ ημάς κομπολόι, ελάχιστα χρησιμοποιείται στα καφενεία ως ροζάριο...

Αν η έκφραση προήλθε κατ’ ευθείαν από την χρήση ως διακοσμητικό της γυναικείας κώμης, τότε για την σημασία της δεν χρειάζεται να πάμε μακριά... (βλ. μαδομούνι, ήρθαμε μαλλί με μαλλί / εξτένσιον με εξτένσιον, γατοκαβγάς κλπ).

Αυτήν την ερμηνεία μπορώ ν’ ανασυνθέσω προς το παρόν, μέχρι να εμφανισθεί κανάς επιστήμων από την Γαλλία, που να τα’ χει πεί πρωτύτερα και να’ ναι πιο προικισμένος...

- Τσιμπάς ζάρι λέμε! Απ’ το σπίτι σου τα 'φερες;
- Εγώ; Να στραβωθώ! Να με πάνε δεμένο στον Άγιο! Μα τη Μπαναΐα όχι!
- Βρε ακούς εκεί που σου λέω; Παίζε καθαρά, για θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογιστική αργκό (!) της διαφθοράς.

Τα ρολά αποδείξεων, που έχουν στην διάθεσή τους οι καταστηματάρχες, όταν κλείνουν ταμείο κάθε βράδυ, έχουν την ένδειξη Ζ (ζήτα) και αντιστοιχούν στις εισπράξεις της ημέρας.

Τούτο αποτελεί μονάδα μέτρησης απαιτητού ποσού είτε από διεφθαρμένους εφοριακούς, που έρχονται τάχαμου για έλεγχο, είτε από υπερ-προστατευτικούς νταβατζήδες με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου...

-Τελικά τί έγινε με τον έλεγχο; Τη σκαπούλαρες;
-Εμένα μου λες; Του’ δωσα τρία ζήτα και καθάρισα...

υπάρχουν και νόμιμες... ζήτα τες... (από BuBis, 08/09/09)(από patsis, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε εκρηκτικό βαθμό, νευριάζω πολύ και απότομα, τα παίρνω στο κρανίο, μου ανάβουν τα λαμπάκια, με πιάνουν τα διαόλια μου. Όλο αυτό συνήθως πυροδοτείται από κάτι εξωφρενικό που συνέβη και μ' αγγίζει, ίσως μια θρασεία συμπεριφορά που στρέφεται εναντίον μου, χωρίς να αποκλείονται όμως τυχαία περιστατικά που δεν έχουν να κάνουν με ανθρώπους.

Βασικό στοιχείο της σημασίας της έκφρασης είναι ότι, για τον άνθρωπο που παίρνει ανάποδες πρόκειται για εξαίρεση στον προσωπικό του κανόνα - δεν μιλάμε δηλαδή για γενικά ευέξαπτο άνθρωπο. Ίσως θυμίζει τον χαρακτηρισμό ανάποδος αλλά και την έκφραση «θα με μάθεις κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη», δεν προέρχεται, ωστόσο, από εκεί αλλά από το λεξιλόγιο των μηχανών εσωτερικής καύσης.

Τα κινητά μέρη μέσα στον κινητήρα (έμβολο κλπ) πρέπει να ακολουθούν πάντα μια προδιαγεγραμμένη και απολύτως συγχρονισμένη πορεία για να καεί το καύσιμο και να αποδώσει έργο. Το έμβολο (ή πιστόνι) κινείται γραμμικά, δηλαδή πάνω-κάτω μέσα στον κύλινδρο, ο διωστήρας (ή μπιέλα) μετατρέπει την κίνηση από ευθύγραμμη σε περιστροφική και την μεταδίδει στον στροφαλοφόρο άξονα. Από κει, πολύ-πολύ απλουστευτικά, μεταδίδεται στις ρόδες (αν μιλάμε για αυτοκίνητο) και τις περιστρέφει.

Η περιστροφική κίνηση της μπιέλας σε μια ορισμένη μηχανή γίνεται πάντα με συγκεκριμένη φορά, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα. Έλα όμως που σε κάποιες μηχανές υπάρχει η πιθανότητα, η μπιέλα και συνεπώς και ο στροφαλοφόρος και όλο το σύστημα να περιστραφούν αντίθετα απ' ό,τι πρέπει. Τότε λέμε ότι η μηχανή «παίρνει ανάποδες στροφές».

Από την μηχανολογική σκοπιά του πράγματος δυο περαιτέρω στοιχεία μας ενδιαφέρουν για το λήμμα: Πρώτον, ότι η μηχανή παίρνει ανάποδες στροφές εκεί που δεν το περιμένεις, ιδίως στην εκκίνηση και, δεύτερον, ότι η συμπεριφορά της μηχανής γίνεται ιδιαίτερα βίαιη, αφού λειτουργεί εντελώς αντίθετα στις κατασκευαστικές της προδιαγραφές, ακούγονται από μέσα σπαραχτικοί και εφιαλτικοί ήχοι και, αν δεν την σβήσεις, μάλλον θα σου βαρέσει μπιέλα και θα την πάρεις στο χέρι ή στην μασχάλη, που λέει κι ο επαγγελματίας.

Σημειώνω σαν trivia:
1. Μάλλον μόνο οι δίχρονες μηχανές μπορούν να πάρουν ανάποδες στροφές ή κυρίως αυτές.
2. Το φαινόμενο, γενικά, εννοείται ότι δεν είναι συχνό.
3. Μερικές μεγάλες ντιζελομηχανές πλοίων είναι φτιαγμένες να δουλεύουν και ανάποδα, αντί άλλου συστήματος, για την «όπισθεν».

  1. Από εδώ:
    Δεν με νοιάζει αν είστε κάποιοι κονομημένοι, μαγαζάτορες, άεργοι Ή απλά ηλίθιοι και μαζόχες. Άμα ακούω άνθρωπο να λέει καλά κάνουν και κόβουν τους μισθούς και τα δώρα παίρνω ανάποδες. Στις συναναστροφές μου έχω αρχίσει τα μπινελίκια σε όσους αρχίζουν τέτοιες πα... ιές.

  2. Από εδώ:
    θα μπορούσα να αναρωτηθώ «πόσο μαλάκες είμαστε;» Ήρθαν χθες τα τέλη κυκλοφορίας του αμαξιού μου και πήρα ανάποδες. 202 ευρώ από 168 αύξηση 20%. Και εγώ φέτος πήρα αύξηση 3%. Τι σχόλιο να κάνω για να μην αρχίζω να βρίζω τον ανιψιό του θείου, τον bonnet du cheval και τους λοιπούς μαθητευόμενους μάγους;

  3. Από εδώ (διασκευή):
    Και μια τελευταία ερώτηση... μάλλον από τα xp είναι το πρόβλημα. όταν παίζω και πάω να κερδίσω (πέντε με έξι φορές μου το έχει κάνει) μου βγάζει ένα μήνυμα ότι πρέπει να τερματιστεί το Online.exe και ζητούμε συγνώμη (μας υποχρέωσες) κτλ (ο Υ/Η είναι καθαρός ούτε virus ούτε τίποτα). Πως μπορώ να το διορθώσω αυτό το πρόβλημα;... Παίρνω ανάποδες να μου τερματίζεται. Παίζω με το άγχος μην μου τερματιστεί γιατί αν τερματιστεί την ώρα που παίζω, χάνω και το θέμα είναι να χάνω όταν δεν παίζω καλά και όχι επειδή το θέλει ο υπολογιστής με τα errors του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συντόμευση του ρητού «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» το οποίο είναι γνωστό τοις πάσει, αλλά άγνωστη είναι στους πολλούς η προέλευση του.

Πρωτοεμφανίστηκε ως ρήση από τον Λουκιανό στους Νεκρικούς διαλόγους μεταξύ Χάρωνος και Μενίππου, με τον δεύτερο να απαντάει στην αξίωση του πρώτου να πληρωθεί το ναύλο του για το ταξίδι στον Άδη. Ο Μένιππος, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει μία, λέει του Χάρωνος: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Η διάσωση του ρητού μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρά αφενός ότι τα κεντρικά θεμέλια του πολιτισμού πηγάζουν από την αρχαιότητα, αφετέρου δε ότι εμείς, λόγο της αγραμματοσύνης και της ασχετοσύνης μας, ουδεμία γνώση έχουμε για την πορεία των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούμε. Τα τελευταία δε 50 τουλάχιστον χρόνια χρησιμοποιείται στην αργκό από υπερχρεωμένους και μπατίρηδες δανειζόμενους οι οποίοι όντες ανίκανοι να αποπληρώσουν τα χρέη τους, ανταπαντούν στους δανειστές τους: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Στην πορεία ανακαλύφτηκε ένας ακόμη αρχαίος, προς αποφυγήν της χρήσης του παραπάνω ρητού ο Τειρεσίας, φτου, κακό χρόνο να έχει.

- Τι θα γίνει ρε εσύ μόρτη με τα δέκα τάλαρα που οφείλεις
- Τι να γίνει Βάγγο, δε βλέπεις, δε παίζει σάλιο, δεν υπάρχει μια, πανί με πανί είμαι, δεν...
- Άσε τα σάπια και δικαιολογίες Πανάγο, μη γίνεσαι καζαντζίδης και πέσε το παραδάκι
- Ουκ αν λάβεις Βαγγελάκη μου παρά του μη έχοντος
- &($)&^)&@^$&%^&(%(^+(@@##!&&&

(από Stravon, 03/09/09)νέο logo για την slang police... (από BuBis, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια έκφραση που ωστόσο χρησιμοποιείται ακόμα και δηλώνει εξάντληση της υπομονής – αγανάκτηση του λέγοντος, συνεπεία εξακολουθητικής δυσμενούς καταστάσεως.

Η έκφραση ανάγεται στην εποχή (μέχρι και πριν καμιά 50αριά χρόνια), κατά την οποίαν οι αφικνούμενοι σε λιμάνια έδιναν τις αποσκευές τους σε κάποιο βαστάζο (ή τουρκομερίτικο χαμάλη ή ιταλομερίτικο φακίνο), που τις ζαλώνονταν και βουρ για το ενδιαίτημα του ταξιδιώτη.

Η τιμή ήταν συμφωνημένη («πριξ-φιξ» που λέμε), αλλά πολλές φορές ο προορισμός ήταν δύσβατος (π.χ. λόφος, σκαλιά κλπ) ή ο ταξιδιώτης δεν θυμόταν ακριβώς την διεύθυνση ή μπερδεύονταν -κι ο φορτωμένος σαν ζώο χαμάλης άρχιζε να βαρυγκομά «τι θα γίνει κύριος; Θα πάει μακριά η βαλίτσα;».

Μάλιστα, η έκφραση έχει απαθανατισθεί με το τραγούδι «η βαλίτσα» του Γ. Μουζάκη, με την φωνή της Σπεράντζας Βρανά και κατόπιν της Βίκυς Μοσχολιού:

[I]Είναι άσχημο πολύ
το δικό σου το βιολί
ζεις μονάχα για χουζούρι κι αγκαλίτσα
Μάσα, ξάπλα, τεμπελιά
κι ούτε σκέψη για δουλειά
πού θα πάει τέλος πάντων
η βαλίτσα

Λες και είσαι δηλαδή
του σουλτάνου το παιδί
θέλεις τρέλες θέλεις κέφια
κάθε μέρα
Δεν μ΄αρέσουν όλα αυτά
και στο λέω ορθά κοφτά
η βαλίτσα δεν πηγαίνει παραπέρα

Σκέψου λίγο την δουλειά
γιατί μόνο με φιλιά
το στομάχι δεν γεμίζει
μια σταλίτσα
Σκέψου κι άλλαξε μυαλά
και κατάλαβε καλά
πως μακρύτερα δεν πάει η βαλίτσα[/I]...

Περί της προελεύσεως του λήμματος, συμφωνεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (μ' ένα σωρό παραθέματα), στο άρθρο του «Η χαμαλίκα και η ζαλίκα», που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και σταχυολογήθηκε στο βιβλίο «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 207 et seq.

Βέβαια, υπήρχαν και τα παρατράγουδα. Προ αιώνος και βάλε, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, γίνονταν με πλοίο, το ταξίδι διαρκούσε εβδομάδες, ίσως και μήνες και η επίσκεψη αναγκαστικά μήνες ή και χρόνια, οπότε οι αποσκευές ήσαν ιδιαίτερα ογκώδεις.

Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Charles Robert Cockerell (1788-1863), που κόπιασε στην Ελλάδα το 1810, ήταν μέλος μιας διεθνούς εταιρίας αρχαιοθηρών και ξήλωσε τον Ναό της Αφαίας, της Ολυμπίας και των αρχαίων Βασσών, που να του κοβότανε απ' το ζβέρκο... Σημειώνει με έκπληξη, ότι μόλις πάτησε το πόδι του στην Αίγινα (ναός Αφαίας), ζήτησε από κάτι φουστανελλοφόρους να τον βοηθήσουν με τα τσουμπλέκια του. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι δίδει γενναία αμοιβή σε όποιον κουβαλήσει τα πράγματά του μέχρι το ξενοδοχείο. Αμέσως ξεχύθηκαν καμιά τριανταριά λεχρίτες να εξυπηρετήσουν το μιλόρδο. Παρ’ όλα αυτά, ο περιηγητής σύντομα έχασε την υπομονή του, αφού παρατήρησε ότι κωλοβαρούσαν και οι τριάντα και δουλειά δεν γίνονταν, οπότε έμπηξε τις φωνές, ότι θα πληρώσει μόνον αυτούς που θα εργασθούν φιλότιμα.

Τότε, λέει, οι χαμαλαραίοι παράτησαν τους μπόγους και τα μπαούλα, σχημάτισαν ένα κύκλο κι άρχισαν να χορεύουν...

  1. - Τι θα γίνει με τα νοίκια που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Πέντε μήνες πάνε κι όλο στο «περίμενε» μ’ έχεις! - Τώρα πιάνω δουλειά, σ’ ένα – δυο μήνες τά’ χεις το δίχως άλλο!
    - Σκουπίσου κι απόφαγες! Η βαλίτσα δεν πάει παραπέρα. Θα πάω σε δικηγόρο...

  2. (Πατέρας):
    - Δε μου λες, για πότε το βλέπεις το πτυχίο; Έξι χρόνια κι ακόμα να την τελειώσεις τη ρημάδα τη νομική. Σε λίγο πας φαντάρος, θα πάει μακριά η βαλίτσα;
    (Γιος):
    - Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Να, κάνα-δυο μαθήματα έχουνε μείνει (από τα εύκολα)... Σιγά, το Σεπτέμβρη ορκίζομαι, ορίστε!
    (Πατέρας):
    - Πάει καλά... Για φέρε μου τότε μιαν αναλυτική βαθμολογία, να δω τι σκατά έχεις περάσει...
    (Γιος – με δέος):
    - Είναι ανάγκη;
    (Πατέρας):
    - Ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! Φέρε λέω να δω τα χαΐρια σου, γιατί σάμπως και να μου τα μασάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχιατρική αργκό.

Ορισμός από ΛΚΝ: «ρυθμίζω (-ομαι): κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο, π.χ. ρυθμίζω τη μηχανή.

Είναι φορές που κάποιος χάνει το ρυθμό του, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τους αναγκαίους χρόνους της κανονικότητας που όλοι οι άλλοι γύρω του αναγνωρίζουν σαν σωστούς. Είτε καθυστερεί ανεπίτρεπτα, όταν χάνεται και περιπλανιέται σε δικές του διαδρομές, είτε τρέχει ιλιγγιωδώς, όταν προλαβαίνει να ανακαλύψει πράγματα και σχέσεις, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν απολύτως τίποτα.

Με άλλα λόγια, είναι φορές που οποιοσδήποτε μπορεί να τα παίξει, που δεν την παλεύει, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κουβαλήσει άλλο το φορτίο της καθημερινότητάς του σαν καλό παιδάκι, μαζί με τα άλλα παιδάκια.

Τότε, αν υπάρχουν στην εικόνα εκείνοι που νοιάζονται γι' αυτόν, θα τον πάνε για ρύθμιση. Θα τον πάνε κάπου που θα τον φροντίσουν, θα του παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες, θα του δώσουν τα κατάλληλα φάρμακα, ώστε να ξαναπάρει μπροστά, να συμβαδίσει πάλι με τους υπόλοιπους, να πάψει να δημιουργεί προβλήματα και να ξαναρχίσει να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, χωρίς απρόβλεπτες καθυστερήσεις ή επιταχύνσεις που δημιουργούν δυσλειτουργίες και όσο να ΄ναι δυσάρεστη ατμόσφαιρα στον ίδιο και τους γύρω του.

  1. - Πάλι τα' παιξε ο γείτονας. Κυλιότανε κάτω και φώναζε τη μάνα του την πεθαμένη να τόνε σώσει γιατί λέει έρχονται οι κακοί να τον πάρουν. - Μη μασάς, συνηθισμένο φαινόμενο. Θα' ρθει ο αδερφός του να τον πάει στην κλινική να τον ρυθμίσουνε και φτου κι απ΄ την αρχή.

  2. Οι κοινωνικοί λειτουργοί της οργάνωσης έψαξαν και βρήκαν όσα μπόρεσαν. Ότι έχει ψυχωσική συνδρομή. Ότι έχασε τον πατέρα της νωρίς. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, επίσης με ψυχωσικό σύνδρομο, κι έναν αδελφό με χρόνιο πρόβλημα εξάρτησης. Δουλειά πουθενά. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, στην πιο λούμπεν εκδοχή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γέννησε τρία παιδιά και τα άφησε σε ιδρύματα. Πέρσι, με τη βοήθεια μιας θείας της, του μόνου συγγενή χωρίς σοβαρά προβλήματα, μπήκε στο Δρομοκαΐτειο. Έμεινε ένα μήνα, βγήκε. Τον Σεπτέμβριο ξαναμπήκε για άλλους τέσσερις. «Ρυθμίστηκε», όπως λένε οι γιατροί. Άκουσε συμβουλές, πήρε φάρμακα, έλεγξε την ασθένεια. Όταν βγήκε, σταμάτησε τα φάρμακα και απορρυθμίστηκε. Γνώρισε στον δρόμο κάποιον και ζουν μαζί, με τα χρήματα που βγάζει αυτή από το πεζοδρόμιο, έγκυος γυναίκα. Του έχει εμπιστοσύνη, δεν της φέρεται άσχημα. Αλλά φτάνει; (από εφημερίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα του κόσμου του θεάτρου και σημαίνει ότι τα μέλη ενός θιάσου έχουν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους στην πραγματική ζωή με ευεργετική επίδραση και για το πώς συνεργάζονται για την παράσταση.

Η συνηθέστερη κλισεδιάρικη φράση είναι «κάνουμε καλό καμαρίνι κι αυτό βγαίνει στην σκηνή», ή κάποια παρόμοια (βλέπε παραδείγματα), η οποία όμως όταν λέγεται ως απάντηση σε πρωινατζούδες βγάζει μια ξανθεμετική μικροαστίλα και έναν πολύ έντονο ναρκισσισμό τύπου «χαιρόμαστε που όλοι εμείς τα σελεμπριτόνια περνάμε τόσο καλά μεταξύ μας και αυτό περνάει και σε εσάς που μας θαυμάζετε». Συναφής φράση το «περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει στον κόσμο». Η κινηματογραφική ή τηλεοπτική εκδοχή είναι «περνάμε υπέροχα/ τέλεια στα γυρίσματα και αυτό βγαίνει στον κόσμο».

Παρόμοιες φράσεις μπορούν να λεχθούν και ευρύτερα όταν μια ομάδα έχει συναίσθηση ότι αποτελεί τρελό παρεάκι και περνάει τόσο καλά, ώστε μεταδίδει το καλό μουντ (τ. αξίζω) και την ωραία ατμόσφαιρα και στους θεατές της, εννοείται με (αυτο)ειρωνική διάθεση.

  1. - Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στην σκηνή!
    Καλά μιλάμε, τα μέλη του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος, πρέπει να περνάνε πολύ καλά στα παρασκήνια. Φαίνεται αυτό, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα! Εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας αυτό το περίσσευμα αγάπης, η στοργή, η τρυφερότητα, τα βαθιά φιλικά αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον:
    - Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο (σου)!
    Περνάνε καλά στα καμαρίνια τα παιδιά… Κι αυτό βγαίνει στη σκηνή… Βγαίνει επίσης και στη μικρή οθόνη. Ξέρετε, το κλασικό το πλάνο που μπαίνουν ένας – ένας για υπουργικό συμβούλιο. Η κάμερα είναι τώρα… που να σου πω… πως κάνουμε το σταυρό με το δεξί το χεράκι; Καμία σχέση! Έξω αριστερά. Και περνάει ο θίασος να μπει μέσα. Και τη βλέπεις, αγάπη μου, την ξινίλα! Το βλέπεις το μάτι το στριτζωμένο, το κολλημένο χαμόγελο – η χαρά του συρραπτικού. Βλέπεις πως καρφώνουν το βλέμμα στην πλάτη του μπροστινού. Αυτό δεν είναι βλέμμα… Αυτό είναι «ένα μικρό μικρό μαχαίρι» που έλεγε κι ο Λόρκα – μια που μιλάμε για θέατρο… (Όχι κύριοι υπουργοί, ο Λόρκα δεν πήρε μεταγραφή στον Πανιώνιο, συγγραφέας ήτανε, τίποτα σπουδαίο, μην θορυβείστε)…

- Περνάμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό βγαίνει στη σκηνή!

Η Μπιρμπίλη σκοτωμένη με τον Ρέππα και τον Ραγκούση. Ο Ραγκούσης με τον δόλιο τον Ντόλιο. Ο Διαμαντίδης με τον Βλάχο. Οι Χρυσοχοΐδης με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπουτσής με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Παπαϊωάννου με τον Παπακωνσταντίνου. Ο Καστανίδης δεν θυμάμαι. Ο Πάγκαλος με το σύμπαν: Όσους τα φάγανε κι όσους τα φτύσανε. (Εδώ).

  1. (Κυριολεκτική χρήση εδώ)

«Περνάμε καλά στα καμαρίνια και αυτό βγαίνει και προς τα έξω». Αυτή είναι μια κλισέ φράση που χρησιμοποιούν συχνά οι ηθοποιοί. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως φαίνεται να ισχύει, αφού και το καμαρίνι παίζει το ρόλο του… [...] Δεν είναι όμως ένα καμαρίνι σαν όλα τα άλλα… Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Αργύρης Αγγέλου, είναι: «Το ωραιότερο θερινό καμαρίνι!». Μεγάλο, ανοιχτό, καθαρό και γεμάτο αφίσες από ταινίες του Hollywood. Πώς να μη σου φτιάξει τη διάθεση προτού βγεις στη σκηνή, λοιπόν;

  1. Στις πρόβες περνάμε υπέροχα και αυτό βγαίνει προς τα έξω και το εισπράττει ο κόσμος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified