Further tags

  1. Αόρατος δια γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού χώρος, από τον οποίο ξανθιές παρουσιάστριες και ο Μάκης Πουνέντης λαμβάνουν εντολές σχετικά με τη ροή της εκπομπής τους.

  2. Τίτλος must ταινίας για το «εναλλακτικό» κοινό της χώρας τη σεζόν 2007/2008. Κοσμοσυρροή παρετηρείτο έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν, μιας και το Sonik και το Avopolis απεφάσισαν και διέταξαν.

  1. «Να φύγει το βίντεο»
    Η εικόνα παραμένει ίδια.
    «Να φύγει το βίντεο»
    Καμιά αλλαγή.
    «Να μας πει το κοντρόλ αν είναι έτοιμο το βίντεο»
    Η παρουσιάστρια ακούει από το ακουστικό της. Χαμογελάει.
    «Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές»

  2. - Μαλάκα, είδες «Κοντρόλ»; Ταινιάρα. - Θα πάω σήμερα. Έλεγα μήπως πήγαινα χτες, αλλά κατέβασα καινούριο Ντεβέντρα και κάθισα μέσα να ακούσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ της λεκτικής συνουσίας των λέξεων παράθυρα και μουρμούρα. Μιλάμε για μια συνουσία χωρίς δημιουργία που οδηγεί στην πολλαπλή εκμετάλλευση του θεατή. Μιλάμε για τη διοργάνωση συζήτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον κόσμο (άρα προσδοκάται τηλεθέαση) από δημοσιοκάφρο, που για λόγους τηλεθέασης, έχει προσκαλέσει άτομα που με το παραμικρό παίρνουν φωτιά. Έτσι προκύπτει μια ατέλειωτη τηλεοπτική μουρμούρα μεταξύ των καλεσμένων των τηλεοπτικών παραθύρων. Κι όσο πιο πολλά είναι τα παράθυρα, τόσο πιο δυνατό γίνεται το κοκτέιλ της αναμπουμπούλας. Αυτό είναι λοιπόν το reality show που λέγεται παραθυρομουρμούρα.

Ο στόχος των προσκεκλημένων δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η ενημέρωση του κόσμου, η καλοπροαίρετη εξέταση των απόψεων και η σύνθεση τους ώστε να δημιουργηθεί μια κοινώς αποδεκτή πρόταση που θα τυγχάνει της κοινής αποδοχής των παρισταμένων, αλλά και της αποδοχής των θεατών, αλλά το καπέλωμα των αντιθέτων μέσω τρικλοποδιών και φθηνών κόλπων εντυπωσιασμού.

Η ατέλειωτη μουρμούρα και χάβρα που επικρατεί μεταξύ των καλεσμένων στα τηλεοπτικά παράθυρα, διαθέτει διακοπές, επί διακοπών, ύβρεις τσαμπουκαλέματα, κινδυνολογίες, ψευδο-οράματα, αποτυχημένους σωτήρες, που θέλουν να ξανάρθουν για να σώσουν τον τόπο από τους νυν αποτυχημένους σωτήρες, που είχαν έρθει για να σώσουν τον τόπο απ’ αυτούς. Σωτήρες (νυν και τέως) που βουλιάζουν τον τόπο κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά. Όλοι τους ποντάρουν στη λήθη του θεατή. Τον θεωρούν χαπατο και τον ταΐζουν κόντρα παραμύθι. Του πιπιλίζουν το μυαλό κι αυτός ελπίζει. Ελπίζει κι εμπιστεύεται. Το νοητικό επίπεδο του κόσμου μπορεί να είναι περισσότερο ανεπτυγμένο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά φαίνεται πως οι λαοπλάνοι έχουν κάνει περισσότερα βήματα. Είναι απειροελάχιστες οι διαφορές των καλεσμένων, αλλά, σαν σωστοί λαοπλάνοι, τις μεγεθύνουν και ο καθένας ωραιοποιεί τη θέση του για να έχει λόγο υπάρξεως στο μέλλον. Αν βέβαια τεθεί θέμα που τους αγγίζει συλλογικά, όπως π.χ. η αύξηση των αποδοχών τους, ή το πόθεν αίσχος, τότε ισχύει η ρήση: Στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά.

Ο δε δημοσιοκάφρος, αντί να προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις ώστε να προκύψει ένα πολιτισμένος διάλογος που θα γεφυρώνει, τουναντίον με τις ενέργειες του προκαλεί και επιδιώκει τη βαβούρα και το μπάχαλο για να ανεβάσει τη θερμοκρασία και την ένταση και να εγκλωβίσει τους τηλεθεατές που έκατσαν να ενημερωθούν. Για το δημοσιοκάφρο, παρ' όλο που το κανάλι του έχει κάποια πολιτική γραμμή, το κύριο μέλημα του δεν είναι να υποστηρίξει τη γνώμη των καλεσμένων που τάσσονται πλησίον προς τη γραμμή του καναλιού, αλλά την αποτροπή του θεατή να κάνει ζάπινγκ και να πάει σε άλλη παραθυρομουρμούρα, γιατί, γι' αυτόν τα ποσοστά τηλεθέασης μετράνε. Κι αν καταφέρει να σκοράρει κόντρα στους απέναντι (απέναντι κανάλια) και το κανάλι του θα πάρει τα εύσημα κερδίζοντας κι απ’ τις διαφημίσεις που πέφτουν ανάμεσα στην «ενημέρωση». Έτσι κι αυτός εδραιώνεται καλύτερα στη θέση του. Γι' αυτό λοιπόν προκαλεί με τις ενέργειες του την παραθυρομουρμούρα, την ένταση και το χαλασμό. Κι όταν η κατάσταση, ξεφύγει, τότε προσπαθεί με στημένες κι άκομψες διαδικασίες να μαζέψει την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, τόσο με την επιλογή των ατόμων, όσο και με το δαύλισμα της φωτιάς, που έντεχνα κατά τη διάρκεια της κουβέντας μεθόδευε. Παίζει τη δική του θεατρική παράσταση, το δικό του Καραγκιόζ μπερντέ για να γοητεύσει το εγκλωβισμένο κοινό του, τους θεατές που, αντί να ενημερωθούν, γίνονται μάρτυρες σε μια ποδοσφαιροποίηση του πολιτικού λόγου. Στο τέλος αυτοί, αντί να είναι ανακουφισμένοι, αισθάνονται μπερδεμένοι και απογοητευμένοι. Ωστόσο, την άλλη μέρα θα επαναλάβουν το ίδιο λάθος. Θα κάτσουν ξανά σαν άλογα όντα να φάνε το τηλεοπτικό σανό που θα τους προσφέρουν οι λογής εισαγγελάτοι, που απ ότι φαίνεται είναι μάστορες στη δουλεία τους και δε διαθέτουν κανένα ίχνος τσίπας πάνω τους. Ο «καλύτερος» δε απ' αυτούς, καταλήγει αρχιδη(ι)μοσιοκάφρος. Αντί αυτοί να βρεθούν στο καρφί, συνεχίζουν τις μηχανορραφίες τους.

-Τι κάνεις ρε μαλάκα αποσβολωμένος μπροστά στην τηλεόραση;
-Σώπα… παρακολουθώ. Μιλάνε για το ασφαλιστικό. Σε ενδιαφέρει.
-Με ενδιαφέρει δε λέω… Αλλά αν αυτή την παραθυρομουρμούρα, τη λες ενημέρωση τότε εγώ... είμαι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανελίστες λέγονται οι τηλεροασάνθρωποι που κοσμούν το πάνελ μιας μεσημεράδικης εκπομπής.

Η προέλευσή τους άγνωστη. Οι μισοί είναι (σχετικά) γνωστές προσωπικότητες, οι άλλοι είναι δημοσιογραφίσκοι, οι άλλοι ξεχασμένοι, οι άλλοι εντελώς ξεκάρφωτοι, που αναφέρουν ένα άγνωστο προηγούμενο στην τηλεόραση σε κάποια φάση στη ζωή τους. Τους τελευταίους ποιος τους ανακάλυπτε και από που, ανοίγει πολλά ερωτήματα.

Στην αρχή (βλ. εποχή Στεφανίδου-Λαμπίρη) οι εμφανίσεις τους ήταν σποραδικές. Πότε θα εμφανιστεί η Σακελλαρίου, πότε ο Κακλαμάνης, πότε η Σόκαλη, πότε κάποιος ιδιοκτήτης φροντιστηρίων που δε θυμάμαι πως τον λένε, χωρίς στάνταρ ρυθμό.

Πετάγονται σαν τσουτσούδες όταν μιλάει η παρουσιάστρια για να μη χάσουν την ευκαιρία να θάψουν ή να υμνήσουν κάτι που ανέφερε. Οι απόψεις τους είναι καθαρά υποκειμενικές, ενίοτε γραφικές.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι πληρώνονταν για τις εμφανίσεις τους, πράγμα που χρωματίζει το φαινόμενο.

Από το έτος 2007 μ.Χ., το ανωτέρω σύστημα αλλάζει. Πλέον οι πανελίστες είναι στάνταρ μέρος μιας εκπομπής και συντάσσονται με τους συμπαρουσιαστές, αναφερόμενοι στους τίτλους αρχής (βλ. Μηλιαρέση, Σαουλίδου). Επίσης οι μεσημεράδικες εκπομπές επεκτάθηκαν και στις πρωινές ώρες.

- Στην τηλεόραση είπαν ότι η Ντενίση τα βρήκε με το Λάκη.
- Ποιος το είπε αυτό το κουφό;
- Ξέρω 'γω; Κάποιος.
- Ποιος κάποιος ρε; Δεν ξέρεις τι έβλεπες;
- Ε, ένας πανελίστας το είπε, εκεί στη Λαμπίρη.
- Α, καλά κρασιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον τίτλο «Ζούγκλα» της εκπομπής του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, κατέληξε να δηλώνει ένα είδος δημοσιογραφίας, όπου επικρατεί ο «νόμος της ζούγκλας», με κρυφές κάμερες, πάνελ που γίνεται επίτηδες αλαλούμ κ.τ.λ.

Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και πρέπει να κριθεί από την Δικαιοσύνη και τους αρμόδιους θεσμούς, δεν μπορεί να κρίνεται στην ζούγκλα της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified