Further tags

Αναφερόμεθα στην λεγόμενη ψευτοφωνή (άκα φαλτσέτο): την ενίοτε εκνευριστική τεχνική του να τραγουδά κάποιος μερικές οκτάβες πιο ψηλά από το κανονικό εύρος της φωνής του.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ψεύτικων λαρυγγισμών: τα τσιριχτά dream-on! dream-on! του Steven Tyler των Aerosmith, τα ποντικοειδή stayin' alive - stayin' alive των Bee Gees και τα living in a material world της πρώιμης Θεοτόκου, οι γκλαμουροροκιές του Freddie Mercury και του ανιψιού του Mika, οι πάσης φύσεως καφρομεταλλισμοί.

Πιο ανατολικά του Μισσισσιπή, ψεύτικες συχνά συνοδεύουν municipal κλαρίνα, νταλαροιειδείς ψευτοφωνές πλουμίζουν μπουζουκοροκιές, ακόμα και ο καληνυχτάκιας Laurent Petit-Couteau ψεύτικα ρωτάει το αντικείμενο του πόθου του εάν κοιμάται μαζί με τον γάτο της, ή εάν μ' άλλον αν στο κρεβάτι τον αλλάζει, κατσιμηχέσω!

Διεθνιστί: falsetto.

- Χωρις καμμια διαθεση να αμφισβητησω την πειρα σας αγαπητη Voice teacher,νομιζω οτι ΚΑΙ οι γυναικες εχουν 'ψευτικες'...Απλα κατα τη γνωμη μου δεν χαλανε αισθητικα το τραγουδι,διοτι η 'θηλυκη αποχρωση' του ηχου των ψευτικων δεν δημιουργει τοσο μεγαλη 'κακοφωνια' οσο στον ανδρα...
(εδώ)

- Αποφεύγετε να τραγουδάτε με ψεύτικη φωνή. Είναι η λάθος χρήση της φωνής και κάνει τόσο κακό στο λαιμό που τον συνηθίζεται στο να τραγουδάει ψεύτικα που μαθαίνει έτσι και δεν θα μπορεί να συμπεριφερθεί σωστά όταν προσπαθήσετε να τραγουδήσετε με την αληθινή. ([εκεί](παραπέρα)

(από vikar, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροσλάνγκ εισαγωγής, που αναφέρεται στην ανάποδη σούζα. Δηλαδή το προοδευτικό αλλά έντονο και διακεκομμένο φρενάρισμα του μπροστινού τροχού, με αποτέλεσμα ο πίσω τροχός να σηκώνεται.

Ο όρος (ναι, έκανα έρευνα) προέρχεται από τα αγγλικά και είναι συντόμευση του «end over front», δλδ το πίσω πάνω από το μπρος, σε ελεύθερη μετάφραση. Τα τελευταία χρόνια ο όρος χρησιμοποιείται πολύ, και ήλθε μαζί με τα μοτάρ, τουλάστιχον στα μηχανάκια. Διότι τα μοτάρ είναι τα πιο κατάλληλα (ανάποδα καλάμια, γερά φρένα, 17άρης τροχός) μηχανακια για έντο.

Έχω την εντύπωση (διορθώστε με αν ξέρετε), ότι σαν φιγούρα προήλθε από τα ποδήλατα bmx, και μεταπήδησε στα μηχανάκια.

- Κι εκεί που πηγαίνω στη μία ρόδα, έξω από τα μπαράκια, μπανίζω ένα εξακύλινδρο γκομενάκι, πλακώνω τα τριπίστονα μπρέμπο, και το γυρνάω σε έντο. Πέφτοντας η κωλοσιά, σπάω μέση, κάνω λίγο burn-out, καπάκι ένα τετακέ, εφτά σκαμπίλια, και ακινητοποιώ το μωρό μου, μπροστά στο εμβρόντητο μωρό... - Ίσα ρε Βαλεντίνο! Όλα αυτά με το στρογγυλοφάναρο; - Όχι ρε Μπάμπη, με το δεκατεσσάρι του μπρο.
- Α, τώρα σε πιστεύω ρε φιδέμπορα!!

(από electron, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύς και σύνθετος λογαριασμός που εκπονείται και επιβάλλεται από ειδικούς. Το κουστούμι αποτελείται -ράβεται- από πολλές επιμέρους χρεώσεις, την ύπαρξη των οποίων ο οφειλέτης αγνοεί παντελώς μέχρι να του ’ρθει η πανταχούσα, και δεν θα μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξή τους ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του. Ειδικές στο ράψιμο κουστουμιών είναι οι οικονομικές εφορίες, το ΙΚΑ, οι δημόσιες εν γένει υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή πάσης φύσεως χρεώσεων, οι τράπεζες, αλλά και οι δικηγόροι κατά τη σύνταξη δικογράφων. Οι τελευταίοι, προτού να ράψουν το κουστούμι, φουσκώνουν δεόντως τα επιμέρους κονδύλια, δηλ. προηγείται το φούσκωμα και έπεται το ράψιμο.

  1. Ένα κουστούμι της Εφορίας μπορεί ν’ αποτελείται από κύρια οφειλή, πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις, λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ Ο.Γ.Α., δήμων και κοινοτήτων, πυροσβεστικής, και λοιπών τρίτων, χαρτόσημο και τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.

  2. Ένα τραπεζικό κουστούμι μπορεί να περιλαμβάνει κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων, υπολογιζόμενους με έτος 360 ημερών (!!!), χαρτόσημο, ΕΦΤΕ, εισφορά ν. 128/1975, προμήθειες, έξοδα φακέλου, δικηγορικά, δικαστικά, υποθηκοφυλακείου κλπ., ασφάλιστρα και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός.

  3. Ένα δικηγορικό κουστούμι σε αγωγή αποζημίωσης από εργατικές διαφορές μπορεί να περιλαμβάνει εργασία τα Σάββατα, εργασία τις Κυριακές, νυχτερινά, υπερεργασία, υπερωρία, μισθούς υπερημερίας, επιδόματα δώρων και αδείας, αποζημίωση απόλυσης, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και συνοδεύεται από τόκους υπερημερίας και δικαστική δαπάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανεπιστημιακή ζαργκόν: ερευνητική δημοσίευση, μελέτη, επιστημονικό άρθρο.

Απευθείας παρμένο από το αγγλικό (scholarly) paper.

  1. Οι ερευνητές έχουν καταντήσει δημοσιοσχεσίτες! Ψάχνουν να βρουν στα πάμπολλα πέϊπερς, που υπάρχουν είτε λάθη και να πάρουν την δόξα του «διορθωτή» είτε για να βολιδοσκοπήσουν προς τα πού να κινηθούν για να μπορέσουν να βρουν θέμα για να παράξουν κάποιο πέιπερ το οποίο να δημοσιεύσουν. (από εδώ)

  2. Εστείλαμεν το πέιπερ την Παρασκευή το απογευμα τζαι λαλούν σου ότι σε 2 εβδομάδες θα σου απαντήσουν αν ο editor θεωρεί αν το πέιπερ σου εν αρκετά καλό για να σταλέι σε peer review. Peer review σημαίνει να το στείλουν σε 2-3 άλλους σχετικούς καθηγητές, οι οποίοι θα το θκιαβάσουν τζαι θα γράψουν τα κόμμεντς τους. Εσύ σαν συγγραφέας ένιξέρεις ποιοί ένι. Μπορούν να το κάμουν ρετζέκτ, αξέπτ ή να σου που ότι πρέπει να το σάσεις τζαι να το ξαναδούν κτλ κτλ. Μεγάλη διαδικασία. (από εδώ)

  3. — νομιζω οτι οι Ποντιοι αντιμετωπιστηκαν διαφορετικα απο τους Αρμενιους. π.χ ακουσα οτι οι τουρκοι κυνηγουσαν Αρμενιους στην Πολη και αυτοι κρυβονταν σε σπιτια Ελληνων. αυτο το λεω γιατι ο Αγτσιδης μιλησε για γενοκτονια χριστιανων. μπορει δηλαδη να ακουγεται συμφερον για μας να ενταχθει η γενοκτονια των Ελληνων μαζι με των Αρμενιων αλλα μπορει ομως να μην ειναι ετσι στην πραγματικοτητα
    — Αν διαβάσεις το πέιπερ των Γιούργκεν και Τσίμερερ που δίνω παραπάνω θα δεις οτι και αυτοι για γενοκτονια χριστιανων μιλάνε. Η τάση είναι για μια ολιστική αντιμετώπιση του φαινομένου.
    (από εδώ και εδώ)

  4. Τα πέιπερ που γίνονται στην Ελλάδα έχουν απο τις χαμηλότερες αναγνωσιμότητες. Πέρα από την αντιστοιχία στην εγχώρια επιστημονική ποιότητα, υπάρχει και το σημαντικό πρόβλημα της γλώσσας που στους ελληνικούς επιστημονικούς κύκλους αποτελεί φυσικά θέμα ταμπού. Εξηγούμαι [...] (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των μπουρδελόβιων, ξεσκούφωτη πίπα ή σεχ εν γένει.

– Στανταρντ ελευθερο στοματικο με καταποση και πολλα αλλα ακραια (μεχρι ελευθερο κολπικη επαφη). Δυστυχως πολλοι την πατησαν και κολλησαν ...
(bourdela .com)

- ΣΟΚ Τι κάνουν για απολύμανση μετά το ελέυθερο στοματικό σεξ!
(κάποιο ρεπορτάζ του κώλου στο νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προς επίρρωση του σχολίου του Ντεσπ στον προϋπάρχοντα ορισμό, και πιο εξειδικευμένα στο ιατρικό χώρο και στο θαυμαστό κόσμο (ζούγκλα) των χειρουργών:

Ψιλικατζής αποκαλείται ο χειρουργός εκείνος που αναλαμβάνει μικρές και ήσσονος σπουδαιότητας επεμβάσεις π.χ. εξαγωγές ονύχων, διανοίξεις μικρών δοθιήνων, συρραφές μικροτραυμάτων, αλλαγές καθετήρων κ.α. τέτοια ψιλοπράματα με τα οποία απαξιούν ν' ασχοληθούν οι φτασμένοι συνάδελφοί του. Λειτουργεί δηλαδή, περισσότερο από ανάγκη λόγω μη ευρέσεως μεγάλων χειρουργείων, ως αποκομιστής (scavenger) των υπολειμμάτων του χειρουργικού έργου, χωρίς όμως να πρέπει να τον υποτιμούμε, καθώς ακόμη και η πιο μικρή πράξη πρέπει να εκτελείται σωστά και με ακρίβεια.

- Είκοσι χρόνια μετά το πτυχίο, ψιλικατζής ήταν και ψιλικατζής παρέμεινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».

Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.

  1. - Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
    - Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
    - Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...

  2. - Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
    (Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified