Ο τύπος του υποβρύχιου ψαρά που η κύρια τακτική του είναι να φοράει μπουκάλια για να κυνηγήσει τη Συναγρίδα και άλλους ροφούς κατά τη διάρκεια κατάδυσης.

Σχετικά λήμματα: σωραίος, ναζωραίος, ζαγωραίος, τσίφτης, μάγκας, άξιος, αρχιδάτος, γαμιστερός, ζόρικος, γαμάτος.

Κάποιος να σβερκώσει τον κοπρίτη και να τον φέρει στο πιάτο του. Του έχω σερβίρει φρίσκις, ευχαριστίες και συγγνώμη για την σκύλευση του λήμματός του.

Λ-υδωρ-ούμενος μπουκαλάκιας εν δράσει εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτωχομπινεδιάρικο παραεπάγγελμα με δυο μεγάλες ποικιλίες:

  • Περιμενάκιας ο πάροχος υπηρεσιών: προσεγγίζει αγκανακτισμένους πολίτες (το λι με ήτα) σε ουρές δημοσίων υπηρεσιώνε και τραπεζώνε και προσφέρεται να περιμένει για λογαριασμό τους με τις ώρες έναντι μικράς αμοιβής.
  • Ο περιμενάκιας ο αρμπιτραζέρ: πουλάει την θέση / χαρτάκι σειράς του σε βιαστικότερα από αυτόν άτομα. Οι πιο κωλοπετσωμένοι από δαύτους κόβουν συνεχώς νέα χαρτάκια προτεραιότητας τα οποία και πωλούν διαδοχικά.

Πρόκειται για καζάν-καζάν φάση, καθώς ο πελάτης μπορεί να αξιοποιήσει τον νεκρό αυτό χρόνο πιο βέλτσιστα. Η συνήθης αμοιβή του περιμενάκια κυμαίνεται από 2-4 ευρώπουλα (σε περιόδους αιχμής η αμοιβή αυξάνεται εκθετικά). Δαιμόνιο νεοελληνικής κοπής το λένε και είναι απλό!

1.
Η ΚΡΙΣΗ ΓΕΝΝΗΣΕ ΝΕΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Ο «περιμενάκιας» στήνεται σε ουρές… και περιμένει για σένα!

2.
«περιμενακιας», «αυτοφωράκιας» κ γενικα ο,τι βγαζει «μαύρο» χρημα Γεροντα!!! για να τη «σκαπουλαρουν» τα λαμογια...

3.
Οι «περιμενάκηδες» παρατηρούν τις… αγανακτισμένες «φάτσες» όσων περιμένουν τη σειρά τους, τους πλησιάζουν και τους ζητούν από 2 μέχρι και 5 ευρώ (εξαρτάται την κίνηση και τον χρόνο αναμονής). Κάποιοι για τους οποίους εξακολουθεί η ισχύς της λαϊκής ρήσης «ο χρόνος είναι χρήμα» και αν διαπιστώσουν πως θα πρέπει να περιμένουν… τουλάχιστον δύο ώρες… προτιμούν να αγοράσουν το χαρτάκι!

Πεδίο δράσης περιμενάκηδων (από σφυρίζων, 31/12/13)(από xalikoutis, 04/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παροιμιώδης λαδοπόντικας-ρουφιάνος που μας ακολουθεί και μας καρφώνει στις όποιες αρχές (αστυνομία, πολιτικό φορέα, κ.ταλ.). Παλιά ρεμπετιά του υποκόσμου.

Το λήμμαν σχηματίζεται από το φέρνω και το μειωτικό γαμοσλανγκοτέτοιο -άκιας (βλ. εδώ). Ο χαφιές άλλωστε πάντα φέρνει πλεροφορίες στον εντολοδόχο του.

Πέον να σημειωθεί κι ο εννοιολογικά ταυτόσημος νεολογισμός κομιστής που μάς κληροδότησε η Ζαχοπουλιάδα (βλ. 4ο μήδι).

Από το ΔΠ: betatzis.

1.
Ελία Καζάν «Λεωφορείο ο πόθος» 1951, «Βίβα ζαπάτα» 1952, «Ανατολικά της Εδέμ» 1955 κ.α. Αν και «φερτάκιας» στον Μακαρθισμό, ήταν καλός σκηνοθέτης

2.
Η ιστορία του χώρου (αλλά και των ΚΚ) βρίθει απο προσπάθειες χαφιεδολογήματος. Πολλοί παίξανε και το παιχνίδι του χαφιε, για να ξεστήσουν το σκηνικό του, που πιθανά ήταν και πολυπλόκαμο. συχνά και οι ίδιοι είναι απλά φερτάκηδες, εξαρτημένοι κλπ. παλιά τερτίπια, ως και το σινεμά τα δείχνει.

3.
Γνώρισα όμως τον Αντωνίτση. Ούτε αποφάγια μάγκας δεν ήτανε αυτός, φερτάκιας μέχρι τα τελευταία του.Πέντε φορές τον έδειρε ο Μαρίνος ο Μουστάκιας (ξακουστός νταής,γνωστός και από την φωτογραφία με τον Μάθεση)

4.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς (για να έλθουμε και στο θέμα) ότι ο δημοσιογράφος που λέγεται ότι παρέδωσε το dvd στον υπεύθυνο Τύπου του Μαξίμου δεν καλύπτεται από κανένα δημοσιογραφικό απόρρητο, γιατί απλούστατα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτούργησε ως δημοσιογράφος, αλλά ως ρουφιάνος και φερτάκιας του πρωθυπουργού

Φερτάκηδες νέας κοπής.  (από σφυρίζων, 06/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει στυλ ανθρώπου, το οποίο κυρίως δεσπόζει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και χαρακτηρίζεται από τεχνητό και επιτηδευμένο σκανδαλισμό για φριχτά πράγματα που ανακαλύπτει όψιμα ενώ τα ήξερε και αυτός και όλοι. Είναι, δηλαδή, ό,τι και ο τσιαμτσίκας, με τον κλασσικό αποδομένο από τον Μητσικώστα διάλογο:

- Πέφτω από τα σύννεφα, Νίκο Τσιαμτσίκα!
- Έτσι όπως τα λες, Νίκο Ευαγγελάτο...

Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να καταχωρισθεί, δεδομένου ότι υπάρχουν μόλις τρία διαδικτυακά ευρήματα (όλα στον Πληθυντικό), και τα εις -ακιας εγείρουν ζήτημα ως προς την καταχωρισιμότητά τους, πάντως περιγράφει πολύ υπαρκτό φαινόμενο.

  1. ΟΙ ΠΕΦΤΟΣΥΝΝΕΦΑΚΗΔΕΣ
    Ακούω αυτές τις ηχηρές εκπλήξεις – απορίες στον περίγυρο για την κατάσταση και απορώ. ΄Ολοι πέφτουν από τα σύννεφα για ό,τι πληροφορούνται. Εκπλήσσονται για τη θέση της ελληνικής εκπαίδευσης, για τη Δημόσια Υγεία, για τις φωτιές, για το ξήλωμα του Ζορμπά, για την έλλειψη νερού, (40 φράγματα εμείς έναντι 300 της Αλβανίας), για το σκουπιδαριό, τις ελληνικές χωματερές (όλα τα άλλα κράτη εφαρμόζουν την ανακύκλωση) για το ελλειμματικό ισοζύγιο (όμως εισάγουμε από την Κίνα μέχρι και σκόρδα), για την κατάσταση της οικονομίας (χρωστάμε 242 δισεκατομμύρια όταν ο προϋπολογισμός κλείνει με 80 δις και τα έσοδα του Δημοσίου είναι μόλις 50 δις. (Εδώ).

  2. Τα τερατωδη λογια της λειτουργησαν σαν ερεθισμα που περασε το κατωφλι της μεροληψιας με αλλα λογια. Και γινατε ολοι πεφτοσυννεφακηδες. Παρ\' ολα αυτα δεν λειτουργησε σαν εναυσμα για αναδρομη σε συμπεριφορες του παρελθοντος. (Εδώ).

  3. - Ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα σωματεμπορίας εξάρθρωσε η Αστυνομία που συνέλαβε 8 άτομα που έφερναν από τη Ρουμανία ανήλικες κοπέλες και τις έβαζαν να δουλεύουν διπλοβάρδιες σε οίκους ανοχής. ''Θέλω από την καθεμία από εσάς χίλια ευρώ την ημέρα'' ήταν η απαίτηση του προαγωγού αλλά και οι μοναδικές ελληνικές λέξεις που με ξύλο και βιασμούς έμαθαν οι ανήλικες Ρουμάνες που έρχονταν στην Ελλάδα να δουν λίγο φως και συνήθισαν στο ημίφως του οίκου ανοχής που ήταν κλειδωμένες.
    - Τι ακριβώς σου έκανε εντύπωση;[...] Όλοι πεφτοσυννεφάκηκες είναι τελικά. (Εδώ).

(από Khan, 16/02/11) Ο πεφτοσυννεφάκιας Φαέθων, έργο του Rubens. (από Khan, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οφθαλμοπόρνος, ο μπανιστηρτζής, είτε μεγάλος είτε μικρός τυμπανιστηρτζής, αυτός που κάνει μάτι, προφάνουσλυ επειδή κοιτάζει μέσα από γρίλιες. Το απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης ως σλανγκ φυλακοβίων στα σέβεντηζ με προέλευση από λαχαναγορά. «Μια ακτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χτες, πώς μπλέκουν έτσι οι ιστορίες, και των ανθρώπων οι ζωές! Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών, μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη, θα τελειώσουμε λοιπόν!», όπως τραγουδούσε η όλες οι Μάρθες Βούρτση πάνω μου Λιζέτα Καλημέρη.

  2. Παρ' όλαφ τα, το γριλάκιας απαντάται και ως αργκό κλεφτών για να δηλώσει τον διαρρήκτη που δουλεύει νύχτα και ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία. (Δες). Πιθανόν και αυτή η σημασία να έχει καταγραφεί από τον Πετρόπουλο στο Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη.

Αφιερούται τω Βικαρίω, τω μεγάλω ακιάκιει.

Δες
Πρίν από μερικά χρόνια όταν η λέξη λαθρομετανάστης ήταν άγνωστη στους περισσότερους Αθηναίους όπως
και οι λαθρομετανάστες επίσης, υπήρχε μια «τάξη»
στην εγκληματικότητα.
Μια συμφωνία Κυρίων και Κυριών.
Οι τραβεστί είχαν πιάτσα στη Συγγρού λίγα αγοράκια
στην Πλατεία Κουμουνδούρου και τα δικά τους μαγαζιά
τόπους συνάντησης και διασκέδασης στου Ψυρρή και μετά
στο Γκάζι.
Οι φτηνοί οίκοι ανοχής με Ελληνίδες πάντα στη Φυλής, στην Ιάσωνος,
στην Κεραμεικού,
οι μεσαίοι στα στενά της Πατησίων και οι πολυτελείας στο Κολωνάκι.
Σωστή χωροθέτηση που εξυπηρετούσε τους πάντες.
Εκδιδόμενες-ους, πελάτες και Αστυνομία.
Τα πάντα με πρόγραμμα όμορφα και ήρεμα.
Προσαγωγές για παραβάσεις ρουτίνας.
Ασφαλώς υπήρχαν και οι ληστές και οι διαρρήκτες στην πλειοψηφία
τους όμως τσακωμένοι με τη βία και με τα όπλα.
Όμορφες δουλειές.
Ο γριλάκιας που έμπαινε στα σπίτια σπάζοντας δύο γρίλιες
στο παράθυρο και ανοίγοντας το τσεμπερέκι (μάνταλο) με το
κατσαβίδι.
Άνοιγε έμπαινε στα νύχια άοπλος ούτε καν με σπρέϋ ύπνου
έπαιρνε κάτι τι και την κοπάναγε.
Την άλλη ημέρα στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι γριλάκηδες
παρόντες για καφέ.
Μετά από κανά δυό ώρες «εντάξει εγώ ήμουνα κυρ αστυνόμε»
και τελείωνε.

Προσοχή στον γριλάκια, Λιζέτα! (από Khan, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι προσκολημμένος στη μαμά του και πλήρως εξαρτημένος απ' αυτή, ο φλώρος, ο άβγαλτος.

- Καλά είσαι τελείως μαμάκιας, να δω τι θα κάνεις στο στρατό που δε θα έχεις τις ανέσεις της μαμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο manager που όταν πρόκειται να πάρει απόφαση που αφορά μείωση προσωπικού, ή δυσμενείς μεταθέσεις προσωπικού κλπ, αντί να βασιστεί σε αντικειμενικά κριτήρια, κριτήρια συσχετισμένα με τους στόχους της επιχείρησης, τις ανάγκες της και τις ικανότητες του προσωπικού στο πιάσιμο δοσμένων στόχων, καταρτίζει τη ζητούμενη λίστα με συνηθέστερο κριτήριο την παλαιότητα του υπαλλήλου. Αρχίζει από τον νεότερο και προχωράει.
Έτσι έχοντας σε ένα excel (εξ ου και ο όρος), τα ονόματα των υπαλλήλων και τις ημερομηνίες πρόσληψής τους, ταξινομεί τη λίστα κατά σειρά παλαιότητας και παράγει γρήγορα τη ζητούμενη λίστα.
Αυτή η τακτική συνηθίζεται πολύ στις δημόσιες υπηρεσίες (δυσμενείς μεταθέσεις νεωτέρων) λόγω του ότι η μονιμότητα των υπαλλήλων δίνει μεγάλη δύναμη στους παλιούς υπαλλήλους.
Βέβαια τέτοιες λογικές έχουν πολύ κακές συνέπειες όσον αφορά την παραγωγικότητα της εταιρείας, την ανταπόκριση της στις υποχρεώσεις της, το καλό της όνομα. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν ο ζητούμενος αριθμός είναι μεγάλος. Πολλές φορές τμήματα διαλύονται, πελάτες χάνονται, φήμη καταστρέφεται, κλπ.
Γενικότερα εξελάκια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε οποιοδήποτε άτομο αποφασίζει χωρίς να σταθμίσει τα απαραίτητα κριτήρια και αποφασίζει με άσχετα κριτήρια για μια δεδομένη περίπτωση, αρκεί αυτά να μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ώστε να υποστούν επεξεργασία μέσω ενός λογιστικού φύλλου (π.χ: excel).

Σε δημόσια υπηρεσία:
- Ρε εσύ, ζήτησαν άρον άρον από τον διευθυντή παραγωγής να δώσει 50 άτομα για να πάνε να δουλέψουν στη νέα μονάδα που ανέγειραν τώρα στα πλαίσια της συνεργασίας που έκανε η εταιρεία μας με τη Χ (μεγάλη πολυεθνική). Μιλάμε για θέσεις μαυρίλας, άσχετες με τα πτυχία των ατόμων. Εν τω μεταξύ πνιγόμαστε στις δουλειές που ήδη έχουμε και κανείς δεν συζητάει για νέες προσλήψεις. - Και με ποιο τρόπο θα κάνει την επιλογή ο manager;
- Ε δεν τον ξέρεις; Κλασσικός εξελάκιας. Για να μη δυσαρεστήσει τους παλιούς θα φτιάξει το excel του θανάτου. Θα βρει τους 50 νεώτερους και αυτό είναι όλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχικά άρρωστος, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν τρελός. Συνώνυμο του ψυχάκιας.

  1. Ρε μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον Θανάση, αρρωστάκιας είναι! Για το Δαφνί κατευθείαν!

  2. Καλά ρε αρρωστάκι, όλη μέρα ταξιδεύαμε και ψοφήσαμε στην κούραση κι εσύ θες να παίξουμε τώρα κομπιούτερ; Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified