Further tags

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικό σπαστό πριονωτό μαχαίρι.

Οταν με πλησίασε τα μάτια του ήταν αγριεμένα κι ολοκόκκινα σαν του φονιά και η μούρη του μαυρισμένη από το θυμό. Ο χάρος ένα τέτοιο πρόσωπο πρέπει να ‘χει όταν πηγαίνει να πάρει την ψυχή των κακών ανθρώπων. Εκείνη την ώρα φοβήθηκα, έβαλα γρήγορα το χέρι μου στην τσέπη, που είχα ένα σφαλιχτάρι, με μια μεγάλη λεπίδα, το άνοιξα και το ξάμωσα προς το μέρος του.
- Αν κάνεις ένα ζάλο, θα σου το καρφώσω κι ας με πούνε και φόνισσα. Εκεί όμως που του ξάμωνα και τον φοβέριζα, παίζει ένα καμπανό, μ’ αρπάζει το σφαλιχτάρι και το πέταξε στον ποταμό.

σβαρνάς (από dryhammer, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.

Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο

(από vydras, 14/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωμότης ο αλαξοπιστήσας. Παλαιός χαρακτηρισμός ιδίως στην Κρήτη όπου πολλοί εξασκούσαν το σπορ μετά την κατάκτηση του νησιού από τους οθωμανούς.

Χρησιμοποιήθηκε και αλλού όπως στη Σάμο. Έτσι αποκαλούσαν τον προτελευταίο ηγεμόνα της Σάμου ενώ τον προπηλάκιζαν στα 1907. Τον χτύπησαν κιόλας με το μαυραγάνη δηλαδή αρμαθιά ψαριών πιασμένα με βούρλα.

Ήντα κατέχει, κατέχει ο μπουρμάς κατέχει κι ο χουρμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός λεβεντομαλάκας πύρκαυλος, αξιότιμο μέλος μιας κενωνίας μπούληδων, τσάτσων ή απλά νταήδων που ακόμα και στην κηδεία θύματος μπουλίζειν, το ρίχνει στις μπαλωθιές, αφήνοντας -όχι σπάνια - θύματα.

Κρήτη: Ο μεγαλύτερος πληθυσμός μπαλωθόκαυλων έβα!

● Μπλέξαμε με τους μπαλωθόκαυλους σήμερα, κάθε μέρα πανηγύρι, που ζούμε ρε πούστη

● Η κηδεία Γιακουμάκη με μπαλωθιές είναι όσο τρικυμία εν κρανίω είναι η ταρατατζούμ παρέλαση από «αριστερή» κυβέρνηση. Σούργελα παντού

● Μπαλωθιές για την εκλογή #pavlopoulos άλλη μιά ανάσα εθνικής υπερηφάνειας!

● Ισόβια για τις «μπαλωθιές» που στέρησαν την ζωή του Γ. Γυπαράκη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουρμουρίζω, φλυαρώ ψιθυριστά, ενδεχομένως διαβάλλω, σουχλίζω.

Ηχομιμητική λέξη, το πιθανότερο.
Από Ανατολική Κρήτη, το περισσότερο.
Αρκετά μαμαδίστικο γιατί αναφέρεται πιο συχνά στην ανώφελη μουρμούρα των παιδιών.

Ίντα πάλι κιουκιουρίζετε; Μήμπας θαρρείτε πως δε γροικώ λω!

Ούλο το μεσήμερι εκάθουντονε τα κοπέλια στα σκαλιά και κιουκιουρίζανε και μου παίξανε το νευρικό μου σύστημα, μέχρι που επήγα από το απάνω αυλιδάκι και των-ε επέταξα ένα γκουβά νερό, μα όπως σου το λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

έμπος (το)

Χαμηλή νέφωση, προμήνυμα βροχής (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου). Από μια μικρή έρευνα στο γούγλη, βρήκα ότι, στην μεν Κρήτη, σημαίνει ομίχλη, στη δε Λευκάδα, καταρρακτώδη βροχή, δηλαδή παρεμφερείς έννοιες. Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Πάντως, και στα τρία αυτά μέρη, είχαμε κάποιους αιώνες ενετοκρατίας. Αυτό ίσως μπορεί να δώσει κάποια κατεύθυνση στην αναζήτηση πιθανής προέλευσης και ετυμολογίας. Ευπρόσδεκτη κάθε βοήθεια από γνωρίζοντες περισσότερα.

Είχε ένα έμπος, μιά μαυρίλα,ένα κακό, εκεί, κατά το Πετροβούνι. Έσμιξ' ο ουρανός κι η γης."Τρεχάτε να σπηλιώσουμε*!" φώναξε ο πάππους. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να μπούμε στο κελί** και τό 'φερε σαρανταπόταμο!

*σπηλιώνω: βρίσκω καταφύγιο από τη βροχή (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου)

**κελί: αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified