Further tags

Χαρακτηριστικά που έχουν συνδεθεί με το κόμμα ΠΑΣΟΚ και την αισθητική του.

  1. Ανάγκη πάσα να ξαναστήσουμε μιαν αριστερά χωρίς άλλα ψέματα, λαϊκισμό, χωρίς την πασοκίλα της εξουσίας.
  2. Δεν το λέω υποτιμητικά ούτε αποδοκιμαστικά, το λέω διαπιστωτικά: πολύ μεγάλο μέρος της φυλής των ανθρώπων που αποκαλούμε τα τελευταία χρόνια με μια λέξη «φιλελέδες» αισθάνονται πρώτα και κύρια Ευρωπαίοι. Στο βαθμό που αισθάνονται Έλληνες, το αισθάνονται ως ειδικότερο προσδιορισμό της βασικής τους ταυτότητας (Ευρωπαίος εξ Ελλάδος) και το αισθάνονται ενοχικά. Θα προτιμούσαν να είναι Ευρωπαίοι του Παρισιού ή του Λονδίνου και όχι αυτής εδώ της ευρωπαϊκής επαρχίας, που ζέχνει πασοκίλα, μεταπολιτευτικίλα, ανομία, γκράφιτι, πανεπιστημιακό άσυλο, αριστερά του τίποτα, λαμογιάρισμα στις κοινοτικές επιδοτήσεις, φωτόπουλους, μπαλασόπουλους, συριαζίους και 61 τοις εκατό και βάλε ΟΧΙ, το οποίο στα μάτια τους είναι ο καθ΄ημάς τζιχαντισμός. (Old Boy)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:

Swag Σημίτης

Ή αυτό:

Swag Λαφαζάνης

  1. Ο καιρός επιβάλλει καφέ,κότσο και σουαγκίλα! (Εδώ).
  2. Κατουραει σουαγκιλα ρε αυτο το παιδί (Εδώ).
  3. Διακρινω μια σουαγκιλα-κωλοποζεριά.. (Εδώ).

Σουαγκίλα η απλή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πλέον βρωμερή και δυσώδης μπόχα για πολλούς συμπολίτες μας, όπως αλτέρνια, ψαγμένους, λατέρνατιβ, indie, χιπστέρια, άτομα με υπερκουλτουρίαση, μεταλάδες, χιπ χοπάδες, ποικίλες εξωτικές φυλές και λοιπές εναλλακτικές δυνάμεις.

Πρόκειται για την αποφορά που προκαλεί ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα κυρίαρχο παράδειγμα, λόγο, συμπεριφορά κ.ά. Λ.χ. χολυγουντιάνικες αμερικλανιές στο σινεμά, απόψεις που εκπορεύονται από πρετεντέρηδες και άλλους τηλεντελάληδες του καθεστώτος, λαϊκοπόπ ακούσματα στη μουσική για όσους θεωρούν ότι το «ανήκομεν εις την Βίσσην» αποτελεί μουνόδρομο, εκτός κι αν ανήκει κανείς στην Βανδή, απόψεις που διατυπώνονται από δάπαρους με επίπεδο-ΔΑΠεδο, ναμαγαπάδικα εντεχνιάρηδων, το δίπολο Μύκονος- Αράχωβα, ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας, κ.τ.ό., τέσπα ξέρουμε όλοι λίγο πολύ τι σημαίνει μέινστριμ.

1. Ολοι αμαρτωλοι ειμαστε, ολοι παμε στο τωρα καπα, στο καλυτερο μο, στη μπουζα βρε αδερφε. Ολοι εχουμε μια καποια σχεση με το σκειτ, ειτε αγαπη, ειτε μισους, ειτε αποστροφης.Παντως να το παιζεις αλτερνατιβ και να πηγαινεις κρυφα στο βιλα να λικνιζεις το κορμι σου σε μεινστριμιλα, δε σε τιμα.

2. Παρολ' αυτα μου κανει φοβερη νεκροφιλια να παραμενουμε (με βολικη εμμονη καμμια φορα) στα κατορθωματα των γενιων που εχουν σχεδον αποσυρθει. Νομιζω μαλιστα πως τη δεκαετια του 90 οι περισσοτεροι ξανα«διαβαστηκαν» απο κοινο και επαιοντες χωρις ταμπου, αγκυλωσεις και παρασιτα του χρονου που εδρασαν και λιγο ως πολυ εχουν παρει τη θεση που τους αξιζει.
Στα 00ς ειχαν αρχισει πια οι αναποφευκτες ζυμωσεις γινανε πραγματα, ξεπηδησαν ατομα και ομαδες, γλιτωσαμε εν πολλοις απο την ακαμπτη μεινστριμιλα και τις διαφορες σεβασμιες μανιες και εχουμε αρχισει να διαπραγματευομαστε καπως διαφορετικα τα τεχνοζητουμενα.

3. Δεν ξέρω πόσο μεϊνστριμίλα βρωμάω αλλά με τον Φασμπίντερ δεν έκανα παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια μυρωδιά όπως η αριστερίλα, αλλά πιο δυνατή.

  1. Πήγα να ανοίξω το άρθρο του, αλλά απέπνεε κομμουνίλα και το ξανάκλεισα.

  2. Όλη η κομμουνίλα του 1980 έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

  3. Άσε να μπει και κανάς πατριώτης στη Βουλή, γιατί έχουμε πήξει στην κομμουνίλα.

Κομ-μουνίλα (από Khan, 30/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πνευματικές -ίλες, που βρωμάνε εξίσου ή και περισσότερο από τις σαρκικές (πρβλ. και κορεκτίλα). Είναι η συμπεριφορά του να θεωρείς τον εαυτό σου πνευματικά, ηθικά κ.τ.λ. ανώτερο από τους άλλους, όπως ο φαρισαίος από τον τελώνη, και να είσαι ωσεκτουτού σνομπαρία και αφ' υψηλού. Συναντάται και σε άτομα με υπερκουλτουρίαση, αλλά και σε όσους κραδαίνουν την πολιτισμική, φυλετική ή άλλη υπεροχή τους.

Συνήθως στις εκφράσεις πουλάω ανωτερίλα και το παίζω ανωτερίλα. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτές φράσεις δείχνουν να υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται για δικαιολογημένη ανωτερίλα, αλλά περισσότερο για υπεραναπλήρωση αδυναμίας. Πουλάμε ανωτερίλα για να εκθαμβώσουμε τους άλλους και να μην προλάβουν να θίξουν τα αδύνατα σημεία μας.

  1. εγω το λεω απο την αποψη οτι το θεμα ειναι οικονομικο και πολιτικο,οχι ποιανου ο προγονος την ειχε μεγαλυτερη.
    με ποιο δικαιωμα ο καθε απαιδευτος κατσιβελος θα πουλησει ανωτεριλα σε εναν ευρωπαιο απλως λογω καταγωγης;
    τι σχεση εχει ο μεσος καραμπαμποελληνας με το πνευμα του αριστοτελη; (Εδώ).

  2. αυτη η ανωτεριλα και το κυριλικι θα μας φαει στο τελος... (Εδώ).

  3. Δεν το «παιζω» ανωτεριλα. Ειμαι ανωτεριλα, σε σχεση με τους περισσοτερους απο τους εξαρτημενους απο τα ναρκωτικα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάση όπου κάποιος «δεν νιώθει», δηλαδή δεν παίρνει από λόγια ή κάνει / λέει μαλακίες.

- Ρε τι είναι αυτό που κρέμεται απ΄το αμάξι της γκόμενας;
- Ωχ! Ρε το ζώον έφυγε και ξήλωσε μαζί της την μάνικα απ' το βενζινάδικο!
- Ανιωθίλα τελείως!

(από HardcoreGR, 16/05/11)(από patsis, 18/03/12)

Βλ. και άνοιωστος, άνιωθος, νιώθω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified