Η κατά καιρούς απομάκρυνση από το διαδίκτυο και τα applications του, για λόγους αποτοξίνωσης και ψυχικής υγείας.
Τις επόμενες μέρες δεν θα με βρείτε στο Φέισμπουκ, γιατί κάνω appοτοξίνωση.
Η κατά καιρούς απομάκρυνση από το διαδίκτυο και τα applications του, για λόγους αποτοξίνωσης και ψυχικής υγείας.
Τις επόμενες μέρες δεν θα με βρείτε στο Φέισμπουκ, γιατί κάνω appοτοξίνωση.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.
Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».
- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...
Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από άτομα με τεχνικές γνώσεις στους υπολογιστές. Στην κυριολεξία είναι τα δυο πρώτα γράμματα από τις λέξεις Mother Board (μητρική κάρτα, η οποία είναι hardware υπολογιστή).
- Ρε μάγκα δεν ξέρω τι παίζει με την συμβατότητα μεταξύ gpu και mobo. Βοήθα λίγο να 'ουμε...
- Απλά τσέκαρε άμα η κάρτα σου έχει PCI-E... Τέτοια σύνδεση δεν έχει η μητρική σου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λολοπαιγνιώδης παραφθορά του κλιματιστικού air-condition. Πιο συνηθισμένο είναι το αρκουδίσιον ή και απλούστερα αρκούδι με τη λογική ότι αν το βάλεις κάνει κρύο σαν να είσαι στο δάσος με τις αρκούδες ή στον Αρκτικό Κύκλο με πολικές αρκούδες ξερωγώ. Το αρχοντίσιον από την άλλη μάλλον πρέπει να κατανοηθεί στη συνάφεια της ένδοξης εϊτίλας περίπου, ή όποτε τέσπα εισήχθησαν κάπως πιο μαζικά τα κλιματιστικά στην Ελλάδα, όπου το να έχεις κλιματιστικό ήταν σημάδι ότι είσαι κάπως πιο ευκατάστατος και μπορείς να προσφέρεις στον εαυτό σου και τους γύρω σου κάποιες περισσότερες ανέσεις. Ή, σε κάθε περίπτωση, το λολοπαίγνιο δηλώνει ότι όταν γύρω γύρω έχει καύσωνα και στη μέση κλιματισμό, γιατί μπορείς, ε τότε είσαι Άρχοντας με όλες τις συνδηλώσεις του όρου, και δεν χρειάζεται να χολοσκάς για την έξω κατάσταση και μπορείς να έχεις και την αρχοντομούνα σου δίπλα χωρίς να δυσανασχετεί. Εβέντσουαλι βεβαίως πήρε και ο κάθε αρχοντόβλαχος αρχοντοχωριάτης αρχοντόγυφτος κι από ένα αρχοντίσιον και μπήκαμε σε έναν καύλο κύκλο ψυχραναγκασμού που επιδεινώνει το κλίμα του άστεως και καταστρέφει και το όζον.
Δέον τέλος να σημειωθεί ότι σαν έκφραση έχει ένα βυζαντινοτέτοιο ζενεσεκουά, και με το τελικό νι, και με την κατάληξη εις -ίσιον (θα μπορούσε να γραφτεί και αρχοντήσιον ακόμη πιο βυζαντινοπρεπώς), αλλά και το ίδιο το άρχοντας, που παραπέμπει ξερωγώ σε Άρχοντες του Οικουμενικού Θρόνου ή σε αρχονταρίκι μοναστηριού. (Ινσέψιο: Το αρχονταρίκι Μονής με αρχοντήσιον). Προσφάτως το αρχοντήσιον εντάχθηκε και στο εικονογραφικό πρόγραμμα ιερού ναού, δίνοντας αφορμή να γίνει λόγος για τον Άγιον Αρχοντήσιον σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Got a better definition? Add it!
Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:
Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)
Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.
Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.
Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.
Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.
Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!
Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.
Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.
Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.
α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.
Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.
Got a better definition? Add it!
Ο ιδιοκτήτης ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop). Συνήθως διατηρεί παράλληλα και κλασσικό κατάστημα αλλά διείδε νέες ευκαιρίες στο ιντερνέι και άνοιξε και ηλεκτρονικό.
Μέχρι και ο κυρ-Μήτσος με τις παντόφλες την έχει δει σοπάς και μετέτρεψε το μαγαζί του σε αποθήκη.
Got a better definition? Add it!
σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.
- Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!
- Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.
Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».
Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+
shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).
- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.
(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified