Further tags

Ο καραγκούνης υποτιμητικά στο θεσσαλικό σλανγκ. Ο άξεστος χωρικός από τον κάμπο! Ο άνθρωπος που πέρα από το χωριό του δεν έχει πάει πουθενά.

Πωωω ρε τι καραγκνάς είναι αυτός. Μιλάμε για άνθρωπο των σπηλαίων.

Μηδέν πρόοδος στο χωριό. Τίγκα καραγκνάδες είναι ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κατακάθι, άχρηστο υπόλειμμα κάποιου υγρού (συνήθως πληθ.: πατούδια)

Το πετρέλαιο είχε πατούδια και μπούκωσε ο καυστήρας.

Got a better definition? Add it!

Published

γκρεμίζω, ισοπεδώνω

Η θύελλα τα σάρισε όλα!

Got a better definition? Add it!

Published

σε αντιστοιχία με το Ουί (οui=ναι , στη γαλλική) που είναι το ανάποδο του Ίου (επιφώνημα που φανερώνει αηδία ή δυσαρέσκεια).

Θούσκια ανάποδο της λέξης Σκιάθου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.

Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας κι σημαίνει δεν μου αρέσει καθόλου, μου προκαλεί αηδία.

- Να φτιάξω σπεντζοφάι αύριο;
- Α τα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified