Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.
— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
— Μέσα.
Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.
— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
— Μέσα.
Δες και μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που χρησιμοποιείται σε γλωσσικές κοινότητες χασικλίδων για να δηλώσει το τσιγάρο που δε διαθέτει μαύρο.
Αν θες ρε φίλε μην ανάψεις τώρα τον ψεύτη. Έχουμε στρίψει μπάφο!
Got a better definition? Add it!
Published
Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.
Βλέπε και χου.
Got a better definition? Add it!
Κατά μίαν άλλην εκδοχήν, ως Χορταρέας χαρακτηρίζεται η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού κτλ
Φαίδων: «Διέθεσα σήμερον χρήματα ίνα αγοράσω χασίς»
Τρύφων: «Πάλι; είσαι Χορταρέας μέγιστου βαθμού!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".
Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.
ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.
Εκ του αγγλικανικού hit.
- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)
- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)
- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...
Got a better definition? Add it!
Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.
Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.
Αλφαβητάρι του χασίστα
(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)
Aλφαβητάρι του φουντικού
(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)
Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.
Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα
Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).
Got a better definition? Add it!
Κασακτσόεκ προερχεται απ τη Ρωσσικη λεξη κασακ που ειναι το χασις κοινος το μαυρο το σκαγκετο το τριφυλλο!
Τσώνη στρίψε ενα κασακτσόεκ πασα μου ή αλλο παραδειγμα - τι θα γίνει μαυρο παιδιά θα πιούμε κανένα κασακτσόεκ?
Got a better definition? Add it!
Published
Κασακτσόεκ το τριφυλλο το δυνατο που σε στελνει στο διαολο και γινεσαι κοπανατζε.
στριψε ενα κασακτσόεκ να γουσταρουμε να γινουμε κωλος
Got a better definition? Add it!
Published
Ο χάλια ποιότητας μπάφου αξίας 5 ευρώ(τάλιρο) που είναι χάλια και πουλάνε ξένης εθνικότητας ντίλερ σε παρακμιακούς χώρους.
Ο Κώστας ο μαλάκας πήγε να αγοράσει ένα ταλιρο μπάφο και οι ρωσσοπόντιοι του έδωσαν χάλιρο.
Got a better definition? Add it!