Η έκφραση αυτή λέγεται όταν εμπλεκόμενοι σε ένα συμβάν (συνήθως δύο), αποποιούνται κάθε ευθύνης για τη συμμετοχή τους ή ακόμα και για τη γνώση της ύπαρξης του ίδιου του συμβάντος . Προσποιούνται μάλιστα και τη χαλαρή ή ανύπαρκτη σχέση (φιλική, επαγγελματική) μεταξύ τους, ενώ μπορεί να είναι και πολύ στενή, προς αποφυγή μπελάδων. Συχνά ο ένας από τους δυο είναι η κότα (και ο πιο απρόθυμος να συνεργαστεί εξαρχής, όχι τουλάχιστον χωρίς γκρίνια, αλλά μπορεί να είναι και οι δυο φαινομενικά με τον ίδιο βαθμό διάθεσης συμμετοχής και εξίσου θρασύδειλοι, απλά ο ένας λίγο πιο πολύ), και βγάζει την ουρά του απ' έξω με το παραμικρό και ουσιαστικά λέει στο συνένοχό του να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ακόμα κι άμα τον κυνηγήσουνε, αφού αυτός έχει σκοπό να τον κρεμάσει, να τον αφήσει εκτεθειμένο στο μέγιστο κίνδυνο χωρίς να τον καλύψει και χωρίς να ρισκάρει γι' αυτόν ούτε για την κοινή τους μεμτή πράξη που επισύρει απρόβλεπτα δυσάρεστες ποινές. (όπως απάτη, συκοφαντία και τέτοιες ωραίες δουλίτσες, με κατάλληξη χρηματικά πρόστιμα, κράτηση ή κανονική φυλάκιση...)

- Πώ, πω, που με μπλέκεις μωρέ, άφησ' με ήσυχο σου λέω... Τις προάλλες, είδες τί κάνανε του Μάκη. Τον επήγαν στην ψειρού και τον εδέρνανε τρία μερόνυχτα! Στο λόγο μου...
- Ο Μάκης ήτονε στόκος, γι' αυτό και τονε πιάσανε... Αφού είχε κείνον το χέστη τον ασπρούλιακα... Μόνο να τους δεις να κυκλοφορούνε είναι για να τους πάνε μέσα, όχι για κλεψιές που πήγανε οι τσίλιες τους περίπατο, που ο χέστης τά'καμε πάνω του κι έφυγε και τον παράτησε σύξυλο!
- Σου το λέω από τώρα να το ξέρεις... Άμα πάει κάτι κι εδώ στραβά, δε σε είδα, δε σε ξέρω, για νά'μαστε ξηγημένοι... Όχι τώρα επειδή μου πατάς τον κάλο και με βρήκες στην ανάγκη και με έμπλεξες στις βρωμοδουλειές σου, να τα φορτωθώ εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μπανιστιρτζής, ο μοχθών στο κολλύριο στα ... αρχαία ελληνικά!
Υπάρχει και ο παρθενοπίπης κι ο αρρενοπίπης, ανάλογα πού πίπτει εγκαύλως το όμμα καθενός.
Από το γυναίκα + οπιπτεύω. (εδώ).

  • Περισσότερα για το πώς θα μάθετε να βρίζετε στα Αρχαία Ελληνικά αλά Ζουράρις ΕΔΩ.

Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»,

Σήμερα είναι εύκολο και γουστόζικο να λέγεται και να γράφεται, εξ ου και τα παραδείγματα.

  1. γυναικοπίπης, ου, ὁ (gunaikopipēs) —one who ogles women” (εδώ)

  2. - Είναι γυναικοπίπης αλερτ==>
    - ΠΑΛΙ ΜΕ ΟΝΕΙΡΩΞΕΙΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ? (εδώ)

  3. - Γιατι να εισαι τοσο ψοφια γιαλαντζι αριστεροστροφη πατσαβουρα?
    - Γιατί είσαι ένας πιθηκαλώπηξ γυναικοπίπης. Το πατσαβούρα πρόσεχε μη σου έρθει κοσμάριον (εδώ)

  4. ΛΑΘΡΟΠΙΠΗΣ (ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ η ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ). (εδώ)

  5. -Τράβα κοιμήσου βρε γυναικοπίπη
    -Κανεις copy paste απο google βρισιες αρχαιων? Καρμπον. Εσυ εισαι μεγαλο νουμερο μιλαμε (εδώ)

  6. ανδρείος (γενναίος) όπως ο Έκτορας, όχι δειλός (παρθενοπίπης) όπως ο Πάρις! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι δημοτικιστές στους υπερασπιστές της καθαρεύουσας κατά τη διαρκή διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα. Ο χαρακτηρισμός ειρωνευόταν το βασικό επιχείρημα των καθαρευουσιάνων, ότι δηλαδή η καθαρεύουσα και καλά προωθεί τη σοφία.

- Οποία ευχαρίστησις φίλτατοι, να ευρίσκομαι μεθ' υμών, ίνα συνδράμω και εγώ εις την επιβίωσιν της καθαράς ελληνικής γλώσσης..
- Μαλάκα μου σε συνάντηση σοφολογιότατων πέσαμε

Ο χαρακτηρισμός συναντάται, επίσης, και για να κοροϊδέψει το επιτηδευμένο λεξιλόγιο.

- Η οικεία διάταξις αναλογικώς εφαρμοζόμενη δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας και μας οδηγεί σε ένα de lege lata αδιέξοδο..
- Άσε ρε πρωτοετό που μας το παίζεις και σοφολογιότατος..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για την κολλημένη με την θρησκεία θεούσα γυναίκα. Από το σήμα κατατεθέν - τα μαλλιά της δεμένα κότσο· με πιο ελεύθερη κόμμωση αποκαλείται γλαρίνα.

Φυσικὰ ἡ κοπέλλα δὲν δέχτηκε τίποτε ἀπ᾽ ὅσα τῆς πρότειναν οἱ «θεούσες», ὅπως τὶς λέει ὁ ἁπλὸς κόσμος. λέγονται καὶ «κότσοι» (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει παίρνω μάτι και απαντάται στα ίδια βιβλία με το οφθαγμό ντε λούτρ, οφθαλμόλουτρο, μπανιστήρι.
Νοηματικά μπορεί και να προκύπτει απ' την παρακάτω πολιτισμική εξέλιξη του ... Μήτρου:

Βέβαια στο κόμμα της παραλίας το μπικίνι πλέον είναι περιττό και το μίνι δεν απλώς μίνι, αλλά είναι ότι έχει από-μείνει, και ο Μήτρος δεν παίζει άλλο την φλογέρα του, -αλλά το άλλο το εύκαιρο- βάζοντας συνεχώς κολλύριο στα γουρλωμένα μάτια του.
(εδώ)
κολλυτήρια

Σημείωση: Το έμαθα σήμερα από συναδέλφους, την ώρα του μεσημεριανού. Χρησιμοποιείται σε στυλ:

"Ανάλογα τί θες να δεις. Αν ενδιαφέρεσαι για τεκνά, κάνεις κολλύριο σε καφετέρια."

Βρήκα κι αυτό στο δίχτυ, είναι σχετικό αλλά όχι ακριβώς.

Αυτα λέτε και δείχνετε οτι είμαστε μπροστά απο εσάς.. πές και άλλα... ποτέ -35 .. ποτέ όλο το γήπεδο - ποτέ το ένα -ποτέ το άλλο... βρές κάτι και κόλλα ένα -ποτέ- και έδεσες... Τώρα βάλε κολλύριο απο το μπανιστήρι που πήρες και αδειασε μας την γωνιά και ..που είσαι.. ξέρεις.. τράβα κάντετε εσείς... ξέρετε εσείς τώρα.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σλανγκασίστ από Βάνια (σχόλιο στο λήμμα σκουρδουλιάζω):

@don: διαβάζεις και τις τελείες. Βρήκες τους γουλόζους,τα τσατάλια όμως; Δώσε Κύθνο!

Ναυτική έκφραση αναφερόμενη σε ιστιοφόρα εμπορικά σκάφη (εν χρήσει μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίον όλα σχεδόν τα εμπορικά καΐκια έγιναν μηχανοκίνητα).

Καταμεσίς του μπουγαζιού πέσαμε σε καραντί. Σε λιγάκι κάτι έκανε να φυσήξει, μια μπαχαρία, ήτανε πρύμα ο καιρός, κάναμε τσατάλια τα πανιά και φτάσαμε σιγά-σιγά.

καραντί: άπνοια (με "βουβό" κύμα)

πρύμα (ο καιρός): ούριος άνεμος

Το είχα ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο (1893-1974) πως "έκανε τα πανιά τσατάλια" όταν ταξίδευε "στα πρύμα", δηλαδή όταν ουριοδρομούσε. Έστρεφε το ένα πανί πλάγια προς τη μιά μεριά του σκάφους και το άλλο προς την αντίθετη, ώστε νά'ρθουν σχεδόν κάθετα ως προς τον άξονα του σκάφους. Κατ' αυτόν τον τρόπο "έπιαναν" περισσότερο αέρα (μιλάμε για δικάταρτα καϊκια με ιστιοφορία μπρατσέρας, όπου τα πανιά, κανονικά, ήταν διατεταγμένα παράλληλα με τον άξονα του σκάφους).

Σκαρίφημα 1

Αριστερά στο Σκαρίφημα 1 είναι μιά κανονική πλεύση (πλαγιοδρομία) με τά πανιά στην ίδια πλευρά του σκάφους και σχεδόν παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα, ενώ δεξιά (ουριοδρομία) τα πανιά είναι σε αντίθετες πλευρές και σχεδόν κάθετα στον άξονα του σκάφους (τσατάλια).

Ετυμολογία από το τουρκικό çatal: πηρούνι.

(Πιθανή) εξήγηση του όρου: Αν έβλεπε κανείς τις αντένες των πανιών από την πρύμη του σκάφους, όπως ήταν τοποθετημένες από την μιά κι από την άλλη πλευρά των καταρτιών σχημάτιζαν (με τα κατάρτια) μια μεγάλη τρίαινα => πηρούνι => çatal.

Σκαρίφημα 2

Το σκαρίφημα 2 δείχνει πώς φαίνεται από την πλευρά της πρύμης ένα σκάφος που ουριοδρομεί με τα πανιά τσατάλια. Μπορεί κανείς να διακρίνει την "τρίαινα" που σχηματίζουν οι αντένες των πανιών με τα κατάρτια.

Μπρατσέρα

Η μπρατσέρα του καπτα-Μήτσου "Παναγία Περιβολή" ζωγραφισμένη από το λαϊκό θαλασσογράφο Γλύκα το 1924.

Η μπρατσέρα (ιταλικό brazzera) ήταν μικρό ιστιοφόρο σκάφος, με δύο κατάρτια, με πανιά τραπεζοειδούς σχήματος (ψάθες) και δυό φλόκους στον πρόβολο (μπαστούνι ή μπομπρέσο). Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το πιό συνηθισμένο μεταφορικό μέσο για εμπορεύματα και επιβάτες, ιδιαίτερα στα μικρά νησιά της λεγόμενης "αγόνου γραμμής" για τα βαπόρια.

μπρατσέρα μου έλα γιαλό

Προσωπικά, το θεωρώ "ναυτικό όρο" και όχι μέρος της Θερμιώτικης ντοπιολαλιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ελαφρώς ρομαντζούρα και ντεμοντίλα, που χρησιμοποιείται εχθεσήμερα κι εδώ και τώρα για να δηλώσει ασάφεια χώρορ (άκλιτο είπες vikar), χρόνου και περσόνας.

Προέρχεται νομίζω απ' το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, "Κάποιος, κάπου, κάποτε" (1955). Στίχοι Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική Μ. Θεοφανίδης. Απ' την επιθεώρηση "Διπλοπενιές" του θεάτρου Βέμπο:

Κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε
με στοργή κι αγνότητα και λατρεία τόση
κάποιος κάπου κάποτε φλογερά με φίλησε
θέλοντας τα χείλια μου να μου τα ματώσει

Τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος κάπου κάποτε που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι

Σοφια Βεμπο - Καποιος καπου καποτε

Θυμάμαι τη μάνα της ντολτσεβιτίστριας Coύλτωc να κάνει κι από παλιά σλανγκική χρήση σιγουτραγουδώντας τον πρώτο στίχο, ♫ κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε ♫, για να απαντήσει σε ερωτήσεις τ. ποιος;/πού;/πότε;

Απ' τον τουίτη:

  1. ο αλλος το παιζει ψυχολογος και ξερει για καπου καποιος καποτε εναν Φροϋδ και ηταν και γερμανος κιολας. Παναθεμα σε με λιγωσες σαρδαναπαλε

  2. Μερικοί το κανουν για πλακα, αλλοι απλα ειναι παπαρες. Η ουσία ειναι μια κάποιος καπου κάποτε θα βρεθεί να στα κανει τουμπανο

  3. Φήμες λένε ότι κάποιος, κάπου, κάποτε, είδε κομμωτρια με όμορφα μαλλιά

  4. Κάποιος, κάπου, κάποτε, ας μετρήσει πόσες φορές από το 2010 έχουμε: 1) Λίίίίγο για να βγούμε απ'το Μνημόνιο, 2) Χρεοκοπήσει...

  5. Κάποιος, κάπου, κάποτε ας κατατάξει τους ανθρώπους ανάλογα με τον καφέ που πίνουν. Τι δουλειά έχουν να μπλέκουν οι φραπέδες με τα macchiato?

  6. Κάποιος, κάπου, κάποτε το έχει ξαναγράψει οπότε ξεκαβαλάτε.

  7. - Είναι υποχρέωση του κ. Τσίπρα, θεσμική κ εθνική, να έρθει στη Βουλή και να πει επιτέλους που βαδίζει η Κυβέρνησή του. …
    - Θα μάς πει. Κάποιος...κάπου....κάποτε.....

  8. (απ' εδώ): Βέβαια μην ξεχνάμε και έναν ακόμα λόγο που σε βάζει στο τριπάκι να σκεφτείς σοβαρά αν θα μπεις σε μια τέτοιου είδους σχέση. Αυτό αφορά κυρίως μια ειδική κατηγορία ανθρώπων, τους γλωσσομαθείς. Κάποιος κάπου κάποτε είπε πως η γλώσσα μαθαίνεται στο κρεβάτι. Αυτό ακριβώς ακολουθούν αρκετοί και καταφέρνουν να μάθουν από τον σύντροφό τους μια ξένη γλώσσα. Μην το υποτιμάς καθόλου, άλλωστε δε λένε το τερπνών μετά του ωφελίμου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί αρκτικόλεξο της έκφρασης μπάφοι με ξίδια.

ΒΜΧ = bafoi me xidia στα greeklish.

Η μάνα παίρνει τον πιτσιρικά στο τηλέφωνο:
- Πού γυρνάς ρε τσογλάνι τέτοια ώρα;
- Πήγαμε για bmx ρε μάνα με τα παιδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified