Ο μάγκας, αλλά όχι με την καλή έννοια: ο κουραδόμαγκας, ο τζόρας-μισοριξιά, το ζόρικο πλην τσουρούτικο χαμαντράκι που βρυχάται και την Άρτα φοβερίζει.

Εκ του μάγκας και του τουρκικού çürüt (αόριστος του ρήματος çürür, φθείρω).

Ασίστ από το δουπού: Κυρ Κάδμους.

[1.](http://www.tvnea.com/2011/03/dwts.html#ixzz3DOUdQrfU http://tvnea.blogspot.com/)
- ΑΥΤΕΣ ΟΙ 2 ΚΥΡΙΕΣ ΨΟΦΑΝΕ ΓΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ /ΣΤΡΙΦΝΗ Η ΜΙΑ ΤΣΟΥΡΟΜΑΓΚΑΣ Η ΑΛΛΗ /ΚΡΙΜΑ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΡΙΜΑ

2.
- Αυτοι δεν ηταν ρε προβατα που θα σας εσωζαν; Ο Αντωνης, ο τσουρομαγκας απ την Καλαματα και ο Αλεξης ο τυροσουζας. Kalo kouragio

3.
- Τους παιρνω τηλέφωνο και μετα απο 1 ωρα αναμονη (δεν κανω πλάκα) το σηκωνει ενας τσουρομαγκας και μου αρχιζει την καραμελα.Τον ρωταω απλά,«δεν εχω την απαιτηση να μου δωσετε 24ΜΒ αυτο το εχω εμπεδωσει,πείτε μου απλά τι εγινε και σε 3 μερες επεσε ο συγχρονισμος 3λολοκληρα ΜΒ.Και πεταγετε το παληκαρι με υφος πολλα βαρυ και μου αμολαει το ιστορικο»και καλα δεν εισαι ευχαριστημενος με 10;!!!«

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πράγματα τα οποία δεν μπορούν να συμπεριληφθούν ή και να εξηγηθούν με κάποιο συγκεκριμένο ορισμό. Κατά κύριο λόγο υποδηλώνει τσόντα. Και όχι το πορνό.

- Μπρο, έχω 10 ευρώ μέσα, παίρνουμε ένα σάντουϊτς, και μένουνε 6 ευρώ, τα βάζω στην Αϊντχόφεν;
- Κράου ρίχτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νευραλγικός θώκος, συνήθως κρατικός, του οποίου ο καθήμενος νομοτελειακά θα πάρει τον πούλο (αυτοκτονώντας ή αυτοκτονούμενος) εν είδει αποδιοπομπαίου τράγου προκειμένου να αντικαταστήσει από άλλον και πάει λέγοντας ad infinitum. Το τζιζ επέρχεται ανεξαρτήτως της πορείας του καθημένου, συνήθως όμως επισπεύδεται εάν αυτός είναι επιτυχής και αποτελεσματικός καθώς θίγονται τα κεκτημένα συγκεκριμένων κοϊνωνικών ομάδωνε.

Τη περίοδο αυτή, ηλεκτρικές καρέκλες θεωρούνται οι θέσεις του Υπουργού Οικονομικώνε, τους επικεφαλής της ΣΔΟΕ, του Υπουργού Υγείας, του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΤΑΙΠΕΔ και, ούλτιματλυ, του Πρωθυπουργού...

1.
Κάμποσες διοικήσεις έχει αλλάξει η ηγεσία του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων , φανερώνοντας ότι αποτελεί «ηλεκτρική καρέκλα». Βέβαια, είναι και η πιο νευραλγική, αφού σχετίζεται με την πώληση των «ασημικών του δημοσίου», για τα οποία κονταροχτυπιούνται εγχώρια και διεθνή συμφέροντα.

2.
Όσοι κάθονται σε καρέκλες Αρχηγών και κυρίως οσοι με ανεξήγητο πάθος τις διεκδικούν αυτή τη περίοδο καλό θα είναι να καταλάβουν ότι η καρέκλα του Αρχηγού δεν είναι πια θρόνος αλλά ηλεκτρική καρέκλα!

3.
Η θέση του υπουργού Υγείας έχει χαρακτηριστεί- και όχι άδικα- «ηλεκτρική καρέκλα», εξαιτίας των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που χρειάστηκε να γίνουν τα τελευταία τρία χρόνια, με προεξάρχουσες τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, αλλά και την οικονομική σωτηρία του ΕΟΠΥΥ.

4.
Με το... σταγονόμετρο βγαίνουν οι πληροφορίες από το Μέγαρο Μαξίμου για τον ανασχηματισμό και κυρίως για το πρόσωπο που θα καθίσει στην «ηλεκτρική καρέκλα» της οδού Νίκης.

Σχετικό χούμορ. (από Khan, 15/09/14)Κι άλλο σχετικό χούμορ. (από Khan, 15/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη , προέρχεται από το ουσιαστικό τσουτσού και την χαρακτηριστική κατάληξη -άδα , η οποία συναντάται κυρίως σε ονόματα ροφημάτων, όπως πορτοκαλάδα , λεμονάδα , κλπ.

Τις περισσότερες φορές πηγαίνει με το ρήμα κερνώ.

Χρησιμοποιείται:
1. Απλά ως ευφυολόγημα, όταν δεν έχεις τι στον πούτσο να πεις και θες να το παίξεις γαμιάς της γειτονιάς (παραδείγματα 1, 2).
2. Ως ισοδύναμο των φράσεων «παίρνω τον πούλο , τον ήπια , την γαμίσαμε , την πουτσίσαμε ... (παράδειγμα 3).

  1. - Πω ρε φίλε , μ' αυτο το Albanin Haze που ήπιαμε έχει στεγνώσει το στόμα μου...
    - Θες να σε κεράσω μια τσουτσουνάδα να ξεδιψάσεις;

  2. - Ρε πστ , να 'χαμε κανένα κρύο μπυράκι ... παίζει να έχει τίποτα στο ψυγείο; - Μπύρα μπαα, άλλα έχω βάλει τσουτσουνάδα στην κατάψυξη αν θες.

  3. - Ρε καυλάντερ τι έγινε, το φάσωσες το γκομενάκι χτες ; - Άσε ψηλέ, μας κέρασε μία τσουτσουνάδα , γάμισέτα.

Extra-strengt τσουτσουνάδα (από Khan, 15/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάση που γίνεται κάποιο «μαγείρεμα» ώστε να κατασκευαστεί αναπάντεχα ένα απρόσμενο αποτέλεσμα που δεν μπορούσε να το προβλέψει κάποιος πριν.

-Καλά πώς βγήκαν ξαφνικά πρωταθλητές;
-Δεν πήρες χαμπάρι τι αλχημεία φάση παίχτηκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος μικράς αξίας που κοροϊδεύει την κοινωνία, διατελεί χαζά καθήκοντα αλλά νομίζει ότι είναι αξιόλογος, ανοίγει το στόμα του και πετάει χοντράδες.

Συνών. καρπαζοεισπράκτορας, πορδοβούλωμα, Αλέκος Τζανεττάκος.

Η προέλευση είναι άγνωστη, ίσως από τη λειτουργία των ομώνυμων συσκευών, ίσως υπάρχει και σεξουαλική χρήση.

- Γουστάρω σπέσιαλ ελληνικά απόψε. Πάμε σε κανά Ζυγό ή τίποτα Μούσες;
- Σιγά τα ψαγμένα καταστήματα ρε. Έκανες πολλή ώρα να τα σκεφτείς;
- Βρε, βρε συ υγραντήρα, εσύ ούτε απ' έξω δεν έχεις περάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος στο φέισμπουκ άκα φατσοβιβλίο, που δεν είναι οπωσδήποτε πραγματικός φίλος στη ζωή-εκεί-έξω. Πρόκειται για το νέο τρόπο να πούμε ότι γνωρίζουμε κάποιον απλά φατσικώς και μάλιστα ούτε καν από κοντά, αλλά από την εικονική πραγματικότητα του φατσοτέφτερου.

  1. Κάθονται στη μέση του φατσοσύμπαντός τους και κοιτάνε τα καρφιτσωμένα άβαταρ από προφίλ φατσοφίλων ως κρεμασμένες κεφαλές ρινοκέρων, αρκούδων, λεόντων και ταράνδων θύματων αποικιοκρατών σαφαροκυνηγών. Φατσοφίλοι θύματα αιτημάτων φιλίας, φατσοφίλοι που ποτέ δεν θα συναντήσουν, που είναι απίθανο να συνομιλήσουν, να ανταλλάξουν μηνύματα ή έστω να (συν)σχολιάσουν στην ίδια δημοσίευση.... Διάσημοι που αποδέχονται/αποστέλλουν αιτήματα φιλίας για να ξεπεράσουν σε φίλους άλλους διάσημους, ημιάσημοι θεωρώντας (ελπίζοντας) πώς θα συγκαταλεχθούν στους διάσημους με τους εκατομμύρια φίλους, άγνωστοι που συλλέγουν τους φίλους των φίλων τους προσπαθώντας να ξεπεράσουν τον αριθμό φίλων των φίλων τους. Αγαπητοί φατσοάγνωστοι, κανένα αίτημα φιλίας δεν επιβεβαιώνεται. Ποτέ δεν επιβεβαιωνόταν... (Φατσομελαγχολία εδώ).

  2. Κάποιοι φατσοφίλοι διαμαρτύρονται για την αδιαφορία του ελληνικού λαού στο κλείσιμο της μουσικής ορχήστρας της ΕΡΤ. Λουκέτο λένε στον πολιτισμό ! Κλείνουν η μια μετά την άλλη οι ποιοτικές ομάδες, οι θεσμοί του αστικού πολιτισμού. Είναι που δεν έχουν αντιληφτεί τον νέο «πολιτισμό» του 21ου αιώνα που (όχι και τόσο) έχει ανατείλει! (Από το φατσοβιβλίο).

3. Το 2ο ξανθό πρέπει να γίνουμε φατσοφίλοι. δε τη ξέρω, απο ένα γκρούπ για Τσέχες στο f.b είναι και μένα ενας φίλος μ εκανε να γίνω μέλος.

  1. Ένας ντροπαλός, ή ένα «ψώνιο» «φατσοφίλος» θα κάνει ένα status με ένα νέο που θέλει να μοιραστεί με τους διαδικτυακούς του φίλους, και θα παραμείνει στην ασφάλεια του τοίχου του, απαντώντας στα σχόλια άλλων ή σβήνοντας κάποια που δεν του αρέσουν. (Φυλές του φατσοτέφτερου εδώ).

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την θηλυπρεπή συμπεριφορά και κυρίως ομιλία. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και η σύντμηση «τα μιλάει σπαστά».

- Ρε μαλάκα , τους βλέπεις εκεί πίσω εκείνους τους δύο που ξέρουν όλα τα τραγούδια του Σάκη απ' έξω ;
- Καλά αυτοί σίγουρα τα μιλάν' σπαστά τα αντρικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός από το νησί της μαστίχας, ένας από τους ωραιότερους, και ακόμα ζωντανούς.
Χρησιμοποιείται στο β' ή στο γ' πρόσωπο και αναφέρεται σε κάποιον που λέει ή κάνει παλαβομάρες. Σχεδόν συνώνυμο του «παλάβωσες». Δεν χρησιμοποιείται στο α' πρόσωπο, γιατί κανένας Χιώτης δεν θεωρεί ότι μπορεί να ξεχαλικά ο ίδιος, αλλά πάντα οι άλλοι έχουν το πρόβλημα.

Χαλίκια είναι τα μικρά πετραδάκια που προέρχονται από τον κατακερματισμό των βράχων και χρησιμοποιούνται σαν συστατικό του μπετόν ή στρώνονται σε δρόμους πρόχειρους που δεν πρόκειται να ασφαλτοστρωθούν, ή ακόμα και σε πάρκινγκ. Επίσης, αν δεν κάνω λάθος (που σπανίως συμβαίνει) είναι και το συστατικό του μωσαϊκού (τα μικρά κομματάκια που μετά λειαίνονται).

Πιθανή (κατά 92,45%) προέλευση:
Φανταστείτε κάποιο μηχάνημα που έχει χαλάσει. Ρολόι, παιδικό παιχνίδι, μίξερ ή οτιδήποτε μηχανικό. Συνήθως όταν κάποιο τέτοιο αντικείμενο χαλάσει, πριν το ανοίξουμε, το κουνάμε για να δούμε αν κάποιο εσωτερικό εξάρτημα έχει αποκοπεί. Αν κάτι τέτοιο έχει συμβεί κουνώντας το αντικείμενο, το σπασμένο εσωτερικό κομμάτι κάνει τον ίδιο ακριβώς θόρυβο σαν να ήταν ένα πετραδάκι, ένα χαλίκι. Μεταφορικά λοιπόν αυτός που ξεχαλικά είναι αυτός που κάτι μες το κεφάλι του έχει ξεκολλήσει, με αποτέλεσμα το μυαλό του να μην λειτουργεί, και να φέρεται περίεργα.

Από το διαδίκτυο (100% Χιώτης και δη νοτιοχωρούσης, διότι εκτός του «ξεχαλικά» γράφει και το «μαρή»)
«Θα περιμένουμε να δούμε λοιπόν. Ξεχαλικά έτσι κι αλλιώς μαρή αυτή. Για να δούμε τι θα γίνει. »

-Μην του δίνεις σημασία. Αυτός ξεχαλικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρινγκάκι. Πρέπει όμως να είναι σκέτο κορδόνι (όχι τριγωνάκι) ώστε να έχει το κατάλληλο σχήμα.

- Πώς πάει ρε φίλε με τη Λίλιαν;
- Φίλε, τι να σου λέω. Πήγαμε πρώτη φορά για μπάνιο χτες, και μόλις έβγαλε το σορτσάκι της, μού πετάει στα μούτρα τη μερσεντές και έμεινα μαλάκας.

(από σφυρίζων, 10/09/14)(από Khan, 10/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified