Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καθένα από τα μικρα κομματάκια στα οποία τεμαχίζεται η σοκολάτα, το ψημένο ντε, για να αναμιχθεί με τον καπνό σε τσιγάρο, μπάφο, γεμιστάκι, ναργιλέ, ή να καταναλωθεί σκέτο σε ξεροτσίμπουκο. Η μεταφορά είναι προφανής λόγω μεγέθους και χρώματος που παραπέμπουν στο γνωστό παρασιτικό έντομο.

Σπάω σε ψύλλους (να μη συγχέεται με το σπας ψύλλο): η διαδικασία κατακερματισμού με το νύχι του προς πόση τεμαχίου.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε σαπίσουνε στο ξύλο,
don't worry, be happy...

(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μοσχοβισί

- Είχα μια τρελή διάθεση για σεξ, αλλά εμφανίστηκε ο Βρωμοβισί και μου πέρασε...

Βρωμο-Vichy (από HODJAS, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μοσχομυριστό, καθαρό, φρεσκοπλυμένο πέος.

- Πάντα μοσχοβισί ο Γιάννης μου!

Moscow-Vichy (από HODJAS, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του επιτατικού α΄ συστατικού καρά- (=μαύρο στα τουρκικά) και του γούδα που σημαίνει το μεγαλύτερο δυνατό πέος στην πεοκλίμακα των καλιαρντών, άρα μπορούμε να φανταστούμε πόσο τιτανοτεράστια ψωλή είναι η καραγούδα. Πρόκειται για το κυριολεκτικά πιο μεγάλο τάνι τάνι μέχρι να πετάνει πέος.

στο μεταξύ λέει ειναι και καραγούδα ... μόνος του τα λέει δεν έχουμε ντοκουμέντα άρα μπορεί να λέει και αλήθεια μπορεί να ειναι ψεύτης μπορεί υπερβολικός μπορεί να μετράει λάθος .......στο χωριό του να μετρούσαν αλλιώς (pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Το πέος στα κυπριακά, η βίλλα, εκ του κατουρώ και βίτσα (δες).

- Συνέχισε να κλάνεις που το στόμα και πελλός που ασχολέιται με Αριστεροτσογλάνι
- Ρε άμυαλον Εδονόπουλο έδωσε το παρόν σου πάλι. Κόψε λίγο τη μαλακία και θα κρούσεις το λιγοστό μυαλό σου.
- Ρε κατουρόβιτσα που θέλουμε. (Κυπριακό βρις-οφ εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρηλόντεντ παραλλαγή του πάλι ποτέ βάστα Ρόμμελ!, προσαρμοσμένη στα χρόνια τση μνjημονιακής χολέρας.

Χρησιμοποιείται αφενός από μνjημονιακούς (που αναπροσδιορίζονται μεταρρυθμιστές) όταν πανηγυρίζουν επειδή θεωρούν ότι οι μνjημονιακές «μεταρρυθμίσεις» αποδίδουν καρπό (όταν δεν αποδίδουν λόγω συντεχνιακών πιέσεων το γυρίζουν στο πιο σκληρό Μέρκελ, τράβα την πρίζα!) Και αφεδύο από είρωνες αντιμνjημονιακούς, σε βάρος της επονομαζόμενης κατοχικής κυβέρνησης.

Δράττομαι τση ευκαιρίας να πανηγυρίσω το τέλος του μνjημονίου (είτε με εντολή Σαμαρά, είτε επειδή θα το σχίσει ο Αλέξης) με ένα σλανγκαπάνθισμα σλανγκισμώνε, εκφράσεων, λολοπαιγνίωνε και ξύλινης και μη νεογλώσσας που εν πολλοίς αγνοούσαμε πριν ο Γ.Α.Π. εκφωνήσει το κύκνειο άσμα του στο Καστελόριζο:

  • αγανακτίστας: κύκνειο λήμμαν του Ζανουάρ για τους νοικοκυραίους που με ιαχές τ. εεε...ωωω..πάρτε το μνjημόνιο και φύγετε από δω (Ουστ!), δεν πληρώνω δεν πληρώνω, το ελικόπτερο και πουλ, απάλλαξαν τον μελαγχολικό Τζέφρι από τα δυσβάσταχτα καθήκοντά του.
  • αγορές: το μνjημονικό Ιερό Δισκοπότηρο, εκεί που πασχίζαμε να καταλήξουμε ώστε πάλι με χρόνια και καιρούς να δανειζόμαστε όπως παλαιά.
  • αλλαγή νοοτροπίας: να πάψουμε δηλαδή να φερόμεθα ως κλασικοί Έλληνες μαλάκες αλλά ως Ολλανδοί. Έχει και τα καλά του πάντως, οι γκόμενες θα πληρώνουν τον μισό λογαριασμό στη ταβέρνα και την μισή βενζίνη.
  • ανταγωνιστικότητα: εύκολο - να έχουμε μισθούς σχεδόν σαν της Σερβίας (η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι η Σερβία δεν είναι ανταγωνιστική γιατί έχει γραφειοκρατία σχεδόν σαν την δική μας :Ρ )
  • αντιμνημονιακoί: μεταξύ άλλων, οι οπαδοί του ΣφΥΡΙΖΑ, οι Καμμένοι Έλληνες, τα χρυσά αυγά και τα στρατευμένα κουτσουμπονιάτα του Κόμματος.
  • ανυπακοή: σ.σ. δηλαδή σε ο,τιδήποτε εκτός από τα όσα προτάσσει το Κόμμα.
  • ασημικά: Αγοράζω παλιά που τραγουδούσε ο Τζορντανέλλι. Με εξαίρεση τον Ριχάρδο, κανένας διεθνής επενδυτής (q.v.) δεν έχει εισέτι σκάσει μύτη.
  • βαράω κανόνι: Βλ. Πρώτο μήδι.
  • βαρβαρότητα ή σοσιαλισμός: προσφιλές σύνθημα του ΓΑΠ
  • βαυαρότητα ή σοσιαλισμός: λολοπαίγνιοτου Τριπραλέξ στο ως άνω σύνθημα του ΓΑΠ (ως γνωστόν, πας Γερμαναράς Βαυαρός εστί).
  • γκέουρο: φρανκενδραχμή που θα αντικαταστήσει το Ευρώ σε περίπτωση γκρέξιτ.
  • γκόου μπακ: κουφάλες τροΐκανοί εδώ είναι Ελλάδα, εδώ είναι Ελλάδα, Ανατολή είμαστε όλοι αραπάδες, είμαστε όλοι αραπάδες, Τσιγγάνοι, Γύφτοι Μοϊκανοί, Μοϊκανοί.
  • γκρέξιτ: ο δραχμαγεδδών (q.v.)
  • δεν θα μας πάρεις τα καγιέν, Ολι Ρεν Ολι Ρεν! προσφιλής αντιμνjημονιακή ιαχή από τα ακριτικά Καγιενοχώρια.
  • διεθνής τοκογλυφία: η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν που καταχρηστικά μας δανείζουν με 1,5%.
  • δουνουτάς, ΔΝΤ, δονητής: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως δονητάρι. Ξαπλώστε, κλείστε τα τα μάτια σας και απολαύστε.
  • δραχμαγεδδών: το γκρέξιτ (q.v.) και οι ολέθριες συνέπειές του.
  • επενδύσεις: παράδειγμα προ κρίσεως: πράσινη οικονομία, τουτατέστιν η επιδοτούμενη ανέγερση ανεμόμυλων και η πώληση προς την κρατική ΔΕΗ κιλοβάτ, με επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Παράδειγμα στα χρόνια του Μνjημονίου: πωλήσεις δημοσίων εταιρειών ή οικοπέδων, προκειμένου να αποπληρώνονται οι διεθνείς τοκογλύφοι (q.v.)
  • εισφορά αλληλεγγύης: το χαράτσι, στην μνjημονιακή νεογλώσσα.
  • επιμήκυνση: μας επιτρέπει να πληρώσουμε €700 δις σε 20 χρόνια αντί για €100 σε δέκα. Ωσεκτουτού, επιμήκυνση του τροϊκανού πέοντα.
  • γενιά των 700 ευρώ: η σημερινή γενιά των 500 ευρώ τους αναπολεί και κλαίει.
  • η κρίση ως ευκαιρία: Το’ πε κι ο Παγκαλέων: «Το μνjημόνιο είναι ευκαιρία για τον τόπο. Είναι και ευτυχία για τον τόπο». Ειδικά εάν έχεις δικηγορικό οίκοι, εταιρεία συμβούλων, εκκαθαριστής, ο Ριχάρδος, ή οπαλάκιας.
  • ήμουν κι εγώ στην Λίστα Λαγκάρντ: το αμαρτωλό κότερο των Λαζοπουλοψινάκηδων ψωλαρμενίζει στην Βελβετία.
  • κατοχική κυβέρνηση: η λεγόμενη χούντα του σαμαροβενιζέλου, που διαδέχτηκε την επίσης κατοχική κυβέρνηση Παπαδήμ(ι)ου. #Τράγκας.
  • κόκκινη γραμμή: διαπραγματευτικά, το ασάλιωτο πρωκτικό. Στην ρεαλ πολιτίκ όμως η καλή νοικοκυρά όλα τα αλέθει.
  • κούρεμα: το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.
  • λεφτά υπάρχουν: είπε ο Τζέφρι, στέλνοντας όλους μας στις κάλτσες.
  • Μάνταμ Μέρκελ: η ευθυμοτυπικά ορθή ΣφΥΡΙΖουσα προσφώνηση τση Καγκελαρίου με το αβυσσαλέο ντρκολτέ.
  • με εντολή Σαμαρά: ο Τσακ Νόρις βρήκε τον μάστορά του στο πρόσωπο του Φον Αντωνάκη.
  • μεταρρύθμιση: τα σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα, κολποσκόπηση και χημειοθεραπεία ένα πράμα.
  • μνjημονιακή υποχρέωση: πάσης φύσεως ακάποτο μπιφτέκωμα με εντολή Σαμαρά (q.v.).
  • μνημονιακοί: νεοφιλελέδες, οπαδοί της Νέας Δημοπρασίας και του νεοπασόκ, ΔημΑριστές, ο Βράσταμαν κ.ά. σουργελέισον.
  • νήσος του Πάσχου: νησί που ξεπουλάει από η κατοχική κυβέρνηση (q.v.) στα ξένα και ντόπια αρπαχτικά.
  • ξεπούλημα: το μπιρ παρά σκότωμα κρατικής περιουσίας σε ξένα και ντόπια αρπαχτικά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι ξένοι επενδυτές έχουν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για τα ασημικά μας, έστω και σκοτωμένα.
  • οι Γερμανοί είναι φίλοι μας: λένε με θαυμασμό οι βλαχοφιλελέ και ειρωνικά οι μη.
  • οι Γερμενοί ξανάρχονται: η άνοδος τση Χρυσής Αυγής σαν συνέπεια της μνjημονιακής malaise.
  • όλοι μαζί τα φάγαμε: εμβληματική πλην ρεντουξιονιστική ατάκα του Μέγα Παγκαλέωντος.
  • πιστωτικό γεγονός: η πορδή εκείνη που θα πυροδοτούσε την χρεοκοπία και τον δραχμαγεδδώνα.
  • πορδοσάλτε: μνjημονιάκος δημοσιοκάφρος του ΣΚΑΙ. Μαζί με τον Πάσχο Μανδραβέλη (βλ. νησί του Πάσχου), το κόκκινο πανί κάθε στρατευμένου αντιμνημονιακού.
  • πουτσολήπτης: ο έχων πουστοληπτική ικανότητα στις αγορές.
  • πρωκτογενές πλεόνασμα: το πρωτογενές πλεόνασμα που για να επιτευχθεί έκανε «έτσι» το κωλαράκι μας.
  • προσαρμογή: βλ. σοκ και πέος.
  • σακάτης: o Σόϊμπλε, κακοχρονονάχει (ναπαγαμηθεί η κορεκτίλα!)
  • σπρεντ: διαφορά μεταξύ του πόσο τουρλώνει τον πρωκτούλη του ο Έλληνας για να δανειστεί, έναντι του αντίστοιχου πρωκτουρλώματος ενός Γερμανού.
  • σορτάκιας: ο αδερφός του ΓΑΠ που έβγαλε τις κάλτσες του ποντάροντας στον καταποντισμό της οικονομίας.
  • στεγνώσαμε: δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία όπως είπε κι ο ημέτερος Shabba Ranks.
  • τασκ φορς: τριμελής επιτροπής από πέντε-έξι τοποτηρητές τροϊκανούς με κακόηχα τευτονικά ονόματα τ. Φούχτελ.
  • τεστ αντοχής: άνευ ουσίας μείς οι Έλληνεςγιατί είμαστε λοκατζήδες. Για τους καψιμιτζήδες, υπάρχει και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
  • τραπεζοτσολιάς: άλλοτε κυριλέ επάγγελμα καταδικασμένο στην συνείδηση του λαού που ωστόσο τραβάει ζόρι λόγω αναδουλειάς και ελλείψει μπόνους κλαψ, κλαψ, σνιφ, σνιφ.
  • τροϊκανός: κύκνειο λήμμαν του Πανούλις, before Troikans were was cool.
  • Τσολάκογλου: ο Παπαδήμ(ι)ος, οι Σαμαροβενιζέλος, ο κάθε πουλημένος στην διεθνή τοκογλυφία (q.v.) δωσίλογος.
  • Φούχτελ: τεύτων ούννος επίτροπος που μας φουχτώνει τον ποπό.
  • ψαλίδι: σε μισθούς, συντάξεις, παροχές, λίμπιντο.
  • ψεκασμένος: τι μας κάνουν μάνα μου τα αρεοπλάνα των μνjημονιακών σιωνιστώνε κ.ά. όχι και τόσο δημοκρατικών δυνάμεων; Βάστα σύντροφε Καμμένε!

Τέλος, για να μην μου τη πέσουν τα σλανγκαρχίδια παραθέτω και ορισμένα παραδείγματα του Βάστα Μέρκελ!

- Βάστα Μέρκελ!! Πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών ζητά η Τρόικα

- Οι μαυραγορίτες, από την πλευρά τους, έχοντας επιλέξει να συνδέσουν την επαγγελματική τους πορεία με την εκμετάλλευση των συμπολιτών τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζουν σε παράταση της κρίσης και της εξαθλίωσης. Όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν μπορεί παρά να αναφωνούν: «βάστα Μέρκελ!»

- Επί Γερμανικής Κατοχής αυτοί που έλεγαν «Βάστα Ρόμελ» ήταν οι μαυραγορίτες και το σάπιο κατεστημένο που συνέχιζε την προδοτική στάση του με πρωτεργάτες τους «συνεργάτες» των κατακτητών. Σήμερα, αυτοί που πρέπει να λένε «Βάστα Μέρκελ» είναι ο απλός λαός. Ναι, μη δίνεις τη δόση, εάν δεν βεβαιωθείς ότι δεν θα τη διασπαθίσουν τα γνωστά λαμόγια, οι σύγχρονοι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες τους.

- ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ Ο ΟΣΕ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΡΚΕΛ): για πρώτη φορά ο ΟΣΕ εμφανίζει θετικό πρόσημο στα λειτουργικά του αποτελέσματα», τα οποία έφτασαν τα 25,1 εκατ. ευρώ, αντί ζημιών -121 εκατ. ευρώ το 2010 και -282 εκατ. ευρώ το 2009

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον πατέρα μου, ήξερα τον όρο «χεσαμόλη, η» που, κυριολεκτικά, σήμαινε ένα αχταρμά από διάφορες ποικιλίες και ποιότητες σκατών, με διάφορες χρήσεις. Από το «χέσαμ(ε) όλοι».

Παρόμοια και «η χυσαμόλη», αλλά τότε η οικιακή σλανγκ ήταν πιο πολύ κοπρική παρά σεξουαλική.

Περιγραφή συνταγής
- Βάλαμε κόλιανδρο, μαιντανό, πιπέρι καγιέν, μπαχάρι, ...
- Βάλε και χεσαμόλη από πάνω.

Στη γυναίκα ή στον ταβερνιάρη
- Φέρε και λίγη χεσαμόλη να πιώ τό ούζο μου. (ενν. ταραμοσαλάτα ή άλλη αλοιφή)

- Πονάνε τα κόκκαλά μου
- Τρίψου με χεσαμόλη να σου περάσουν...

κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαζέψου, χαλιναγωγήσου, pull yourself together που λένε και οι ιμπεριαλιστές φίλοι μας. Αναφέρεται κυρίως σε περιπτώσεις όπου ο άλλος προκαλεί με γκροτέσκες συμπεριφορές που προξενούν χλευασμό, αγανάκτηση ή και αποτροπιασμό.

16χρονος γκει περιδιαβαίνει ωσάν σπαστός καφές τις καφετέριες στο Θησείο, πουλώντας ημερολόγια και κωλοτρίβεται σε κάθε αντρική παρέα! Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, υπέρβαρος 50χρονος, βρυχάται προς τον νεαρό:
-Σφίξε τα λουριά σου ρε βρωμόπουστα, και τρομάζεις το γκόσμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified