Πριν γίνει ο ακριβής ορισμός της λέξης «λιγδοτάγαρο» σκόπιμο κρίνεται να αναλυθεί η κάθε χρήση κυριολεκτική ή μεταφορική της λέξης «ταγάρι».

  1. Σύνθετη λέξη από τις λέξεις λίγδα & ταγάρι. Το ταγάριον (ο τορβάς) εκ της Τουρκικής torba είναι σακίδιο υφασμάτινο, συνήθως παρδαλό (αλλά και διακριτικό μονόχρωμο μαύρο για πιο goth και underground γούστα) φοριέται στον ώμο εναλλακτικά σαν τσάντα αλλά συνήθως από γυναίκες hippie και κνίτικης κουλτούρας (βλ. [ταγάρω], [ταγάρι] κατά ironick για λεπτομερέστερη περιγραφή των εξωτερικών της χαρακτηριστικών).

  2. Ταΐστρα που χρησιμοποιούσαν παλιοί και σκληροπυρηνικοί ερασιτέχνες κτηνοτρόφοι που επέμεναν στον παλιό καλό παραδοσιακό (και φτηνιάρικο) τρόπο ταΐσματος των πτηνών τους συνήθως κτλ. Ουσιαστικά συνηθίζονταν πολλές φορές να λένε «ταγάρι» τον πάνινο σάκο/τσουβάλι της τροφής που κρέμαγαν σε μια αλυσίδα στα κοτέτσια για να τρώνε οι κότες από μια οπή ή μια πλαστική/inox ταΐστρα που προσαρμόζονταν στην άκρη του ταγαριού (σάκου/τσουβαλιού). Έχει εκλείψει στις μέρες μας και έχει αντικατασταθεί από σύγχρονες ξύλινες, πλαστικές και inox ταΐστρες.

  3. Λόγω του ιδιαίτερου χρωματικού τόνου της λέξης αποδίδεται πολλές φορές από έναν επαρχιώτη (αλλά όχι απαραίτητα) προς έναν άλλον επαρχιώτη για να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του άξεστου, του αγενή, ή του αργόστροφου κτλ.

Λιγδοτάγαρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η πιο βρώμικη εκδοχή των περιπτώσεων 2 & 3. Αλλά περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην περίπτωση 1. Όμως επειδή θα μπορούσε να αποδοθεί και στο υποκείμενο αλλά και στο αντικείμενο θα χωριστεί η ανάλυση σε δύο σκέλη.

α) Αυτή του ταγαριού της κνίτισας/χίπισσας γκόμενας δηλαδή. Συνήθως οι καθημερινότητα αυτής της τύπισσας αλλά και το νοικοκυριό της είναι ανύπαρκτο(ακόμη κι αν βρίσκεται σε μιλφόνιο ή ματσούριο στάδιο μιας και το έχει αναλάβει η μητέρα της). Το ταγάρι που φέρει στον ώμο της για την μεταφορά των απαραίτητων(τσιγάρα, χασίς, προφυλακτικά, make up κτλ.) αν είχε φωνή θα ζητούσε να μπει στο πλυντήριο μιας και η τύπισσα αυτή βαριέται ακόμα κι από τον ώμο της να το βγάλει και να το δώσει με τα υπόλοιπα βουνά απλύτων που έχουν μαζευτεί στο δωμάτιό της για να το πλύνει η μητέρα της(μιλάμε για άχρηστη μέχρι το τελευταίο κύτταρο). Το αποτέλεσμα είναι να έχει γίνει από την λίγδα και την μάκα αδιάβροχο και τελικώς λιγδοτάγαρο.

β) Αυτή της παρομοίωσης του λιγδοτάγαρου με την χίπισσα/κνίτισα γκόμενα μιας και τα underground στέκια και παρέες με τις οποίες συχνάζει είναι πέρα για πέρα άγνωστα με τους κανόνες υγιεινής. Συνήθως για κολλητούς ή γαμιάδες επιλέγει αναρχοάπλυτους που έχουν να κάνουν μπάνιο και να ξυριστούν από την εποχή του Νώε, πάσχοντες από οξεία μασχαλίτιδα και με κοινά ενδιαφέροντα τα πολιτικά ή/και την κατανάλωση χασίς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της τύπισσας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη καθαριότητας πάνω της, στον χώρο της ή στα άτομα που συναναστρέφεται της χαρίζουν bonus μάκας/λίγδας και την πιο hardcore εκδοχή του ταγαριού, εκείνη του λιγδοτάγαρου.

- Πωπω ρε φίλε αυτές οι γκόμενες στα Εξάρχεια με τα ταγάρια και τα πολύ μεγάλα περίεργα τσιγάρα είναι το χειρότερό μου. Τι ταγάρι ήταν αυτό που μας κοίταζε με την παρέα του ρε...
- Τι ταγάρι ρε, λιγδοτάγαρο να πούμε.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. 'Η αλλιώς κιτρικό οξύ. Είναι μια φυσική χημική ουσία που περιέχεται σε υψηλή ποσότητα στα λεμόνια και άλλα εσπεριδοειδή και σε μικρότερη περιεκτικότητα σε άλλα φρούτα (φράουλες, ανανά κ.α). Χρησιμεύει σαν φυσικό συντηρητικό/πηκτικό και σαν ρυθμιστής οξύτητας σε κονσέρβες, μαρμελάδες κ.α. Χρησιμοποιείται σε μικρή ποσότητα αντί του λεμονιού.

  2. Στον μαγικό μικρόκοσμο των πρεζάκηδων χρησιμοποιείται για το τελετουργικό του «βαρέματος», το λεγόμενο «βράσιμο» ή προπαρασκευή, την διαδικασία δηλαδή που μετατρέπεται το «βραχάκι» (η πρέζα, η ηρωϊνη) σε υγρό για να γίνει ενέσιμη. Γίνεται σε κουταλάκι με νερό και λίγο ξινό πάνω από καμινέτο ή/και αναπτήρα αν πρόκειται για hardcore πρεζάκι που βιάζεται τόσο να τρυπηθεί και το καμινέτο φαντάζει εκείνη την στιγμή περιττή πολυτέλεια.

  3. Σαν μέρος της έκφρασης «Μου/σου/του/της αρέσουν τα ξινά», αναφέρεται κυρίως σε ερωτικές καταστάσεις που «τσούζουν» σαν το ξινό, αλλά ταυτόχρονα αρέσουν συνάμα (σεξ από γκώλον, μικροοργιάκια, kinky καταστάσεις κ.α.). Μπορεί να ειπωθεί για όλους, γυναίκες, γκέι, κωλομπαράδες κτλ.

  1. - Βάζε στην μαρμελάδα πάντα μετά το βράσιμό της λεμόνι ή ξινό για να μην κρυσταλλώνει.

  2. - Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Ξέχασες το ξινό; Πώς θα βαρέσουμε ρε τώρα; Πάμε στο μανάβη να πάρουμε κανά λεμόνι έτσι όπως τα'κανες!

  3. - Ωραίο μωρό η Γιώτα έτσι; Δεν λέει πολλά από φάτσα αλλά έχω μάθει από γνωστό μου που την πήρε ότι είναι πολύ χαλαρή κατάσταση και της αρέσουν τα ξινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τούφα στην κορυφή των μαλλιών που πετάει και κάνει στυλ, τύπου εϊτίλα από αυτά που αγαπάμε να μισούμε, θυμίζοντας λοφίο κόκορα. Συνεκδοχικά αυτός/ή που το φέρει.

Όταν βλέπω τη φωτό του Σπηλιωτόπουλου με το ριγμένο 80s Δαπ λουκ πουλόβερ στους ώμους, τσαντίζομαι που δεν είμαι από δίπλα του με βάτα, κοκόρι, φουσκωτό μαλλί και κρεμαστό σκουλαρίκι. (Από το Φέισμπουκ).

(από Khan, 10/04/14)(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της platinum πλέον έκφρασης «σκίσε με ν'αλλάξω ράφτη» των 80's/late 90's. Όπως πολύ σωστά είχει επισημανθεί στον κλασσικό ορισμό(κατά τον acg) η απέλπιδα προσπάθεια εξήγησης της ανεξήγητης διαστροφής αυτού του λαού κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το μέγεθος του σκισίματος παρομοιάζονταν αστοχία υφάσματος ή κακοτεχνία του ράψαντος με αποτέλεσμα την ανάγκη αλλαγής ράφτη από τον ατυχή ιδιοκτήτη του ρούχου. Ο/η εκφέρων/εκφέρουσα έδειχνε να χαίρεται και να αποζητά μάλλον το σκίσιμο κτλ. κτλ. κτλ.

Μερικές δεκαετίες μετά, η διαστροφή αυτού του λαού δεν έχει αλλάξει αλλά έχουν αλλάξει οι ρυθμοί ζωής και το lifestyle(προς το ακόμα πιο ανεξήγητο και διεστραμμένο) και ο διαθέσιμος χρόνος του σύγχρονου Ευρωπαίου πλέον Νεοέλληνα. Εν πάσει περιπτώση ειρήσθω εν παρόδω, σήμερα οι ράφτες έχουν χάσει επαγγελματικά την παλιά τους λάμψη και έχουν απωλέσει τις παλίες ένδοξες 80's μέρες τους. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μεγάλα πολυκαταστήματα με ετοιματζίδικα ρούχα αλλά και το δυσβάσταχτο πλέον για τον μέσο Ευρωπαίο Νεοέλληνα κόστος ραφής ενός κουστουμιού/φορέματος κτλ.

Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής του Ευρωπαίου Νεοέλληνα, τα εξαντλητικά και πολλές φορές βάρβαρα ωράρια εργασίας που χτυπάει για τον άρτον τον επιούσιον, τα λούσα της συζύγου/γκόμενας κτλ. τον έχουν αναγκάσει αυτόν τον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει(και εκεί έγκειται ο ουσιώδης λόγος ακριβώς, στο ότι είναι περιορισμένος ο ελεύθερος του χρόνος) να θέλει να τον διαθέτει σε πολύ πιο ενδιαφέρουσες ή/και extreme δραστηριότητες.

Το rafting(ράφτινγκ) είναι μία από εκείνες που παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό στην χώρα μας μεγάλη άνθιση και απήχηση στο Νεοελληνικό κοινό. Το Ράφτινγκ είναι ομαδικό σπορ κατάβασης ποταμού με φουσκωτή βάρκα. Εν έτει 2014 ο/η εκφέρων/εκφέρουσα δεν έχει καμμία διάθεση να του/της χαλάσει κάποιο ένδυμα πάνω στο σκίσιμο(στο δυνατό γαμήσι δηλαδή) και να πάει στον ράφτη. Άλλη εποχή, άλλες οι απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα του κόσμου. Αντ'αυτού θα προτιμήσει να φάει το σκίσιμο(το γαμήσι του/της δηλαδή) και να πάει για ράφτινγκ στον Βοϊδομάτη να πάρει και τον καθαρό αέρα του/της μακρυά από το άγχος της πόλης και να διατηρήσει και σε φόρμα το κορμί.
Κλείνοντας να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι καμμία αλλαγή δεν επήλθε μετά από μερικές δεκαετίες στην αποζήτηση του σκισίματος(του δυνατού γαμησιού) σε αυτόν τον γαμημένα ανεξήγητο και ανεξήγητα γαμημένο λαό...

- Κοίτα μωρή τί άντρας περνάει, να σε σκίσει αυτός να πας για ράφτινγκ στον Λάδωνα!

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξεστος, επαρχιώτης, χωριάτης, αμόρφωτος. Μια από τις πολλές επιτατικές μορφές του λήμματος βλάχος. Στρούγκα είναι ο πρόχειρα περιφραγμένος χώρος για το άρμεγμα γιδοπροβάτων.

Σημειώνω γενικώς ότι η λέξη «βλάχος» με τις άνω υποτιμητικές σημασίες φαίνεται να χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο στην Αθήνα από ό,τι στην Βόρεια Ελλάδα - για αλλού δεν ξέρω.

Βλ. και μουρτζόβλαχος, μπουρτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, τυρόβλαχος, διαστημόβλαχος, σκατίβλαχος, καμπόβλαχος.

  1. Από εδώ:

Είμαι πολύ επιφυλλακτικός αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, γιατί εδώ καιροφυλακτεί ο στρουγκανόβλαχος, κάγκουρας, Έλληνας easy driver, έτοιμος να παραβιάσει τα πάντα.

  1. Από εδώ:

Τι υποκρισία σε αυτή τη χώρα..ο στρουγκανόβλαχος αγράμματος φοροφυγάς ταξιτζής (απλό παράδειγμα) με το ακίνητο στη γλυφάδα είναι τίμιος αγωνιζόμενος λαουτζίκος και ο παπανδρέου ειναι είναι κατάπτυστος επειδή χάλασε 200 ευρω σε ταβέρνα...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).

  2. Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.

  1. - Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!

  2. - Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω στο μη περαιτέρω, συναντώ τα όριά μου, η προσπάθειά μου φτάνει σε ανυπέρβλητο εμπόδιο, οι μεγαλύτεροι κόποι που καταβάλλω δεν έχουν αντίστοιχο αποτέλεσμα.

Αντιπρβλ. την έκφραση βρίσκω τοίχο, όπου το εμπόδιο οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα και όχι στις δυνάμεις μας, χωρίς η αντιδιαστολή αυτή να είναι απόλυτη.

  1. Από εδώ:

Κοντεύω να γίνω γκουρού, φτάνω σε επίπεδο Βούδα σε πλήρη αυτοσυγκέντρωση, σα Μαραθωνοδρόμος που έχει βαρέσει τοίχο και πρέπει να βγάλει τα τελευταία 3 χιλιόμετρα.

  1. Από εδώ:

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς βαρύς οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι η ακολουθούμενη στρατηγική έχει βαρέσει τοίχο και ότι η οικονομία και η κοινωνία δεν μπορεί πλέον να ζήσει με ποσοστό δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ παρόμοιο με αυτό της Βουλγαρίας, και ότι η ύφεση κάνει αδύνατη την αύξηση των εσόδων.

  1. Από εδώ:

βρήκα όμως λίγο χρόνο και είπα να ξεσπάσω πάνω στο pc μου, προσπαθώντας να το πάω πάνω από τα όρια, με full ρεύματα και κλειστό! κουτί κάποια στιγμή θα το ανοίξω, και θα βάλω εξωτερικό ανεμιστήρα να το τρελλάνει στα μποφόρ, να δω που θα βαρέσει τοίχο, και πόσο ρόλο παίζουν οι θερμοκρασίες ούτως ή άλλως, η gigabyte φαίνεται να μην καταλαβαίνει τίποτα από τα ζόρια!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified