προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.

πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.

  1. Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.

  2. Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.

  3. Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος μπαίνει Σόλων κυριολεκτικά, όταν χάνει ένα παιχνίδι στην πρέφα και δίνει πόντους σε όλους τους αντιπάλους. Μεταφορικά για κάποιον που πληρώνει για όλους.

Λογοπαίγνιο με το σ' όλων < σε όλων, δηλαδή «σε όλους, δίνει σε όλους».

Σολαρία, η κατάσταση κάποιος να μπαίνει σόλων τακτικά στη πρέφα.

Του κάναμε μεγάλο χουνέρι, χωρίς να έχει καλό χαρτί, την πάτησε και τονε βάλαμε Σόλων.

Σόλων ο Αθηναίος (από Khan, 03/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεφώνημα, με ή χωρίς βίντεο, το τσατάρισμα, και γενικότερα η ανταλλαγή μέσω της ιντερνετικής εφαρμογής Σκάιπ.

Από το skype (< sky + peer) και το -ιά.

  1. Να μπεις να το κάψουμε δεόντως .. χαχαχα ΘΑ ΦΟΡΜΑΡΟΥΜΕ και θα φερμάρουμε τον Τασούλη εννοείται και να παίξει και σκαϊπιά επιτέλους (από εδώ)

  2. Ανάμεσα σε δουλειές πέφτει και καμιά Skype-ιά και τον περίμενα από μέρες, να δω πότε θα πάει να το δει, με την χαρακτηριστική ατάκα («άντε μαλάκα περιμένω…και κανόνισε να μου το βγάλεις και συ ταινιάρα…γκρρρρ…(και καλά!)«. Και να σου μια μέρα, ανάμεσα στη ρουτίνα και τα γνωστά τρεξίματα να μου σκάει στο Skype… (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης, κουτσομπολιού, ψυχικής ενατένισης και βάλε, τα γκομενικά κάποιου προσώπου είναι όλα όσα (ζητήματα, προβλήματα, γεγονότα και λοιπά) αφορούν τις ερωτικές του σχέσεις.

Χρησιμοποιείται πάντα σε πληθυντικό.

  1. Η φίλη μου, Γιώτα, λέει πως `κωλώνω' να ανεβάσω αυτή τη φωτό που έχω μούτρα και γκρινιάζω στο αυτί της για τα γκομενικά (εδώ)

  2. Απο τότε που άρχισα τη σχολή,γνωρίστηκα με εναν συμμαθητή μου και γίναμε κάτι σαν ''κολλητοί''...Σε σημείο να λέμε τα γκομενικά μας κλπ... (εδώ)

  3. Όταν βάζουμε τέτοιο τίτλο σημαίνει πως έχουμε ένα πρόβλημα υγείας ή κάτι σοβαρό, δεν το βάζουμε για να αναλύσουμε τα γκομενικά μας. ΖΩΟΝ. (απάντηση σε νήμα με αρχικό τίτλο «ΒΟΗΘΕΙΑ επειγον!!!!!»)

  4. Μα καλα τι με νοιαζει εμενα για την καθε ηλιθια που της λειπει ο ενας και ο αλλος και φοβαται να του το πει;; Ε πες το κυρα μου και ασε μας στην ησυχια μου. Και τι με νοιαζει ο καθε κλαψας που δε μπορει να βρει γκομενα; Αν ψαχνεις δε βρισκεις. Σκασε λοιπον. Ειστε πολυ σπασιμο. Καντε κατι δημιουργικο, ασχοληθειτε και με ΚΑΤΙ αλλο περαν του ΕΑΥΤΟΥΛΗ σας και των γκομενικων σας. ΕΛΕΟΣ. ΣΙΧΑΜΑΤΑ! ΑΙΝΤΕΕΕ ΑΙΝΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.

Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.

Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.

Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.

Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).

Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.

Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).

Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).

Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.

Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.

Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.

Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…

(Χότζας, εδώ)

Ένα από τα περίφημα ντακ-φέισιζ της Σώτης Τριανταφύλλου. (από Khan, 10/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πλέον κλασικά -άδικα, πρόκειται για οποιοδήποτε κέντρο-μαγαζί παραμένει ανοικτό μετά τα μεσάνυχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες και συχνάζουν σ' αυτό νυχτοπερπατητές.

  1. Σαραντάρισε κι ακόμα γυρίζει σε ξενυχτάδικα και στριπτιτζάδικα.

  2. Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου
    ποτήρια σπάω και μεθώ, λες και βυθίζομαι με τα φιλιά σου
    στη ζάλη τους αν αφεθώ.

Κι απ’ τα ίδια παραγγέλνω
όταν τα φιλιά σου παίρνω
και πληρώνω όσο κι όσο
τον καημό μου να ξεδώσω.

Στα ξενυχτάδικα του έρωτά σου
πληρώνω πάντα μετρητοίς
τα ξαφνικά κοφτά πετάγματά σου
μες στο χορό όταν θα μπεις.

(Άζμα του Στράτου Διονυσίου σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη).

(από Khan, 03/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεκνό που ξενυχτάει και νυχτοπερπατάει στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει: «Μπενάβεις καλιαρντά χρυσή µου;» «Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σουργελέ ψηφιακές αυτοφωτογραφίες που βγάζει το κάθε λογής ανασφαλές τσόλι για να τις αποστείλει ως γυμνήματα ή να τις αναρτήσει στα φατσομπούκια και τα ινσταγκράμια εις άγραν likeιστικής ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης του εγώ. Στην πιο ουγκ δε εκδοχή, οι αυτοφωτογραφιζόμενοι μορφάζουν δίκην πάπιας (ντάκφεϊς).

Επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η αποστολή σέλφι στην πραγματικότητα αποξενώνει τους ρόμπες-αποστολείς στα μάτια των φίλων τους.

Εκ του αγγλικάνικου selfie, που ανακηρύχτηκε λέξη της χρονιάς για το 2013 από το έγκυρο κατά τα λοιπά λεξικό τση Οξφόρδης. Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας, Νίκο Τσιαμτσίκα;

1.
Ανεβάζεις σέλφι, το δέχομαι. Μην κανεις από μόνη σου χάσταγκ πριτι, για το θεό, ασε να το αποφασίσουν οι άλλοι.

2.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το τέλειο σέλφι, το σέλφι το σωστό, το πρόστυχο, το έξυπνο, το ξεσηκωτικό, είναι δύσκολη ιστορία

3.
Οι φορές που ένιωσα λίγο ένας μικρός γλυκός μαϊντανός (...) Όταν προσπάθησα να βγάλω σέλφι, εμένα με φόντο τους ανεμόμυλους, έχοντας δίπλα μου άλλα 6 άτομα να κάνουν το ίδιο. Και οι 2 ήταν Κινέζοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified