Το ΙΧ αυτοκίνητο.

Στο χωριό μου στην Αρκαδία (αλλά θαρρώ πως ισχύει για ολάκερη την αθάνατη ελληνική επαρχία) η «κούρσα» αναφέρεται στο ΙΧ αυτοκίνητο αντιπαραθετικά με τα «αγρότικα» αγγλιστί pick-up cars (ή ντάτσουν για κάποιους αθηναίους). Επίσης συναντάται και η «κλούβα» που είναι το κλειστό βανάκι.

Νομίζω ότι παλαιότερα η κατοχή κούρσας προσέδιδε ένα κοινωνικό στάτους στο κάτοχό της κάθως περιέγραφε ένα μέσο αναψυχής και διασκέδασης.

Εεεεεε καμάρ'!!! Ωραίο κουρσάκι! Το κατέβασες απ' Άθηνα; Fabia πήρες γαμώ το ξε...; Για τη δημοσιά (δημόσιος δρόμος) καλό είναι, αλλά στα χώματα θα βρίσκει η μούρη του κάτω καμαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός χαρακτηρίζει τον τηλεοπτικό (ή και διαδικτυακό) σταθμό, που παίζει όντως βασικά πορνογραφικές ταινίες, τ. sirina tv.

Αφεδύο είναι υβριστικός χαρακτηρισμός για να μειωθεί το κύρος ενός τηλεοπτικού σταθμού. Και ναι μεν κάποιες φορές είναι όντως δύσκολο να συμφιλιωθεί ένας τηλεθεατής με την ιδέα ότι τα κανάλια που έχουν γίνει γνωστά για τους μεγκαυλίσιους αλτεραστές θα μας παρέχουν στη συνέχεια και έγκυρη πολιτική πληροφόρηση. Ωστόσο, συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται συλλήβδην για να απαξιώσει κανάλια ανεξάρτητα από το κατά πόσο έχουν υποπέσει στο «ηθικό» παράπτωμα να δείχνουν τσόντες. Σημειωτέον ότι ο όρος είναι πολύ προσφιλής ειδικά στα χρυσαύγουλα, που έχουν σύνδρομο καταδίωξης από τα κατ' αυτούς «τσοντοκάναλα», και ευρύτερα σε αντισυστημικούς συνήθως όμως (κατά την πρόχειρη γουγλοέρευνά μου τουλάχιστον) ακροδεξιάς ιδεολογίας.

  1. Κανένα τσοντοκάναλο δεν πηγε στην Ιερισσό γιά τήν παρέλαση. Γιατί; (Από την «Έλευσιν Ελλήνων»)

  2. Θρήνος στα τσοντοκάναλα για την μεγαλειώδη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής (Από την Χ.Α.)

  3. Το θυμωμένο, επηρμένο υφάκι. Πολύ καλός ηθοποιός για τα τσοντοκάναλα. Πείθει το αμόρφωτο κοινό του ότι τα βάζει με τους εργολάβους και τους καναλάρχες. Τρέχει όμως στους εργολάβους και στους καναλάρχες, τρέχει κάθε φορά που τον προσκαλούν. Τρέχει για να εμφανιστεί σε εκπομπές, τρέχει όπου υπάρχει κάμερα. Εχει εθιστεί στα τσοντοκάναλα που τον κατέστησαν αναγνωρίσιμο στο κοινό της πολιτικής ηδονοβλεψίας. Πόσες φορές έχει πετάξει το μικρόφωνο, πόσες φορές έχει προσβάλλει τον οικοδεσπότη εκπομπής, πόσες φορές δημιούργησε ταραχή για να αυξήσει την θεαματικότητα; Αυτός είναι ο ρόλος του στην πορνογραφία. Να λέει «δεν θέλω» αλλά να θέλει σαν παλαβός». (Από το Βήμα για τον Ηλία Κασιδιάρη)

(από Khan, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H άκρως εθιστική κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη στα ναρκοσινάφια.
Επίσης, «γυαλί» και «κρύσταλλο» αλλά και «κοκαΐνη των φτωχών» «σίσα» ή «σισέ».

Τα ..λαμπερά νικ της οφείλονται στη μορφή της που μοιάζει ακριβώς με κομματάκια σπασμένου γυαλιού, κρύσταλλου ή πάγου. Κυκλοφορεί σε αρκετά χρώματα πλην του διαφανούς λευκού και μπορεί κανείς, ανάλογα με τη μορφή της, να τη σνιφάρει, καπνίσει, καταπιεί ή και να την κάνει ένεση.

Παρατεταμένη αϋπνία, ανορεξία, επιθετικότητα, σύγχυση, υπερδιέγερση, παραισθήσεις, αίσθηση δύναμης τα άμεσα αποτελέσματά της, στέγνωμα του οργανισμού, βλάβες σε εγκέφαλο, λειτουργία καρδιάς και θάνατος τα πιο μακροχρόνιά της.

Φτιάχνεται εύκολα και φθηνά από τα κατακάθια υγρών μπαταρίας, εφεδρίνη κι αιθανόλη.

«Ξέρω κάτι κουλ τύπους που θα πάνε να καπνίσουν διάφορα στο πάρκο»
«Σοβαρά;» Δύσπιστος.
«Τίποτα βαρύ, λίγο πάγο μόνο».
«Δεν κάνω τέτοια, σόρι».
«Ε, μην ανησυχείς! Ούτε εγώ κάνω τέτοια . Έλα, μια πίπα θα καπνίσουμε. Εσύ κι εγώ. Πραγματικό πάγο, όχι σκόνες και μαλακίες...»

(Από το «Ο φαντομάς» του Jo Nesbo σε μετάφραση απ' τα νορβηγικά του Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Εκδόσεις Μεταίχμιο)

κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη  (από sstteffannoss, 02/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη μάρκα μαργαρίνης που επαλειμμένη κυρίως σε φέτες ψωμιού θρέφει εδώ και χρόνια χιλιάδες Ελλήνων.

Σαν χαρακτηρισμός προσώπου, ειδικά όταν αφορά αρσενικά -που είναι και το συχνότερο- κάθε άλλο παρά τιμητικός είναι, αφού υπονοεί τον φλώρο, τον λαπά, τον χαλβά, αυτόν που κωλώνει στα δύσκολα ενίοτε σε αντίθεση με την εικόνα που δίνει, που αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις επειδή δεν έχει τ’ αρχίδια, αυτόν που μπορεί ο καθένας να τουμπάρει ή να χειριστεί χωρίς κάποια δυσκολία όπως θα άρμοζε σε σωστό άντρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπου επιβάλλεται σαν αντίδραση μια κάποια μαχητικότητα αν όχι επιθετικότητα.

Δεν τη λες και βαριά προσβόλα (σε όλα της ..σοφτ είναι) αλλά ενέχει μια απαξίωση του στυλ «δεν αξίζει ούτε μια σωστή βρισιά να του ρίξεις».

Κι έτσι, αν, όπως βεβαιώνουν πολλοί ειδικοί, είμαστε ό,τι τρώμε, εξηγούνται άνετα πολλά σημερινά παράδοξα σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε πασίγνωστες θεωρίες ψεκασμών.

Όσο για το Γιόνας, πιθανόν αν τον αφήσουμε να πάει να τον πάρει ο γαύρος στη θέση του βιτάμ σοφτ καστράτου. (από ποστιά βάζελου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «πουστιά» καλυμμένο δια της αφαιρέσεως του «υ».

Έπαιζε πολύ μεταξύ νεολαίων κάπου στα 80ζ.
Εκφερόμενο συνδυάζει το κουνιστό τού περιεχομένου με ειρωνεία ή και κράξιμο με έκδηλο τον προσποιητό καθωσπρεπισμό.

Το δε κλισαρισμένο «Πω πω (μαλάκα μου) ποστιά (που σου έκανε)!!», συχνά χρησιμοποιούνταν από εφήβους που γούσταραν χαβαλέ καυγά για να αναγκάσει τον δήθεν θιγόμενο να αντιδράσει έντονα μην αφήνοντάς του χώρο να το παίξει άνετος σε μια υποτιθέμενη προσβόλα.

Σχεδόν ξεχασμένη, αναβίωσε τάχιστα και συνέβαλε στο να περπατήσει γοργά ο με προέλευση από το πολυσήμαντο εγγλέζικο «post» ομώνυμος νεολογισμός που σημαίνει την

Β) ανάρτηση σε κάποιο σάη στο νέτι μιας ανακοίνωσης, δήλωσης, εικόνας ή ενός σχολίου, μηνύματος ή βίντεο.

Εξού και τα συχνότατα: «Κοίτα ποστιά που έκανε!!», «Τι ποστιά ήταν αυτή;» και τα σχετικά λογοπαίγνια.

Α1.
Δεν ξέρω αλλά έχω κακό προαίσθημα. Ότι δηλαδή μας την είχαν στημένη. Περίμεναν να χάσει ο λατρεμένος Γκιγιέρμο Όγιος ένα ματς, απ' αυτούς τους περίεργους τους Δε Στρόνγκεστ, για να τον πετάξουν έξω. Από το ψιλοψάξιμο που έκανα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Δηλαδή έγινε ποστιά. Μεγάλη ποστιά. Στα μουλωχτά και στα ύπουλα. Ας ελπίσουμε ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Απλά ψάχνω το πρόγραμμα και δεν βλέπω την χιλιοτραγουδισμένη Μπολιβάρ

Α2.
Να πάρεις Gardena που είναι και καλοί και σε λογικές τιμές. (κάνα 50άρι). Ο φθηνός άμα σπάσει σε κάνα παγετό η από ζέστη-κρύο , θα τα πληρώσεις σε νερά μετά. Όχι ότι η Gardena είναι άριστη, είναι όμως επώνυμη και έχει 2 χρόνια εγγύηση. Και άμα θες να κάνεις και ποστιά αν χαλάσει εκτός εγγύησης, παίρνεις ένα καινούργιο ίδιο και με την νέα απόδειξη μετά από καιρό επιστρέφεις το παλιό! (να μάθουν να έχουν τα ίδια μοντέλα 200 χρόνια)!!!!!! Που; Στο Praktiker!

Β1.
Πέρασε καιρός από την τελευταία ποστιά, είμαι σίγουρος ότι θα ανησυχήσατε. Διακοπές και άλλοι προσωπικοί λόγοι με κράτησαν μακριά σας τόσο καιρό. Αλλά μην αγχώνεστε άλλο! Επιστρέφω δριμύτερος! Όχι τώρα αλλά μες στην βδομάδα θα δείτε (και θα διαβάσετε πολλά)!

Β2.
- Ω ρε πΟστιά που έκανε ο μακαλάκας !
- Έχετε δίκιο συγνώμη. Δε θα ξανασυμβεί!
- Χρήστο, εσύ έκανες τη ποστιά; Τσ τσ τς

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής χαρωπή αναφώνηση που ακούγεται από τους γύρω, όταν από κάποιον, άθελά του, πέσουν κέρματα στο πάτωμα κάνοντας θόρυβο.

Είναι ταυτόχρονα και ...αγχωτικό πείραγμα προς τον απρόσεκτο, γιατί αφήνει να εννοηθεί πως όποιος μαζέψει πρώτος τα πεσμένα κέρματα, τα κρατά για τον εαυτό του.

Απηχεί το γνωστό έθιμο:
Κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου της Βάφτισης, μόλις ο παπάς ανακοίνωνε το δήθεν από το νονό επιλεγμένο όνομα του νέου χριστιανού (ή της νέας χριστιανής), τα πιτσιρίκια που παραβρίσκονταν, έτρεχαν μπουγιοειδώς ποιο θα το πρωτοανακοινώσει φωνάζοντάς το, στον πατέρα ή σε κάποιον στενό συγγενή, συνηθέστερα στον παππού ή στην γιαγιά, το όνομα του οποίου έπαιρνε το νεοβάπτιστο.

Εκείνος ανάλογα με το πόσο χαρούμενος ήταν που «άκουγε» το όνομά του, χαρτζιλίκωνε τον πρωτάγγελο δίνοντάς του κάτι στο χέρι και πετούσε προς το νάρθηκα (ώστε να μην ενοχληθεί απ’ τον επακόλουθο εύθυμο σαματά το εκκλησίασμα) κέρματα που έπεφταν στο δάπεδο κάνοντας θόρυβο.

Απ’ τα πιτσιρίκια, τα πιο γατόνια προλάβαιναν να αρπάξουν κάνα δυο κέρματα στον αέρα κι όλα ορμούσαν στα πεσμένα ποιο θα αρπάξει τα περισσότερα.

Τουλάχιστον στις πόλεις, το έθιμο έχει ατονήσει αν όχι εκφυλιστεί· μόνο τα πιτσιρίκια του πολύ στενού οικογενειακού κύκλου χαρτζιλικώνονται διακριτικά και με χαρτονομίσματα. Κι αυτό αν. Η σημερινή πιτσιρικαρία δεν έχει μάθει να καταδέχεται να βγάζει χαρτζιλίκι με τέτοιους ..μπρουτάλ τρόπους.

Ο όρος τείνει να αντικατασταθεί από την πικρή, ειρωνική, σαρκαστική -όπως την εκλάβει κανείς- αλλά πάντα πολιτικολογική μπηχτή «λεφτά υπάρχουν!!».

Τινγκ!! Τινγκ!! Τινγκ!!
- Βαφτίσια!!
- Έ!! Κοντά τα χέρια!! Παλιομαλάκες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν ζητάμε από πριν συγγνώμη για κάτι που θα πούμε που μπορεί να είναι άκομψο, ή να μην συμφωνεί με αυτό που πιστεύει ο άλλος και οι περισσότεροι. Όχι και πολύ συγγνώμη δηλαδή, γιατί συνήθως θέλουμε να την πούμε σε κάποιον και να διαφωνήσουμε έντονα και λέμε το σόρι για ξεκάρφωμα.

  1. Σόρι κιόλας για το θάρρος, αλλά με αυτή τη νοοτροπία δεν θα πετύχεις και πολύ στη σχέση σου.

  2. Κάποιες φορούσαν τζην με φούστα μέχρι τον κ..., σόρι κιόλας αλλά αυτό λέγεται άλλα ντ' άλλα κουτρουβάλα της Παρασκευής το γάλα!

  3. Σόρι κιόλας αλλά η ταινία είναι ο ορισμός του υπερεκτιμημένου! Βραβείο για μια ταινία που την γυρίζω κι εγώ που λέει ο λόγος;!

  4. - Μωρό μου σόρι κιόλας αλλά με πόσους έχεις πάει;
    - ...
    - Γιατί δε μιλάς;
    - Μετράω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τουρκοαραβικής πρεοελεύσεως [< τουρκική kitap < αραβική كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)], που σημαίνει το πρόχειρο βιβλίο στο οποίο κρατάμε σημειώσεις. Μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τόνο σαρκασμού από έναν υποχθόνιο και βρωμερό άνθρωπο, ο οποίος φακελώνει τους άλλους στα κιτάπια του μυαλού του.

- Πόσα χρωστάω μωρή μπακαλόγατα;
- Κάτσε μαγκάιβερ μου ν' ανοίξω τα κιτάπια μου... 47 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις -ίδης, που δηλώνει τον άχρηστο με ένα ποντιακό ζενεσεκουά.

Πάσα: Σφυρίζων.

  1. Ο Αχρηστίδης που κυβερνάει θέλει και συναίνεση (από τους υπόλοιπους άχρηστους) Αι στα διάλα βραδιάτικα που κάθομαι και βλέπω και ειδήσεις. (Από το Τουίτερ).

2. Όμως ρε παιδάκι μου αυτός ο Αχρηστίδης είναι τελείως στούρνος, έχει παραγίνει το κακό του και μας εκθέτει.

3. για να κάνει τα στραβά μάτια ο εφοριακός για τις εξώφθαλμες φορολογικές παραβάσεις τους, για να πάρει ο αχρηστίδης οδηγός δίπλωμα;

4. Υπέθεσα οτι φταίει το ρεύμα, αλλα φοβάμαι να τα πειράξω γιατι ειμαι όλίγον αχρηστίδης.

Got a better definition? Add it!

Published