Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά, στα καλιαρντά.

Από το καλιαρντό ρήμα βικέλω (που νόμιζα ότι το είχαμε αλλά δεν τόχουμε, άρα Χανκ αναλαμβάνεις!)

Καλέ πού έχω τα βικελτά μου;

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πατέρας μου το είπε αυτό όταν τον ρώτησα: «Μπαμπά, ξέρεις τάβλι;» και ο πατέρας μου μου απαντάει με ύφος: «Εγώ Ηλία μου έχω βγάλει το Ιστανμπούλ ταβλασίν γιουνιβερσιτάλ!!!!» Και σημαίνει ότι το πρόσωπο ξέρει, γνωρίζει ή μάλλον έχει κάνει εντριβή (είναι το τοπ) στο τάβλι.

- Έλα ρε να σε παίξω μια τάβλι.
- Τι να κλάσεις ρε; Εγώ έχω βγάλει το Ιστανμπούλ ταβλασίν γιουνιβερσιτάλ ρε! Κάτσε να σε ξεσκίσω μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που κάνει ο Έλληνας που έχει πάει στο εξωτερικό. Ό,τι και να είναι αυτό π.χ. να βάλει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας ή τον Ζορμπά στην μέση του δρόμου και να αρχίσει να χορεύει. Ή ό,τι, μα ό,τι μπορεί να κάνει ο Έλληνας που να τον χαρακτηρίζει και να τον προσέξουν οι άλλοι άθελα και μη.

- Τι κάνεις ρε μαλάκα μέσ' το δρόμο; ξεφτιλιζόμαστε ρε! Κόφ' την γκρικιά!
- Σιγά μωρέ! Άσε με τώρα, χορεύω.

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικωτός άνδρας, ο οποίος καταναλώνει πολύχρωμα κοκτέηλς.

- Μπάρμαν πιάσε ενα skyfall II.
- Άντε ρε γκέτση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακόηχη και άκομψη εκδοχή του θέτω: νταξ, ceci n'est pas slang, φοριέται plutôt εκεί όπου η μαλλιαρή συναντά την δημοσιοκαφρώδη ξύλινη γλώσσα.

Ένα βήμα πιο πάνω στην τροφική αλυσίδα από το καραούγκ τίθω.

1.
Ιδιοκτήτρια καφεστιατόριου βάζει το θέμα του ρατσισμού στο τραπέζι

2.
Το ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά βάζει θέμα «Σαμαρά»

3.
Θέμα εκλογικού νόμου βάζει ο Ευ. Βενιζέλος

Got a better definition? Add it!

Published

Μαγαζί που εξειδικεύεται στο σπάσιμο πιάτων. Συναντώνται σε τελειωμένες εθνικές, γεμάτα από παθητικούς φορτηγατζήδες.

Θύμιο, λέω μετά το πιατάδικο να χτυπάγαμε ένα τραβελάδικο. Θέλω ένα καλό τράβελο να θυμηθώ τα νιάτα μου πριν πάω με την Βολβάρα Νορβηγία.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη κουβέντα αν το σκεφτείς λιγάκι, τίποτα δεν μας ανήκει σε αυτόν τον μάταιο κόσμο που ζούμε, ενοικιαστές είμαστε, και τελικά ούτε δυο μέτρα γης δεν θα πάρουμε, όλοι μας.

Να μην έχει ο άνθρωπος προσκόλληση στα υλικά αγαθά, πλούτο και ευδαιμονισμό, μάταια είναι όλα αυτά, και πρέπει να το καταλάβουμε όλοι και πρώτα από όλους, οι ιθύνοντες.

- Τον βλέπεις αυτόν που ζητιανεύει έξω από το καφενείο; κάποτε ήταν δικό του, τα έχασε όλα φαλίρισε, και τώρα..
- Ποιο; το καφενείο, του οποίου δεν ήταν, όπου δεν θα είναι κανενός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κτυπάω κόκκινο. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει-χαρακτηρίσει γενικότερα μια κατάσταση που έχει φτάσει επικίνδυνα στο «ως εδώ και μη παρέκει».

Μια κατάσταση που είναι έτοιμη να εκραγεί, να αναφλεγεί, να ανατιναχτεί, να κατακρημνιστεί, να καταρρεύσει, να μπουρλοτιάσει και πάει λέγοντας.

Προφανώς η έκφραση έχει «ξεσηκωθεί» από το έντονο ερυθρό χρώμα ενδείξεων η ενδεικτικών προειδοποιητικών λυχνιών, οργάνων έλεγχου λειτουργίας μηχανημάτων κλπ, όπου καταδεικνύεται, με την έμφαση του άλικου χρώματος, μια κατάσταση κινδύνου προς ενέργεια και λήψη άμεσων διορθωτικών η κατασταλτικών μέτρων. Η κόκκινη ένδειξη, προκειμένου να σημάνει συναγερμό, συνοδεύεται πολλάκις και από σχετικό εντονότατο και συνεχή ήχο κώδωνος ή ετέρου ηχητικού σήματος, εξ ου και η χρήση του ρήματος «κτυπώ» στην έκφραση.

  1. Στη παρέα:«Ένεκα μνημόνιο, ότι αποταμιεύσεις είχα, τις έφαγα. Η κατάσταση κτύπησε κόκκινο. Είμαι απελπισμένος. Θα μεταναστεύσω στην Αυστραλία.»

  2. Το αφεντικό: «Κάθε μέρα έρχεσαι καθυστερημένος στη δουλειά, πρόσεχε γιατί έχεις κτυπήσει κόκκινο.»

red alarm (από iwn, 28/09/13)red (από iwn, 28/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified