Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος.

  1. Χρησιμοποιούμε τον όρο κυρίως για κάποιον ο οποίος κάνει μια αξιομνημόνευτη πράξη, αλλά όταν ψάχνουμε να δούμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτήν την πράξη, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον παντελώς άγνωστο, τόσο ώστε δύσκολα μπορεί να του αποδοθεί ευθύνη για την πράξη. Λ.χ. γράφεται ένα σημαντικό ή προκλητικό άρθρο σε ένα έντυπο και όταν ψάχνουμε ποιος είναι ο προκλητικός συντάκτης, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για κάποιον τελείως ασήμαντο, οπότε το κείμενο εγείρει πρόβλημα ως προς την πατρότητά του. Επίσης, σε κοινωνικά μήδια ή άλλα σάιτ του Διαδικτύου, κάποιος που κάνει προκλητικά σχόλια, χωρίς να έχει μια σταθερή ταυτότητα- λογαριασμό, ώστε να μπορεί να έχει κάποιο είδος διαδικτυακής υπευθυνότητας σε βάθος χρόνου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το να είναι κάποιος πουθενάκιας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με την έννοια ότι οι πουθενάκηδες χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση συμφερόντων ή απλώς προκλήσεων, χωρίς να υπάρχει υπευθυνότητα.

  2. Ο τίποτας ή ανθυποτίποτας, ο παντελώς ασήμαντος. Και εδώ όμως η έκφραση χρησιμοποιείται διαλεκτικά ή για κάποιον που κάνει μια σημαντική πράξη ή έχει μια σημαντική εξέλιξη ενώ ήταν ασήμαντος στο παρελθόν. Βλέπουμε δηλαδή κάποιον αίφνης να γίνεται διάσημος και αξιόλογος, έχοντας έρθει από το πουθενά, ουρανοκατέβατος. Ή για κάποιον που έχει έναν σημαντικό τίτλο ή θέση, ενώ στην ζωή του δεν κάνει τίποτα, και εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό να είναι και το μυστικό του χάρη στο οποίο προόδευσε.

  3. Μπορεί να είναι και ο πουθενάς με την έννοια αυτού που δεν τον βρίσκεις ποτέ στο πόστο του.

1.α. Και άντε σου λέω ότι κάποιος Πουθενάκιας, έγραψε ό,τι έγραψε. Δουλειά του αρχισυντάκτη δεν είναι να διαπιστώσει κατά πόσον ισχύει κάτι; (Εδώ).

β. Κλασικός πουθενάκιας. Πετάει μια μαλακια το βοδι που ειδαν στη tv και τρεχει να το κανει ρτ (Από το Τουίτερ)

  1. α. Ο «πουθενάκιας» Τζόρβας από το σκούπισμα του πάγκου της Παλέρμο στην προεπιλογή της εθνικής και ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες του φετινού. (Από το Φέισμπουκ)

β. Πρώην συνδικαλιστής της αστυνομίας νυν βουλευτής, περισπούδαστος πουθενάκιας, φαφλατάς ολκής και αν δεν μιλούσαμε σε δημόσιο βήμα θα του έδινα τον γνωστό χαρακτηρισμό που δίνουν οι Έλληνες μεταξύ των. (Εδώ).

  1. Ένας θιασώτης της κατάληψης, ένας φοιτητής πουθενάκιας, ένας ανώνυμος είρωνας ή ένας κουκουλοφόρος; Δύσκολη επιλογή! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρά κυρία με εντυπωσιακά γυμνασμένο σώμα, ειδικότερα στην περιοχή των γλουτών. Η πληθωρική της παρουσία επεκτείνεται και στο πλούσιο μπούστο, ενώ τα καλοκαίρια συναντάται σε παραλίες παίζοντας μπιτς βόλεϊ και φορώντας σέξι μαγιό. Εργάζεται συνήθως σε καφέ στην περιοχή της Τούμπας Θεσσαλονίκης.

- Χάρη, πάμε το μεσημεράκι για καφέ;
- Μπα, άσε βαριέμαι.
- Θα δουλεύει ο υπερτράβελος σήμερα ρε!
- Τότε φύγαμε ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προμηθεύει με στόρια εμπορικά πλοία. Από τον αγγλικό όρο «ships chandler».

Μεγάλη γκαντεμιά αυτό το μπάρκο. Δεν θα φουντάρει το βαπόρι, οπότε άδικα περιμέναμε τον σιψάντη. Πάλι με βαπορέτα θα την βγάλουμε...

Chas Chandler, o μπασίστας των Animals (από allivegp, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός έως και κομπλεξικός χαρακτηρισμός σε βάρος των ομογενών μας στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το εγχώριο στερεότυπο, οι ελληνοαμερικλάνοι πιατάδες είναι ακαλλιέργητοι βερμουδιάρηδες μικροαστοί με μεγάλα καουμπόικα καπέλα, φανταχτερά εμπριμέ κοντομάνικα και χρυσές αλυσίδες στο δασύτριχο τους στέρνο. Φέρουν γελοία ονόματα τ. John Fistikis, μιλάνε δυνατά μια ακατάληπτη διάλεκτο «ελλήνικος» και ως άξεστοι αλαραμάνηδες μπρούκληδες επιδεικνύουν χυδαία τα «ντάλαρς» που έβγαλαν στο Αμέρικα ασκώντας το αναξιοπρεπές επαγγέλματα του πιατά.

Πράγματι, οι περισσότεροι Έλληνες των ΗΠΑ ξεκίνησαν ως λαντζέρηδες ή πουσκαρτάδες (μικροπωλητές λουκανικουμπώνε με καροτσάκια). Με σάλιο και υπομονή όμως, το βιοτικό τους επίπεδό ξεμύτισε. Στα εβδομήνταζ έγιναν εστιάτορες και παρέδωσαν την σκυτάλη σε Πορτορίκους, οι οποίοι με την σειρά τους την παρέδωσαν σε Ινδοπάκηδες και Αιθίοπες στα 00ς. Οι απόγονοι των πιατάδων μορφώθηκαν και πλέον γαμάνε σε «ευγενέστερα» επαγγέλματα. Πολλοί δε σήμερα υιοθετούν πικρόχολα τον χαρακτηρισμό του πιατά δίκην αντιήρωα (βλ. παράδειγμα 4).

1.
Εάν υπήρχε στην Ελλάδα η γερμανική δομημένη κοινωνία οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ήταν παγκόσμιο υπόδειγμα παραγωγικότητας. Γιατί ο Έλληνας παραμένει ευφυής, ευέλικτος και ευρηματικός. Στην Γερμανία οι Έλληνες μετανάστες είχαν πάντα θέσεις υψηλής αποδοτικότητας. Και στην Αμερική οι Έλληνες πιατάδες έφθασαν να γίνουν σχεδόν το δεύτερο κυβερνητικό λόμπι.

2.
Τελικα μονο οι «πιαταδες» της Αστοριας ειναι υπερηφανοι που ειναι Ελληνες... (Αυτο τον χαρακτηρισμο («πιαταδες») στην Αθηνα τον ακουσα, οι «πιαταδες» ειναι γιατροι, δικηγοροι, δασκαλοι, αστυνομικοι, πυροσβεστες, δημοσιοι και δημοτικοι υπαλληλοι και κυριως μαγαζατορες (ναι, πιαταδες), τραπεζιτες, φαρμακοποιοι, εντομοκτονοι)...

3.
Αμερικανογενίτσαροι, επιδειξιομανείς, νεόπλουτοι, πρώην πιατάδες που το παίζουμε δήθεν πατριώτες με τα τσάμικα και τα πεντοζάλια
(οι ομογενείς των ΗΠΑ, σύμφωνα με πολιτευτή της Νέα Δημοπρασίας)

4.Μόνο εμείς τα «κορόιδα ή οι πιατάδες» τους κάνουμε υποκλίσεις και μετάνοιες όταν έρχονται. Ας τολμήσουν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, να κυκλοφορήσουν ελεύθερα πίσω στην Ελλάδα χωρίς μπράβους ή την συνοδεία της Ελληνικής Αστυνομίας. Γιαούρτια, αυγά, πατάτες, ντομάτες και μερικές ξόφαλτσες θα εισπράξουν σίγουρα.
(ελληνοκαναδός μπλογοτέχνης για την επίσκεψη Μέϊμαράκη στο Τορόντο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ άσχημη γυναίκα ή μια εξίσου κακή κατάσταση.

  1. - Ρε μαλάκα την είδες την νέα γκόμενα του Χρήστου;
    - Ναι ρε φιλε, και ήθελα να στο πω, η γκόμενα ειναι τέρμα πέτσα ρε φίλε!

  2. - Πήγατε τελικά με τους άλλους στο μπαράκι που μας έλεγε η άλλη;
    - Ναι ρε μαλάκα..
    - Και;
    - Ε τι και; Πέτσα ήταν η φάση και την κοπανήσαμε στεγνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο μπινελίκι για τους σε-διατεταγμένη-υπηρεσία τραμπούκους νεροκουβαλητές πολιτικών ρευμάτων ή κομμάτων, και πάσης φύσεως συμφερόντων.

Μονίμως έγκαυλα για γαβγάδες, τα μαντρόσκυλα υπερασπίζονται λυσσαλέα τα αφεντικά τους. Η παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση ευνοεί την ανάπτυξη μαντρόσκυλων ανθεκτικών στην φόλα (βλ. ενδεικτικά: Η. Κασιδιάρη, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Α. Γεωργιάδη).

1. Φασισμός: Το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού.

2. ΤΟ ΠΡΩΗΝ «ΜΑΝΤΡΟΣΚΥΛΟ» ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ, Ο ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ, ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΑΣ... ΣΤΗΝ ΔΡΑΣΗ!

3. Κουνήσου τώρα όσο προλαβαίνεις μαντρόσκυλο, γιατι στις εκλογές θα σε ξεχάσει κι η μάννα σου θεομπαίχτη …

2. Και ως Πλεύρης, και ως ΛΑΟΣ που ήσαστε παλαιότερα, και ως οπαδός της 4ης Αυγούστου που ήσαστε πιο πριν και ως μαντρόσκυλο της ΝΔ που είστε τώρα.
(Δέσποινα Κουτσούμπα, εκπρόσωπος ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς Θάνο Πλεύρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «έλα εδώ τώρα!». Εννοείται, άσε τις περιστροφές, μην αλλάξεις καν φανελάκι και τσακίσου κι έλα εδώ αυτή τη στιγμή.

Συναντάται μόνο του, ή ως προσθήκη σε παρεμφερείς ή και συνώνυμες υποδείξεις.

Τάκηηηηηη..... άσε τα τηλέφωνα κι έλα εδώ όπως είσαι! Πάλι χάλασε η κεραία και δεν μπορώ να δω το τούρκικο...

(από Jonas, 01/07/13)Τσίμπα ένα και σε lounge εκτέλεση (από σφυρίζων, 01/07/13)

Δες ακόμη: όχι «τώρα», τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελά γκατζετόνια; έχουμε ό,τι βλέπετε, σε αντικείμενα και υποκείμενα:

Να σας τα τυλίξω να τα πάρετε μαζί σας;

1. Η 510 ειναι τρελο γκατζετονι......αν δεν βγαζεις φωτο σε χαμηλο φωτισμο, χτυπα νικον. Αν βγαζεις, χτυπα σονυ.

2. Ο ρίζος ήταν απ τις πρώτες εφημερίδες που κυκλοφόρησε και διαδικτυακά και μάλιστα νομίζω για μια περίοδο ήταν και η μόνη που «ανέβαζε» το φύλλο της ημέρας κι όχι της προηγούμενης. Το Αλεκάκι επίσης μην ξεχνάς ότι είναι τρελό gadgetετόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέντι φραπεδοκαταστασιακή περιοχή της Ξάνθης. Πήρε το όνομά της αρχές ενενήνταζ όταν ντόπιος εργολάβος έχτισε μια σειρά από φοιτητικά στούντιο (βλ. γκαρσονιέρες 3 τετραγωνικά χωρίς παράθυρα και όχι τέτοια που δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη) σε στυλ μεταμοντέρνο νησιωτικό ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο (ή ΠΡΟΚΑΤ [,τα] στη ντόπια διάλεκτο). Η Παραλία βρίσκεται στο φυσικό τέλος του *Νυφοπάζαρου*** και αποτελεί βασική τουριστοπαγίδα κατά την περίοδο του Καρναβαλιού.

*Ο γράφων πρόλαβε τη λέξη εν τω γεννάσθαι και την είδε να παγιώνεται ολοκληρωτικά μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αρχικά νόμιζε ότι την ανακάλυψε αυτός μέχρι που έμαθε τι θα πει «συλλογικό ασυνείδητο».
**Νυφοπάζαρο Ξάνθης: Η περιοχή από *Το Ρολόι**** μέχρι *τα ΠΡΟΚΑΤ*.
*** Το Ρολόι: Το απόλυτο randevouz point της Ξάνθης. Ό,τι η *Καμάρα* για τα καρντάσια.

- Δεκαπέντε χρόνια κι ακόμα χρωστάω Μπετά ΙΙ ρε πούστη μου!
- Καλά να πάθεις! Αν είχες γραφτεί στη ΔΑΠ θα έπαιρνες πτυχίο από την Παραλία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified