Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.

- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!

(από σφυρίζων, 18/06/13)gimme some fuckin tits (από bright, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H παπάτζα, η μούφα, το παραμύθιασμα. Εκ του λήμματος φίδι (ψεύδος, τσαρλατανιά), εμπλουτισμένο με το γαμοσλανγκοεπίθημα -ιά.

Βλ. επίσης φίδια, φιδέμπορας, Φιδίας, μουφίδι. Πέον να συγκριθεί με το αγγλικάνικο snake-oil merchant.

Το λήμμαν εκφέρεται και με διαφορετικό πνεύμα.

1. Έκλεισε στον... Πυθωναϊκό. Σε μια ακόμη παραδοσιακή ελληνική... φιδιά, εξελίχθηκε η «συμφωνία» του Βλάσση Τσάκα με τον «Μάθε στον Ριβάλντο λίγη μπάλα». Ο Σικαμπάλα ρωτήθηκε για ...

2. Ο δικηγόρος του παιδιού δε μπορεί να γνωρίζει τι είπαν στον ανακριτή. Λες ο ανακριτής να είναι τόσο βλάκας που να φοβήθηκε από τους εκβιασμούς, να άλλαξε την απόφαση του και να το ανακοίνωσε σε γνωστούς που δεν πρέπει; Αυτό μου μυρίζει φιδιά του δικηγόρου... Τα συνηθίζουν κάτι τέτοια

3. Στις ΗΠΑ οι πολιτες έχουν το δικαιωμα της οπλοφορίας, γιατί οπως είπε κάποιος, πρέπει να ειναι ετοιμοι ανα πάσα στιγμή να προστατευσουν τη δημοκρατια και τη χωρα τους από καθε επιβολή. Κι αυτο ξεκιναει από την ιστορια της Αμερικάνικης Επαναστασης και τους Πατερες του Αμερικανικου εθνους. Δεν ξερω αν αυτο ειναι αληθινη ιστορία ή φιδιά, αλλά μου αρεσει σαν ιδέα! Ενω σε μας ο Μπενυ κι ο ΓΑΠ σε κοροιδευουν καταμουτρα, σε δερνουν με τα ΜΑΤ και σου λενε οτι δε χρειαζονται εκλογές !

Original φιδιά (από σφυρίζων, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάε αυτά, φάε τα, φά' τα, φατά. Απάντηση στο κλασικό: - σκατά... - φατά.

Πρωτοακούστηκε ίσως σε ελληνική ταινία, δε θυμάμαι ποια.

- Σκατά....!
- Φατά...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά μάγκικη έκφραση, την πρωτοδιάβασα στο σχολικό βιβλίο της Λογοτεχνίας Β' λυκείου στο διήγημα του Μ. Καραγάτση «Τα χταποδάκια». Σημαίνει «σταμάτα την κουβέντα και φύγε» όπου το στρι σημαίνει «στρίβε».

Χρησιμοποιείται για να δώσει εντολή σε κάποιον να αποχωρήσει ώστε να μην υπάρξει κάποια σύρραξη. Την διακρίνει ο επιθετικός και απειλητικός τόνος της φωνής ώστε να δοθεί έμφαση.

(το παράδειγμα είναι της ίδιας φύσης με αυτό του βιβλίου αλλά σε πιο νεωτεριστική μορφή)

-Να σας κεράσω μάγκες;!
-Όχι ρε φίλε δεν γουστάρουμε.
-Γιατί ρε παιδιά εγώ από ευγένεια το λέω..
-Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μας έγινες!

Δες και κομμέ και στρίβε λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν γείωση σε όσους περιαυτολογούν υπερβάλλοντας για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις και/ή για τον αριθμό των ερωτικών συντρόφων τους.

Θεωρείται δηλαδή ότι με την υπερλειτουργία τους οι όρχεις υπερθερμαίνονται και άρα πρέπει να προφυλαχθούν από τις υψηλές θερμοκρασίες διά της ενυδάτωσης με άφθονο νερό.

- Και χτυπάω, που λες, έξι γκομενάκια μέσα σε 10 μέρες... Το πρώτο το γνώρισα κιόλας μέσα στο αεροπλάνο.
- Πίνε πολύ νερό, μην κάψεις κανένα αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.

Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεομασάζ λάρυγγος.

Εγώ τους χάριζα λαρυγγοτσίμπουκα ρουφώντας όσο πιο πολύ μπορούσα τις ψωλές τους στο στόμα μου.

Δες και βαθύ λαρύγγι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης «πουτάνα» σε μια άκρως καφενειακή έκδοση.

Ίσα μωρή ναταπού...

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πυρκαγιά, το ολοκαύτωμα, η φούντωση, η φλόγα, η καψούρα. Τουρκογενής σλανγκιά που σώζεται μάλλον μόνο σε λαογραφικά πλαίσια.

Εκ του τουρκικού yangın (πυρκαγιά).

♪♫ Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι ♪♫ (παραδοσιακό)

  1. ♪♫ Κλάψτε τώρα ντερβισάδες
    δεν θ’ ανάψουν οι λουλάδες
    Θα γινότανε γιαγκίνι
    με μαυράκι κι ηρωίνη ♪♫ («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

  2. ♪♫ Μη με ρωτάτε βλάμηδες γιατί όλο συλλογιέμαι,
    καρα-γιαγκίνι μες στην καρδιά έχω και τυραννιέμαι,
    ααχ! φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω.♪♫ («Το Ερηνάκι», αγνώστου)

4.
♪♫Ο σεμπτάς σου μ' άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου ♪♫
(Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, Τουρκοκρητικός τραγουδιστής)

Got a better definition? Add it!

Published