Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιθάγκουρας: Κολοκοτρώνης ή Κωλοκοτρώνης. Το αρβανίτικο παρατσούκλι των Κολοκοτρωναίων προτού μεταφραστεί στα Ελληνικά.

μπίθα = κώλος, γκούρα = πέτρα

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δανδράκη, Εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα 1954

το γένος του μπιθάγκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαπάτηση, το παραμύθιασμα: όταν σου πουλάνε φίδι κι εσύ το χάφτεις. Εκ του παπατζή, της επιτομής του φτωχομπινεδιάρη λαμόγιου.

Βλ. επίσης: παπάτζας, πουλάω παπά, διθυραμβική παπάτζα, παπατζιλίκι, παπατζού, χλιδοπαπάτζα, παπάτζαρχος, παπατζοχαύτης, παπατζεμένος, παπατζάρχης, παπατζαρχίδης, παπατζολόγος, παπατζέμπορας, και ταλιμπάν.

1. Πάντως παίζει πολλή παπάτζεμα στην αγορά, πολλοί προσπαθούν να πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

2. Εκτός και εισαι κανενα από τα τσιράκια που εχει ξαμολήσει για να παπατζωνει τον κόσμο σε όλα τα φαρμακευτικά σαιτ.

3. «Θα χρησιμοποιήσω μία έκφραση που μου έμαθε ο κ. Παναγιώταρος, κύριοι της Χρυσής Αυγής, είστε παπάτζες, παπατζήδες», είπε ο βουλευτής της ΝΔ, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο που ελοχεύει από τον λαϊκισμό ορισμένων πολιτικών σχηματισμών.

(από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των πετράδων (της Αίγινας τουλάχιστον, αλλά υποθέτω και γενικότερα), σημαίνει την πέτρα, η οποία κατά την εξόρυξή της δεν δείχνει τι ελαττώματα πιθανόν να κρύβει στο εσωτερικό της, ακριβώς σαν το καρπούζι, που δείχνει οκ, αλλά αν δεν το ανοίξεις «με το μαχαίρι» δεν φαίνεται αν είναι καλό ή όχι (βλ. παράδειγμα).

Επίσης, γουλάροντας τον όρο (και μη βρίσκοντας τίποτα για το παραπάνω) πέτυχα κι άλλο «καρπούζι»:

Η τουρμαλίνη συχνά έχει πολλά χρώματα ανακατεμένα σε ένα λίθο, και αυτό γίνεται επειδή δεν είναι ένα ενιαίο ορυκτό, αλλά μια ομάδα ορυκτών που συνδυάζουν τις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες. Ο συνδυασμός ροζ και πράσινης τουρμαλίνης είναι ο πιο κοινός και ονομάζεται watermelon, δηλαδή καρπούζι επειδή μοιάζει εκπληκτικά στα χρώματα με το φρούτο. (από εδώ).

Δεν θα σου κόψω από αυτή την πέτρα, είναι καρπούζι, δεν μπορώ να ξέρω πόσα καλά κομμάτια θα βγάλει.

Tουρμαλίνη (από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το να μην κάνεις τίποτα, απλά να τεμπελιάζεις.

- Τι έκανες σήμερα το πρωί;
- Τίποτα. Στην αρχιδοκρέμαση ήμουν όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πιρούνι και την πιρουέτα, θέλοντας να δηλώσει τις κινήσεις μπαλέτου που λαμβάνουν χώρα σ' ένα τραπέζι με πειναλέους, τόσο στην ταχύτητα εκτέλεσης όσο και στην ακρίβεια των κινήσεων για να γεμίσει η μπάκα.

- Πάμε στον Τούρκο για μάσες το βράδυ.
- Ω ρε πούστη μου θα πέσουν κάτι πιρουνέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το γνωστό gay στρουμφάκι (που έχει κοινά σημεία με τη στρουμφίτα), ο γλυκός σα μέλι, που του αρέσει λίγο το γαργάλημα από πίσω.

- Μελένιε, δε με λές... σ' αρέσει ο πουρές;
- Ε... άμα είναι κρύος!
- Ίσα μωρή στρουμφίτα.

(από bright, 12/06/13)(από Galadriel, 14/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιτσιρίκι, το μικρό παιδάκι. Συνήθως αναφέρεται σε ηλικίες 3ης Γυμνασίου και κάτω, ή ακόμα και 3ης Λυκείου, αν ο ομιλητής απέχει μια δεκαετία μίνιμουμ.

- Τι βλέπεις πάλι; Photos με πιπίνια στο Facebook;
- Ναι, δες εδώ. Τούμπανο το τσιρίκι.

(από HardcoreGR, 11/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητική σλανγκιά: θέματα που θεωρούνται απίθανο να πέσουν σε εξετάσεις και ωσεκτουτού δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης ή σκονακοποίησης. Το αντίθετο δηλαδή των σος.

Υπερθετικό: αντισοσάρα.

Ασίστ: Βράσταγκιρλ.

1. Εγώ ένα πράγμα θα πω, βασιζόμενος στην πείρα μου. Ο μαθητής που ψάχνει SOS ή αντί-SOS αντί να στρώσει τον πισινό του στην καρέκλα του και να διαβάσει όλη την ύλη, στο τέλος θα δει ότι μπορεί να πέσει ένα θέμα που δεν το έχει διαβάσει (γιατί το θεωρούσε αντί-SOS) και αφού βγουν οι βαθμοί, που δεν θα έχει πλέον να ψάξει για κανένα SOS, θα ψάχνει για δικαιολογίες.

2. Έμφαση δίνουμε πολύ στις μεταβλητές, στο τι είναι ιδέες των μαθητών κτλ. Τα θέματα είναι πρακτικά και θεωρητικά, οπότε μη θεωρήσετε τίποτα αντισός.

3. Διαγωνισμός Υπουργείου Δικαιοσύνης - Ποια άρθρα θεωρείτε «αντισός» από τον κώδικα δικαστηριών;

Ο κωμικοτραγικός θάνατος του Χατζημπατίρογλου père. (από σφυρίζων, 16/06/13)(από Khan, 19/03/14)

βλ. και σος, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα δυτικά παραθεσσαλονίκεια, ο αλήτης, ο άσωτος, ο εξώλης και προώλης. Ακόμη ρόγκατσος, ρογκάτσα.

Όσο για την προέλευση, το πιθανότερο λέω είναι να προέρχεται από τα ρουγκάτσια (< ρούγα), ένα σχετικά γνωστό παλιό καρναβαλίστικο έθιμο στη βόρεια και κεντρική ελλάδα, παρότι το συγκεκριμένο δεν ήταν και από τα πιο διονυσιακά ελλαδίτικα έθιμα (δείτε εδώ και αυτό το ωραίο ντοκιμαντεράκι).

Απ' την άλλη, λιγότερο πιθανής σύνδεσης, στα διαλεκτικά δουλγέρικα ρουγκάτσι ήταν ο «τούρκος», όπως μας πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης (στο κειμενάκι του για τις συνθηματικές γλώσσες και κατευθείαν στο χειρόγραφο γλωσσάρι για τα δουλγέρικα ή ντουγραματζίτικα από το Διδυμότειχο).

Τέλος όμως ν' αναφέρω και τα ρόγκια, τα «χωράφια που έχουν ρογκιστεί, δηλαδή καεί και ετοιμαστεί για τη νέα σπορά», όπως μαθαίνω απ' τις «Λέξεις που χάνονται» (2011) του κυρ-Σαράντ, τα οποία τα βρίσκω κοντά στη σημασία του εδώ ορισμού αν μη τι άλλο επηρεασμένος απ' τις τσαϊράδες κατά Χριστιανόπουλο.

Πόσις κι πόσις ρογκάτσις δεν έφηυγαν απ' τα χουριά κι' επήαιναν στ' γερμανία, δέν τις ήξηυρε κανείς και τ'ς ανηχόταν κι' έκαμναν τη ζουή τ'ς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified