Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.
Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.
Got a better definition? Add it!
Ο πονηρός, αυτός που φέρεται ως παμπόνηρη αλεπού (ακόμη κι αν χρειαστεί να υποστεί τις γνωστές παρενέργειες), ο κωλοπετσωμένος που ξέρει τα τερτίπια της ζωής, αλλά λέγεται και για τον small time crook κουτοπόνηρο.
Στο Δ.Π. υπό Gizaha.
Σωστός ο Γάλλος όπως πάντα «αλεπουδιαρης» κοιτάζει να κάνει κάτι καλο για τη χωρα του. (Εδώ).
Δεν του έχουν βγάλει τυχαία το παρατσούκλι « ΑΛΕΠΟΥΔΙΑΡΗΣ». (Εδώ).
Θελει και το καταλληλο timing το πραγμα.......αλλα το κυριοτερο ειναι να μην μασας.....να επικοινωνεις εξυπνα......και να εισαι cool...
Και δεν χρειαζεται φοβος οι κοπελες δεν ειναι ο δρακος που θα σε φανε Σιγα σιγα θα γινεις αλεπουδιαρης και θα τα καταφερεις.........αρκει να προσπαθησεις η και να ρισκαρεις... (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η τύχη, ειδικά στο στριτ μπάσκετ.
Πωωωω τι σούφρα έχεις σήμερα... Με κλειστά μάτια βαράς, μέσα πάει.
βλ. και ανοίγει, άνοιξε ο κώλος μου
Got a better definition? Add it!
Η στενότερη δυνατή σχέση με το άλλο φύλο όταν είσαι μαθητής / φοιτητής χωρίς αμάξι και δεν ασχολείσαι με το ραπ ή με τον αθλητισμό.
Οι πιο τυχεροί περνάνε εις την ενήλικη σχέση με το άλλο φύλο στην πενθήμερη ή στην εκδρομή της ΔΑΠ το πρώτο έτος, οπότε γαμάνε μια άλλη ΔΑΠίτισσα -ιδιαίτερη κατηγορία νεαρής γυναίκας που χρειάζεται ειδικό λήμμα (ένας από τους λόγους που οι νέοι ακόμα γράφοντα σε σιχαμερές κομματικές παρατάξεις είναι ασφαλώς μπας και γαμήσουν).
Κάθεσαι κάπου σε έναν δημόσιο χώρο και μιλάτε. Αν είσαι μάγκας της κρατάς το χέρι. Αν κάτσει πάνω στον καβάλο σου και τρίβεται πάνω σου από τα ρούχα είσαι ήρωας.
Μεγαλύτερος σκέφτεσαι μήπως απλά έχανες το χρόνο σου ακούγοντας μαλακίες από ανώριμες γυναίκες (δηλαδή ανθρώπους δυο φορές ηλίθιους - και λόγω φύλου και λόγω ηλικίας) που μαζί με το κωλοτρίψιμο σου έπρηζαν / έσπαγαν τα αρχίδια. Αναρωτιέσαι γιατί δεν επέλεξες να ξοδέψεις το ίδιο χρήμα / χρόνο σε μπουρδέλο στη Δάφνη σαν Μπουρδελιάρης.
- Τα ψιλοέχουμε...
- Την γάμησες;
- Όχι μωρέ... ξέρεις, κωλοτρίψιμο.
- Απ' εξω έχυσες;
- Όχι ρε απλά μιλούσαμε... ρομαντικά... ξέρεις, κωλοτριβόμασταν... μου λείπεις, τι κάνεις, τέτοια...
- Κατάλαβα... Παιδί μου πάρε 50 ευρώ και πήγαινε στη Δάφνη, στο στούντιο στου Ντούρτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για πρόσωπα, κυρίως γυναίκες, που δεν είναι πια επιθυμητά στον ερωτικό τομέα όπως παλιά, κυρίως λόγω ηλικίας, λέμε ότι δεν περνάει πια η μπογιά τους (1ο παράδειγμα). Αλλά λόγω συμφυρμού με τον προηγούμενο ορισμό μπορεί να το συναντήσουμε και ως κατάφαση (2ο παράδειγμα).
Και τι θα κάνεις όταν σαρανταρίσεις, που δεν θα περνάει πια η μπογιά σου;
Πάρτο απόφαση, σαραντάρισες, πέρασε η μπογιά σου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιώ / ανακαλύπτω κάτι παλιό. Η έκφραση αφορά αντικείμενα, μουσική, πρόσωπα, παιχνίδια και γενικά ότι ρετρό έχει ξεχαστεί στις μέρες μας.
- Τι είναι αυτό που ακούμε;
- Το Imagine του John Lennon.
- Καλά ρε αγάπη μου, πού το ξέθαψες αυτό το κομμάτι; Βάλε τίποτα σύγχρονο.
- Λέει παίζει να πάρουμε τον Μπάγιεβιτς.
- Τι λες τώρα. Πού τον ξεθάψανε τον μυρωδιά; Αυτός προπονούσε την Ομόνοια Λευκωσίας μωρέ. Πλάκα μας κάνουνε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.
Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...
- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπατάκι είναι στη Β. Ελλάδα το μέρος με λάσπες - βούρκος. Μπατακώνω σημαίνει κολλάω σε λάσπες.
Μπατάκωσα με το αμάξι ρε Χάρη, έλα με το τζιπέτο να με τραβήξεις.
Got a better definition? Add it!
Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.
Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.
Στην καθομιλουμένη λέγεται:
Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.
Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.
1α. Από εδώ:
Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...
1β. Από εδώ:
Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.
2α. Από εδώ:
...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.
2β. Από εδώ:
Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.
Got a better definition? Add it!
Όπως σοφά έγραψε κι ο Μ. Μωϋσείδης το 1927:
[img]http://www.slang.gr/media/img/201303/ec04ab6354816d3e94acc151eaec5f51.JPG[/img]
Ωσεκτουτού, είμεθα πιονέροι της Τέχνης. Ο εθνικός μαλάκας τιμάται από όλους μας καθημερινά. Εξέχουσα θέση στην τροφική αλυσίδα τση μαλακίας κατέχει ο μαλακισμένος, άτομο που κουβαλάει πάνω του όλη την κακώς εννοούμενη αύρα του δια της μαλάξεως αυτοερεθιζομένου.
Πέον να σημειωθεί ότι ως μπινελίκι προσφέρει πολλά περισσότερα απλικέϊσιο και βαθύτερη σλανγκενέργεια από τον σκέτο μαλάκα, καθώς εξαπολύεται αδιακρίτως εις βάρος υποκειμένων, αντικειμένων, καταστάσεων, τση μαύρης χελώνας που μας κατουράει κ.ταλ.
Λημματοδοτείται χάριν πληρότητος δεδομένου ότι το σάη καταγράφει μόνο μια από τις άπειρες εφαρμογές του, ωσαναφορά τα μειράκια.
1. Το ευτύχημα, φίλε, είναι ότι δεν είμαι όλες τις ώρες κι όλες τις στιγμές μαλακισμένος άνθρωπος. Μερικές φορές με πιάνει, και δεν έχω βρεί τί φταίει και πώς μπορώ να το αντιμετωπίσω
2. ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ: ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΩΡΑ ΣΑΣ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΙΘΑΝΕΤΕ...
3. Χωρίς προφανώς να γνωρίζει ότι τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, ο Δημήτρης Καμπουράκης στο πρωινό του MEGA χαρακτήρισε τους καταληψίες της βίλας Αμαλία «μαλακισμένα»
4. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟΝ ΟΑΕΔ
Got a better definition? Add it!